Anonymous

σκιαγραφέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> ombrer ; dessiner <i>ou</i> peindre en perspective;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> esquisser, ébaucher ; <i>fig., au Pass.</i> être à peine ébauché, exister à peine.<br />'''Étymologie:''' [[σκιαγράφος]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> ombrer ; dessiner <i>ou</i> peindre en perspective;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> esquisser, ébaucher ; <i>fig., au Pass.</i> être à peine ébauché, exister à peine.<br />'''Étymologie:''' [[σκιαγράφος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκιᾱγρᾰφέω''': ζωγραφῶ μὲ ἀποχρώσεις φωτὸς καὶ σκιᾶς, ζωγραφῶ ἰχνογραφικῶς, Λατ. adumbrare, Φιλόστρ. 728· βέλεσι σκ. τινα ὁ αὐτ. 81. ― Παθητ., τὰ πόρρωθεν ... φαινόμενα ... καὶ τὰ ἐσκιαγραφημένα Πλάτ. Πολ. 523Β· ὡς ἐσκιαγραφημένα τὰ δίκαιά ἐστι ὁ αὐτ. Ἐν Παρμ. 165C· μεταφορ., ἐσκ. [[ἡδονή]], ἐζωγραφημένη ἀμυδρῶς, οὐχὶ πραγματική, ἀντίθετον τῷ [[παναληθής]], καθαρά, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 583Β, πρβλ. 586Β· πρβλ. [[σκιαγραφία]].
|elnltext=σκιαγραφέω [σκιά, γράφω] perf. med.-pass. ἐσκιαγράφημαι geschilderd zijn met schaduweffecten (om illusie van echtheid te creëren); Plat. Resp. 523b; overdr.. οὐδὲ παναληθής ἐστιν ἡ... ἡδονὴ... οὐδὲ καθαρά, ἀλλ’ ἐσκιαγραφημένη τις het genot is niet waarachtig en niet zuiver, maar gebaseerd op gezichtsbedrog Plat. Resp. 583b.
}}
{{elru
|elrutext='''σκιᾱγρᾰφέω:''' (в живописи) накладывать тени, передавать объемность или перспективу: τὰ ἐσκιαγραφημένα Plat. теневые наброски, рисунки со светотенью; οὐ [[παναληθής]], ἀλλ᾽ ἐσκιαγραφημένος Plat. не подлинный, а в изображении.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκῐᾱγρᾰφέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[σκιαγράφος]]), [[ζωγραφίζω]] χρησιμοποιώντας διαβαθμίσεις, αποχρώσεις [[φωτός]] και [[σκιάς]], [[ιχνογραφώ]], [[σκιτσάρω]], [[σχεδιάζω]], Λατ. [[adumbro|adumbrare]] — Παθ., <i>τὰ ἐσκιαγραφημένα</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''σκῐᾱγρᾰφέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[σκιαγράφος]]), [[ζωγραφίζω]] χρησιμοποιώντας διαβαθμίσεις, αποχρώσεις [[φωτός]] και [[σκιάς]], [[ιχνογραφώ]], [[σκιτσάρω]], [[σχεδιάζω]], Λατ. [[adumbro|adumbrare]] — Παθ., <i>τὰ ἐσκιαγραφημένα</i>, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκιᾱγρᾰφέω:''' (в живописи) накладывать тени, передавать объемность или перспективу: τὰ ἐσκιαγραφημένα Plat. теневые наброски, рисунки со светотенью; οὐ [[παναληθής]], ἀλλ᾽ ἐσκιαγραφημένος Plat. не подлинный, а в изображении.
|lstext='''σκιᾱγρᾰφέω''': ζωγραφῶ μὲ ἀποχρώσεις φωτὸς καὶ σκιᾶς, ζωγραφῶ ἰχνογραφικῶς, Λατ. adumbrare, Φιλόστρ. 728· βέλεσι σκ. τινα ὁ αὐτ. 81. ― Παθητ., τὰ πόρρωθεν ... φαινόμενα ... καὶ τὰ ἐσκιαγραφημένα Πλάτ. Πολ. 523Β· ὡς ἐσκιαγραφημένα τὰ δίκαιά ἐστι ὁ αὐτ. Ἐν Παρμ. 165C· μεταφορ., ἐσκ. [[ἡδονή]], ἐζωγραφημένη ἀμυδρῶς, οὐχὶ πραγματική, ἀντίθετον τῷ [[παναληθής]], καθαρά, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 583Β, πρβλ. 586Β· πρβλ. [[σκιαγραφία]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκιαγραφέω [σκιά, γράφω] perf. med.-pass. ἐσκιαγράφημαι geschilderd zijn met schaduweffecten (om illusie van echtheid te creëren); Plat. Resp. 523b; overdr.. οὐδὲ παναληθής ἐστιν ἡ... ἡδονὴ... οὐδὲ καθαρά, ἀλλ’ ἐσκιαγραφημένη τις het genot is niet waarachtig en niet zuiver, maar gebaseerd op gezichtsbedrog Plat. Resp. 583b.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκιᾱγρᾰφέω, fut. -ήσω [σκιᾱγράφος]<br />to [[draw]] with gradations of [[light]] and [[shade]]: to [[sketch]] out, Lat. [[adumbro|adumbrare]]:—Pass., τὰ ἐσκιαγραφημένα Plat.
|mdlsjtxt=σκιᾱγρᾰφέω, fut. -ήσω [σκιᾱγράφος]<br />to [[draw]] with gradations of [[light]] and [[shade]]: to [[sketch]] out, Lat. [[adumbro|adumbrare]]:—Pass., τὰ ἐσκιαγραφημένα Plat.
}}
}}