Anonymous

σκέπη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ης (ἡ) :<br />ce qui protège, abri ; <i>fig.</i> [[ἐν]] σκέπῃ [[τοῦ]] πολέμου HDT, [[τοῦ]] κινδύνου ÉL à l'abri de la guerre, du danger.<br />'''Étymologie:''' R. Σκεπ, couvrir, protéger ; v. [[σκέπας]].
|btext=ης (ἡ) :<br />ce qui protège, abri ; <i>fig.</i> [[ἐν]] σκέπῃ [[τοῦ]] πολέμου HDT, [[τοῦ]] κινδύνου ÉL à l'abri de la guerre, du danger.<br />'''Étymologie:''' R. Σκεπ, couvrir, protéger ; v. [[σκέπας]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκέπη''': , ὡς τὸ Ἐπικ. [[σκέπας]] (ὃ ἴδε), [[σκέπασμα]], [[κάλυμμα]], [[ὑπεράσπισις]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 14· σκ. [[ἄκαπνος]] ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395· ἐπὶ ἱματίων, ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 285· ἐπὶ ὅπλων, Πολύβ. 6. 22, 3, κτλ.· ἐπὶ τῆς σαρκὸς ὡς ἐπικαλύμματος τῶν ἰστῶν, Τίμ. Λοκρ. 100Β· ἐπὶ τῆς [[κόμης]], σκέπης [[χάριν]] αἱ τρίχες Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 14, 3· δεῖσθαι σκέπης [[αὐτόθι]]· ἐν σκέπῃ [[εἶναι]] [[αὐτόθι]] 4. 10, 57· σκ. δερματικὴ ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 12. 2· σκ. [[φλοιῶτις]] = [[φλοιός]], Λυκόφρ. 1422. ΙΙ. [[προφύλαξις]], [[προστασία]], τὰ δεόμενα σκέπης, τὰ μέρη τοῦ σώματος τὰ ἔχοντα ἀνάγκην προφυλάξεως, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 9· σκιάν καὶ σκ. παρέχειν Πλάτ. Τίμ. 76D· ἐν σκέπῃ [[εἶναι]] Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 57· σκέπην ἔχειν Διόδ. 5. 65. 2) μετὰ γεν., [[σκέπη]] πνευμάτων, [[προφύλαξις]] ἀπὸ τῶν ἀνέμων, Ἱππ. π. Ἀέρ. 181· [[οὕτως]], ἐν σκέπῃ τοῦ πολέμου Ἡρόδ. 7. 172, 215· τοῦ φόβου ὁ αὐτ. 1. 143· τοῦ κρύους Αἰλ. π. Ζ. 9. 57· - [[ἀλλά]], ὑποστέλλειν ἑαυτὸν ὑπὸ τὴν Ῥωμαίων σκέπην, ὑπὸ τὴν προστασίαν αὐτῶν, Πολύβ. 1. 16, 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σκέπη]]· [[σκέπασμα]]».
|elnltext=σκέπη -ης, ἡ [σκέπας] bedekking, bescherming:; τὰ δεόμενα σκέπης τοῦ ἀνθρώπου de delen van de mens die bescherming behoeven Xen. Mem. 3.10.9; met gen. beschut tegen, veilig voor:. ἐν σκέπῃ τοῦ φόβου gevrijwaard van angst Hdt. 1.143.1.
}}
{{elru
|elrutext='''σκέπη:''' ἡ [[защита]], [[прикрытие]], [[укрытие]], [[покров]] Plat.: τὰ δεόμενα σκέπης Xen. нуждающиеся в защите, т. е. наиболее уязвимые части тела; σ. δερματική Arst. кожный покров; σ. καὶ [[ὑπόδυσις]] [[φυσική]] Diod. естественное укрытие; ἐν σκέπῃ τοῦ φόβου εἶναι Her. не иметь повода к страху, быть вне опасности; ὑποστείλας ἑαυτὸν ὑπὸ τὴν Ῥωμαίων σκέπην Polyb. поставив себя под защиту римлян.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σκέπη:''' ἡ ([[σκέπω]]), [[κάλυμμα]], [[καταφύγιο]], [[προστασία]], σε Ξεν.· με γεν., <i>ἐν σκέπῃ τοῦ πολέμου</i>, έχοντας [[προστασία]] [[έναντι]] του πολέμου, σε Ηρόδ.· <i>ὑπὸ τὴν Ῥωμαίων σκέπην</i>, υπό την [[προστασία]] των Ρωμαίων, σε Πολύβ.
|lsmtext='''σκέπη:''' ἡ ([[σκέπω]]), [[κάλυμμα]], [[καταφύγιο]], [[προστασία]], σε Ξεν.· με γεν., <i>ἐν σκέπῃ τοῦ πολέμου</i>, έχοντας [[προστασία]] [[έναντι]] του πολέμου, σε Ηρόδ.· <i>ὑπὸ τὴν Ῥωμαίων σκέπην</i>, υπό την [[προστασία]] των Ρωμαίων, σε Πολύβ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκέπη:''' ἡ [[защита]], [[прикрытие]], [[укрытие]], [[покров]] Plat.: τὰ δεόμενα σκέπης Xen. нуждающиеся в защите, т. е. наиболее уязвимые части тела; σ. δερματική Arst. кожный покров; σ. καὶ [[ὑπόδυσις]] [[φυσική]] Diod. естественное укрытие; ἐν σκέπῃ τοῦ φόβου εἶναι Her. не иметь повода к страху, быть вне опасности; ὑποστείλας ἑαυτὸν ὑπὸ τὴν Ῥωμαίων σκέπην Polyb. поставив себя под защиту римлян.
|lstext='''σκέπη''': , ὡς τὸ Ἐπικ. [[σκέπας]] (ὃ ἴδε), [[σκέπασμα]], [[κάλυμμα]], [[ὑπεράσπισις]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 14· σκ. [[ἄκαπνος]] ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395· ἐπὶ ἱματίων, ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 285· ἐπὶ ὅπλων, Πολύβ. 6. 22, 3, κτλ.· ἐπὶ τῆς σαρκὸς ὡς ἐπικαλύμματος τῶν ἰστῶν, Τίμ. Λοκρ. 100Β· ἐπὶ τῆς [[κόμης]], σκέπης [[χάριν]] αἱ τρίχες Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 14, 3· δεῖσθαι σκέπης [[αὐτόθι]]· ἐν σκέπῃ [[εἶναι]] [[αὐτόθι]] 4. 10, 57· σκ. δερματικὴ ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 12. 2· σκ. [[φλοιῶτις]] = [[φλοιός]], Λυκόφρ. 1422. ΙΙ. [[προφύλαξις]], [[προστασία]], τὰ δεόμενα σκέπης, τὰ μέρη τοῦ σώματος τὰ ἔχοντα ἀνάγκην προφυλάξεως, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 9· σκιάν καὶ σκ. παρέχειν Πλάτ. Τίμ. 76D· ἐν σκέπῃ [[εἶναι]] Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 57· σκέπην ἔχειν Διόδ. 5. 65. 2) μετὰ γεν., [[σκέπη]] πνευμάτων, [[προφύλαξις]] ἀπὸ τῶν ἀνέμων, Ἱππ. π. Ἀέρ. 181· [[οὕτως]], ἐν σκέπῃ τοῦ πολέμου Ἡρόδ. 7. 172, 215· τοῦ φόβου ὁ αὐτ. 1. 143· τοῦ κρύους Αἰλ. π. Ζ. 9. 57· - [[ἀλλά]], ὑποστέλλειν ἑαυτὸν ὑπὸ τὴν Ῥωμαίων σκέπην, ὑπὸ τὴν προστασίαν αὐτῶν, Πολύβ. 1. 16, 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σκέπη]]· [[σκέπασμα]]».
}}
{{elnl
|elnltext=σκέπη -ης, [σκέπας] bedekking, bescherming:; τὰ δεόμενα σκέπης τοῦ ἀνθρώπου de delen van de mens die bescherming behoeven Xen. Mem. 3.10.9; met gen. beschut tegen, veilig voor:. ἐν σκέπῃ τοῦ φόβου gevrijwaard van angst Hdt. 1.143.1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj