Anonymous

σκέπη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0892.png Seite 892]] ἡ, wie [[σκέπας]], [[Decke]], Bedeckung, bedeckter Ort, [[Schutz]], Schirm; ἔστι μοι [[σκέπη]] τοῦ νότου, ich habe Schutz gegen den Notus, Hippocr.; ἐν σκέπῃ τοῦ πολέμου, in Schutz oder Sicherheit vor dem Kriege, Her. 7, 152. 215; ἐν σκέπῃ τοῦ φόβου, 1, 143, u. öfter; σκιὰν καὶ σκέπην παρέχειν, Plat. Tim. 76 d; Xen. Mem. 3, 10, 9; Sp., ἐν σκέπῃ τοῦ κινδύνου, τοῦ κρύους, Ael. H. A. 7, 6. 9, 57; – στείλας ἑαυτὸν ὑπὸ τὴν Ῥωμαίων σκέπην, unter den Schutz der Römer, Pol. 1, 16, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0892.png Seite 892]] ἡ, wie [[σκέπας]], [[Decke]], Bedeckung, bedeckter Ort, [[Schutz]], Schirm; ἔστι μοι [[σκέπη]] τοῦ νότου, ich habe Schutz gegen den Notus, Hippocr.; ἐν σκέπῃ τοῦ πολέμου, in Schutz oder Sicherheit vor dem Kriege, Her. 7, 152. 215; ἐν σκέπῃ τοῦ φόβου, 1, 143, u. öfter; σκιὰν καὶ σκέπην παρέχειν, Plat. Tim. 76 d; Xen. Mem. 3, 10, 9; Sp., ἐν σκέπῃ τοῦ κινδύνου, τοῦ κρύους, Ael. H. A. 7, 6. 9, 57; – στείλας ἑαυτὸν ὑπὸ τὴν Ῥωμαίων σκέπην, unter den Schutz der Römer, Pol. 1, 16, 10.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />ce qui protège, abri ; <i>fig.</i> [[ἐν]] σκέπῃ [[τοῦ]] πολέμου HDT, [[τοῦ]] κινδύνου ÉL à l'abri de la guerre, du danger.<br />'''Étymologie:''' R. Σκεπ, couvrir, protéger ; v. [[σκέπας]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκέπη''': ἡ, ὡς τὸ Ἐπικ. [[σκέπας]] (ὃ ἴδε), [[σκέπασμα]], [[κάλυμμα]], [[ὑπεράσπισις]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 14· σκ. [[ἄκαπνος]] ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395· ἐπὶ ἱματίων, ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 285· ἐπὶ ὅπλων, Πολύβ. 6. 22, 3, κτλ.· ἐπὶ τῆς σαρκὸς ὡς ἐπικαλύμματος τῶν ἰστῶν, Τίμ. Λοκρ. 100Β· ἐπὶ τῆς [[κόμης]], σκέπης [[χάριν]] αἱ τρίχες Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 14, 3· δεῖσθαι σκέπης [[αὐτόθι]]· ἐν σκέπῃ [[εἶναι]] [[αὐτόθι]] 4. 10, 57· σκ. δερματικὴ ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 12. 2· σκ. [[φλοιῶτις]] = [[φλοιός]], Λυκόφρ. 1422. ΙΙ. [[προφύλαξις]], [[προστασία]], τὰ δεόμενα σκέπης, τὰ μέρη τοῦ σώματος τὰ ἔχοντα ἀνάγκην προφυλάξεως, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 9· σκιάν καὶ σκ. παρέχειν Πλάτ. Τίμ. 76D· ἐν σκέπῃ [[εἶναι]] Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 57· σκέπην ἔχειν Διόδ. 5. 65. 2) μετὰ γεν., [[σκέπη]] πνευμάτων, [[προφύλαξις]] ἀπὸ τῶν ἀνέμων, Ἱππ. π. Ἀέρ. 181· [[οὕτως]], ἐν σκέπῃ τοῦ πολέμου Ἡρόδ. 7. 172, 215· τοῦ φόβου ὁ αὐτ. 1. 143· τοῦ κρύους Αἰλ. π. Ζ. 9. 57· - [[ἀλλά]], ὑποστέλλειν ἑαυτὸν ὑπὸ τὴν Ῥωμαίων σκέπην, ὑπὸ τὴν προστασίαν αὐτῶν, Πολύβ. 1. 16, 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σκέπη]]· [[σκέπασμα]]».
|lstext='''σκέπη''': ἡ, ὡς τὸ Ἐπικ. [[σκέπας]] (ὃ ἴδε), [[σκέπασμα]], [[κάλυμμα]], [[ὑπεράσπισις]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 14· σκ. [[ἄκαπνος]] ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395· ἐπὶ ἱματίων, ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 285· ἐπὶ ὅπλων, Πολύβ. 6. 22, 3, κτλ.· ἐπὶ τῆς σαρκὸς ὡς ἐπικαλύμματος τῶν ἰστῶν, Τίμ. Λοκρ. 100Β· ἐπὶ τῆς [[κόμης]], σκέπης [[χάριν]] αἱ τρίχες Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 14, 3· δεῖσθαι σκέπης [[αὐτόθι]]· ἐν σκέπῃ [[εἶναι]] [[αὐτόθι]] 4. 10, 57· σκ. δερματικὴ ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 12. 2· σκ. [[φλοιῶτις]] = [[φλοιός]], Λυκόφρ. 1422. ΙΙ. [[προφύλαξις]], [[προστασία]], τὰ δεόμενα σκέπης, τὰ μέρη τοῦ σώματος τὰ ἔχοντα ἀνάγκην προφυλάξεως, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 9· σκιάν καὶ σκ. παρέχειν Πλάτ. Τίμ. 76D· ἐν σκέπῃ [[εἶναι]] Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 57· σκέπην ἔχειν Διόδ. 5. 65. 2) μετὰ γεν., [[σκέπη]] πνευμάτων, [[προφύλαξις]] ἀπὸ τῶν ἀνέμων, Ἱππ. π. Ἀέρ. 181· [[οὕτως]], ἐν σκέπῃ τοῦ πολέμου Ἡρόδ. 7. 172, 215· τοῦ φόβου ὁ αὐτ. 1. 143· τοῦ κρύους Αἰλ. π. Ζ. 9. 57· - [[ἀλλά]], ὑποστέλλειν ἑαυτὸν ὑπὸ τὴν Ῥωμαίων σκέπην, ὑπὸ τὴν προστασίαν αὐτῶν, Πολύβ. 1. 16, 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σκέπη]]· [[σκέπασμα]]».
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />ce qui protège, abri ; <i>fig.</i> [[ἐν]] σκέπῃ [[τοῦ]] πολέμου HDT, [[τοῦ]] κινδύνου ÉL à l'abri de la guerre, du danger.<br />'''Étymologie:''' R. Σκεπ, couvrir, protéger ; v. [[σκέπας]].
}}
}}
{{grml
{{grml