Anonymous

πῆγμα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> \w+\.) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0608.png Seite 608]] τό, 1) das Zusammenbefestigte, Zusammengesetzte, Gerüst, Gestell u. dgl.; Sp.; auch übertr., [[ὅρκος]] [[πῆγμα]] γενναίως παγέν, Aesch. Ag. 1171. – 2) das fest, dicht Gewordene, das Gefrorne, das Geronnene, Arist. H. A. 3, 6; τῆς χιόνος, Pol. 3, 55, 5; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0608.png Seite 608]] τό, 1) das Zusammenbefestigte, Zusammengesetzte, Gerüst, Gestell u. dgl.; Sp.; auch übertr., [[ὅρκος]] [[πῆγμα]] γενναίως παγέν, Aesch. Ag. 1171. – 2) das fest, dicht Gewordene, das Gefrorne, das Geronnene, Arist. H. A. 3, 6; τῆς χιόνος, Pol. 3, 55, 5; Sp.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />toute chose fixée <i>ou</i> ajustée solidement ; <i>fig.</i> chose fixée, foi jurée, serment.<br />'''Étymologie:''' [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πῆγμα''': τό, ([[πήγνυμι]]) πᾶν [[πρᾶγμα]] συμπεπηγμένον ἢ συνημμένον, [[κατασκεύασμα]] ἐκ ξύλων συνηρμοσμένων εἰς ἕν, ἐπὶ πλοίου, Ἀνθ. Π. 5. 204· τὸ τῶν ὀστέων π. Ἰωσήπ. Μακκ. 9: ― Λατ. pegma, κινητὴ σκηνὴ ἢ [[ἰκρίωμα]] ἐν χρήσει ἐν θεάτροις, Juvenal. 4. 122, Sueton. Claud. 34, κτλ.· ― [[θήκη]] βιβλίων, Κικ. πρ. Ἀττ. 4. 84a. 2) μεταφορ., [[ὅρκος]], [[πῆγμα]] γενναίως παγὲν ([[οὕτως]] Aurat ἀντὶ [[πῆμα]]), δεσμὸς ἐντίμως συνημμένος, Αἰσχύλ Ἀγ. 1198· πρβλ. [[πήγνυμι]] IV. ΙΙ. πᾶν πεπηγμένον [[πρᾶγμα]], [[πῆγμα]] τῆς χιόνος, παγωμένη [[χιών]], Πολύβ. 3. 55, 5. ΙΙΙ. τὸ συντελοῦν πρὸς πῆξιν, ὡς ἡ [[πυτία]] ἥτις κάμνει τὸ [[γάλα]] νὰ πήξῃ, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ., 3. 6. 2.
|lstext='''πῆγμα''': τό, ([[πήγνυμι]]) πᾶν [[πρᾶγμα]] συμπεπηγμένον ἢ συνημμένον, [[κατασκεύασμα]] ἐκ ξύλων συνηρμοσμένων εἰς ἕν, ἐπὶ πλοίου, Ἀνθ. Π. 5. 204· τὸ τῶν ὀστέων π. Ἰωσήπ. Μακκ. 9: ― Λατ. pegma, κινητὴ σκηνὴ ἢ [[ἰκρίωμα]] ἐν χρήσει ἐν θεάτροις, Juvenal. 4. 122, Sueton. Claud. 34, κτλ.· ― [[θήκη]] βιβλίων, Κικ. πρ. Ἀττ. 4. 84a. 2) μεταφορ., [[ὅρκος]], [[πῆγμα]] γενναίως παγὲν ([[οὕτως]] Aurat ἀντὶ [[πῆμα]]), δεσμὸς ἐντίμως συνημμένος, Αἰσχύλ Ἀγ. 1198· πρβλ. [[πήγνυμι]] IV. ΙΙ. πᾶν πεπηγμένον [[πρᾶγμα]], [[πῆγμα]] τῆς χιόνος, παγωμένη [[χιών]], Πολύβ. 3. 55, 5. ΙΙΙ. τὸ συντελοῦν πρὸς πῆξιν, ὡς ἡ [[πυτία]] ἥτις κάμνει τὸ [[γάλα]] νὰ πήξῃ, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ., 3. 6. 2.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />toute chose fixée <i>ou</i> ajustée solidement ; <i>fig.</i> chose fixée, foi jurée, serment.<br />'''Étymologie:''' [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml