πῆγμα
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
English (LSJ)
-ατος, τό, (πήγνυμι)
A anything fastened or joined together, framework, of a ship, κέλητος πῆγμα AP5.203 (Mel.); τὸ πῆγμα τῆς σχεδίας Ph.Byz.Mir.4.5; of a roof, Annuario 6/7.450; θύρα κέλλας, στοὰ σὺν πήγμασι, POxy.2146.9,12 (iii A. D.); τὸ τῶν ὀστέων πῆγμα LXX 4 Ma.9.21; τὸ πιοειδὲς πῆγμα Heliod. ap. Orib.49.33.5.
2 stage or scaffold used in theatres, Str.6.2.6, J.AJ14.15.5, BJ7.5.5, Juv.4.122, Suet.Claud.34, etc.
3 bookcase, Cic.Att.4.8.2.
4 metaph., πῆγμα γενναίως παγέν (Aurat. for πῆμα) bond in honour bound, A.Ag.1198; but also τὸ τῆς ὅλης πῆγμα σοφίας fabric, Ph.1.536.
II anything congealed, τὸ πῆγμα τῆς χιόνος frozen snow, Plb.3.55.5; τὸ πῆγμα τῆς τροφῆς, i.e. fat, Ruf.Onom. 215; solid mass, ἔστη π., of the waters of Jordan, LXX Jo.3.16.
III that which makes to curdle, as rennet does milk, Arist.HA516a4.
German (Pape)
[Seite 608] τό, 1) das Zusammenbefestigte, Zusammengesetzte, Gerüst, Gestell u. dgl.; Sp.; auch übertr., ὅρκος πῆγμα γενναίως παγέν, Aesch. Ag. 1171. – 2) das fest, dicht Gewordene, das Gefrorne, das Geronnene, Arist. H. A. 3, 6; τῆς χιόνος, Pol. 3, 55, 5; Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
toute chose fixée ou ajustée solidement ; fig. chose fixée, foi jurée, serment.
Étymologie: πήγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πῆγμα -ατος, τό [πήγνυμι] wat is vastgezet:; ὅρκου πῆγμα γενναίως παγέν de eedverbintenis die eerlijk is vastgesteld Aeschl. Ag. 1198; samenstel:. κέλητος πῆγμα geraamte van een schip AP 5.204.2.
Russian (Dvoretsky)
πῆγμα: ατος τό
1 скрепление, скрепы (τοῦ κέλητος Anth.);
2 смерзлость: π. τῆς χιόνος Polyb. смерзшийся снег;
3 створаживающее вещество, фермент (sc. τοῦ γάλακτος Arst.);
4 перен. связь, укрепление: ὅρκος, π. γενναίως παγέν Aesch. клятва - благородное подкрепление (слова).
Greek (Liddell-Scott)
πῆγμα: τό, (πήγνυμι) πᾶν πρᾶγμα συμπεπηγμένον ἢ συνημμένον, κατασκεύασμα ἐκ ξύλων συνηρμοσμένων εἰς ἕν, ἐπὶ πλοίου, Ἀνθ. Π. 5. 204· τὸ τῶν ὀστέων π. Ἰωσήπ. Μακκ. 9: ― Λατ. pegma, κινητὴ σκηνὴ ἢ ἰκρίωμα ἐν χρήσει ἐν θεάτροις, Juvenal. 4. 122, Sueton. Claud. 34, κτλ.· ― θήκη βιβλίων, Κικ. πρ. Ἀττ. 4. 84a. 2) μεταφορ., ὅρκος, πῆγμα γενναίως παγὲν (οὕτως Aurat ἀντὶ πῆμα), δεσμὸς ἐντίμως συνημμένος, Αἰσχύλ Ἀγ. 1198· πρβλ. πήγνυμι IV. ΙΙ. πᾶν πεπηγμένον πρᾶγμα, πῆγμα τῆς χιόνος, παγωμένη χιών, Πολύβ. 3. 55, 5. ΙΙΙ. τὸ συντελοῦν πρὸς πῆξιν, ὡς ἡ πυτία ἥτις κάμνει τὸ γάλα νὰ πήξῃ, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ., 3. 6. 2.
Greek Monolingual
το / πῆγμα, ΝΑ
1. καθετί που είναι συναρμοσμένο, συναρμολογημένο από πολλά τεμάχια, από πολλά μέρη
2. το πάνω από τους τροχούς μέρος τών τροχοφόρων οχημάτων, η καροσερί
3. ο σκελετός σκάφους
αρχ.
1. ο σκελετός της στέγης οικοδομήματος
2. ο σκελετός του ανθρώπου
3. παράπηγμα ή εξέδρα του αρχαίου θεάτρου
4. ξύλινο πολυώροφο κατασκεύασμα του ρωμαϊκού θεάτρου, που μπορούσε να συμπτύσσεται, ώστε οι επάνω όροφοι να χωρούν μέσα στους κατώτερους
5. βιβλιοθήκη, ο ξύλινος σκελετός και τα ράφια της
6. οτιδήποτε έχει πήξει, που έχει στερεοποιηθεί (α. «τὸ πῆγμα τῆς χιόνος» — ο πάγος
β. «τὸ πήγμα τῆς τροφῆς» — το λίπος)
8. οτιδήποτε συντελεί στην πήξη υγρού, ὁπως η πυτιά στο γάλα
9. φρ. «ὅρκου πήγμα γενναίως παγέν» — όρκος που έχει συναφθεί τίμια, με ειλικρίνεια (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ- του πήγνυμι + κατάλ. -μα].
Greek Monotonic
πῆγμα: -ατος, τό (πήγνυμι)·
I. 1. οτιδήποτε συνδέεται, συνενώνεται, διαξύλωση, σκελετός, πλαισίωση, λέγεται για πλοίο, σε Ανθ.· Λατ. pegma, η κινητή σκαλωσιά που χρησιμοποιείται στα θέατρα, ικρίωμα, σε Juvenal.
2. μεταφ., πῆγμα γενναίως παγέν, δεσμός που έχει συναφθεί προς ένδειξη τιμής, σε Αισχύλ.
II. πῆγμα τῆς χιόνος, παγωμένο χιόνι, σε Πολύβ.
Middle Liddell
πῆγμα, ατος, τό, πήγνυμι
I. anything joined together, framework, of a ship, Anth.:—Lat. pegma, a moveable scaffold used in theatres, Juven.
2. metaph., π. γενναίως παγέν a bond in honour bound, Aesch.
II. π. τῆς χιόνος frozen snow, Polyb.
Translations
scaffold
Albanian: skelë; Arabic: سِقَالَة, إِسْقَالَة; Azerbaijani: taxtabənd; Belarusian: будаўні́чыя лясы, рыштаванне; Bulgarian: скеле; Catalan: bastida; Cherokee: ᏗᏓᏛᏗ; Chinese Mandarin: 腳手架/脚手架; Czech: lešení; Danish: stillads; Dutch: stelling; Finnish: telineet; French: échafaudage, échafaud; Galician: estada, andavía, andamio, bailéo, taboado; Georgian: ხარაჩო; German: Gerüst, Baugerüst; Greek: σκαλωσιά; Ancient Greek: βάθρον, ἐσχαρεῖον, ἰκρίωμα, ἱμασσία, πῆγμα, σανίς; Hungarian: állványzat; Icelandic: vinnupallur, stillans, reisipallur; Ido: eshafodo; Indonesian: perancah; Irish: scafall; Italian: impalcatura, ponteggio; Japanese: 足場; Korean: 비계(飛階); Latin: pegma; Macedonian: скеле; Manx: scammalt; Maori: rangitupu, pouwhata; Norwegian Bokmål: stillas; Persian: داربست; Plautdietsch: Steilozh; Polish: rusztowanie; Portuguese: andaime; Romanian: schelărie; Russian: леса, подмостки; Serbo-Croatian Cyrillic: ске̏ла; Roman: skȅla; Slovak: lešenie; Slovene: oder; Spanish: andamio; Swedish: byggnadsställning; Tagalog: palapala; Turkish: iskele; Ukrainian: риштування; Welsh: sgaffald; Yiddish: רישטעוואַניע