Anonymous

σκιαγραφέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " ’" to "’")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0897.png Seite 897]] eigtl. schattiren, Schatten u. Licht in der Malerei gehörig anwenden, übh. darstellen im Umriß u. perspectivisch; τὰ [[πόῤῥωθεν]] φαινόμενα δῆλον ὅτι λέγεις καὶ τὰ ἐσκιαγραφημένα, Plat. Rep. VII, 523 b; Parm. 165 b u. öfter; bilden, φλὸξ [[ἄντρον]] τῷ Διονύσῳ σκιαγραφεῖ, Philostr. imagg. 1, 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0897.png Seite 897]] eigtl. schattiren, Schatten u. Licht in der Malerei gehörig anwenden, übh. darstellen im Umriß u. perspectivisch; τὰ [[πόῤῥωθεν]] φαινόμενα δῆλον ὅτι λέγεις καὶ τὰ ἐσκιαγραφημένα, Plat. Rep. VII, 523 b; Parm. 165 b u. öfter; bilden, φλὸξ [[ἄντρον]] τῷ Διονύσῳ σκιαγραφεῖ, Philostr. imagg. 1, 14.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> ombrer ; dessiner <i>ou</i> peindre en perspective;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> esquisser, ébaucher ; <i>fig., au Pass.</i> être à peine ébauché, exister à peine.<br />'''Étymologie:''' [[σκιαγράφος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκιᾱγρᾰφέω''': ζωγραφῶ μὲ ἀποχρώσεις φωτὸς καὶ σκιᾶς, ζωγραφῶ ἰχνογραφικῶς, Λατ. adumbrare, Φιλόστρ. 728· βέλεσι σκ. τινα ὁ αὐτ. 81. ― Παθητ., τὰ πόρρωθεν ... φαινόμενα ... καὶ τὰ ἐσκιαγραφημένα Πλάτ. Πολ. 523Β· ὡς ἐσκιαγραφημένα τὰ δίκαιά ἐστι ὁ αὐτ. Ἐν Παρμ. 165C· μεταφορ., ἐσκ. [[ἡδονή]], ἐζωγραφημένη ἀμυδρῶς, οὐχὶ πραγματική, ἀντίθετον τῷ [[παναληθής]], καθαρά, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 583Β, πρβλ. 586Β· πρβλ. [[σκιαγραφία]].
|lstext='''σκιᾱγρᾰφέω''': ζωγραφῶ μὲ ἀποχρώσεις φωτὸς καὶ σκιᾶς, ζωγραφῶ ἰχνογραφικῶς, Λατ. adumbrare, Φιλόστρ. 728· βέλεσι σκ. τινα ὁ αὐτ. 81. ― Παθητ., τὰ πόρρωθεν ... φαινόμενα ... καὶ τὰ ἐσκιαγραφημένα Πλάτ. Πολ. 523Β· ὡς ἐσκιαγραφημένα τὰ δίκαιά ἐστι ὁ αὐτ. Ἐν Παρμ. 165C· μεταφορ., ἐσκ. [[ἡδονή]], ἐζωγραφημένη ἀμυδρῶς, οὐχὶ πραγματική, ἀντίθετον τῷ [[παναληθής]], καθαρά, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 583Β, πρβλ. 586Β· πρβλ. [[σκιαγραφία]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> ombrer ; dessiner <i>ou</i> peindre en perspective;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> esquisser, ébaucher ; <i>fig., au Pass.</i> être à peine ébauché, exister à peine.<br />'''Étymologie:''' [[σκιαγράφος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm