Anonymous

σκεῦος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "cuccuma, boccale" to "cuccuma, boccale")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0894.png Seite 894]] τό, [[Geräth]] jeder Art (vgl. Poll. 10, 1 ff.), als Hausgeräth, Rüstung, Waffen, Kleidung; οἰνηρά, Eur. Ion 1179; τί δῆτ' ἔδει με ταῦτα τὰ σκεύη φέρειν, Ar. Ran. 12, vgl. 15; Eccl. 728; ἱερὰ σκεύη, Thuc. 2, 13; von einem Topfe, Plat. Hipp. mai. 288 e; τὸ περὶ τὸ ξυνθετὸν καὶ πλαστόν, ὃ δὴ σκεῦος ὠνομάκαμεν, Soph. 219 a; κλῖναί τε καὶ τράπεζαι καὶ τἄλλα σκεύη, Rep. II, 373 a; ξύλινα, Theaet. 146 e; ἔμπυρα καὶ ἄπυρα, Legg. III, 679 a; τῆς [[νεώς]], Lach. 183 e; σκευῶν ὅσα τριήρεσι προσήκει, Alles, was zur Ausrüstung der Trieren gehört, Critia. 117 d; vgl. Xen. Oec. 8, 12; τριηραρχικά, Dem. 47, 19; Pol. 22, 26, 13; ἐσθὴς καὶ σκεύη, Xen. An. 7, 4, 18; öfter vom Troß, Gepäck, Cyr. 5, 3, 40; [[ἀκόλουθος]] φέρων τὰ στρώματα καὶ τἄλλα σκεύη, Mem. 3, 13, 6; auch Instrument, z. B. des Flötenbläsers, Mem. 1, 7, 2; γεωργικά, Dem. 30, 28; τὰ σκεύη ἀπέδοσθε, alle Sachen verkaufen in der Auction, Lys. 19, 31. – Auch der Leib, als Werkzeug der Seele, heißt [[σκεῦος]], vgl. Plat. Soph. 219 u. N. T.; auch das Zeugungsglied, παιδοποιὸν σκεῦος, Ael. H. A. 17, 11. – Im verächtlichen Sinne, ein Diener, Helfershelfer, der sich von einem Andern als Werkzeug brauchen läßt, ὑπηρετικόν, Pol. 13, 5, 7. 15, 25. – Protagoras nannte die nomina neutra σκεύη, die sonst τὰ μεταξὺ ὀνόματα heißen, Arist. rhet. 3, 8 Soph. elench. 14, weil die Namen der Werkzeuge meist Neutra auf -ον sind.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0894.png Seite 894]] τό, [[Geräth]] jeder Art (vgl. Poll. 10, 1 ff.), als Hausgeräth, Rüstung, Waffen, Kleidung; οἰνηρά, Eur. Ion 1179; τί δῆτ' ἔδει με ταῦτα τὰ σκεύη φέρειν, Ar. Ran. 12, vgl. 15; Eccl. 728; ἱερὰ σκεύη, Thuc. 2, 13; von einem Topfe, Plat. Hipp. mai. 288 e; τὸ περὶ τὸ ξυνθετὸν καὶ πλαστόν, ὃ δὴ σκεῦος ὠνομάκαμεν, Soph. 219 a; κλῖναί τε καὶ τράπεζαι καὶ τἄλλα σκεύη, Rep. II, 373 a; ξύλινα, Theaet. 146 e; ἔμπυρα καὶ ἄπυρα, Legg. III, 679 a; τῆς [[νεώς]], Lach. 183 e; σκευῶν ὅσα τριήρεσι προσήκει, Alles, was zur Ausrüstung der Trieren gehört, Critia. 117 d; vgl. Xen. Oec. 8, 12; τριηραρχικά, Dem. 47, 19; Pol. 22, 26, 13; ἐσθὴς καὶ σκεύη, Xen. An. 7, 4, 18; öfter vom Troß, Gepäck, Cyr. 5, 3, 40; [[ἀκόλουθος]] φέρων τὰ στρώματα καὶ τἄλλα σκεύη, Mem. 3, 13, 6; auch Instrument, z. B. des Flötenbläsers, Mem. 1, 7, 2; γεωργικά, Dem. 30, 28; τὰ σκεύη ἀπέδοσθε, alle Sachen verkaufen in der Auction, Lys. 19, 31. – Auch der Leib, als Werkzeug der Seele, heißt [[σκεῦος]], vgl. Plat. Soph. 219 u. N. T.; auch das Zeugungsglied, παιδοποιὸν σκεῦος, Ael. H. A. 17, 11. – Im verächtlichen Sinne, ein Diener, Helfershelfer, der sich von einem Andern als Werkzeug brauchen läßt, ὑπηρετικόν, Pol. 13, 5, 7. 15, 25. – Protagoras nannte die nomina neutra σκεύη, die sonst τὰ μεταξὺ ὀνόματα heißen, Arist. rhet. 3, 8 Soph. elench. 14, weil die Namen der Werkzeuge meist Neutra auf -ον sind.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />tout objet d'équipement (meuble, outil, instrument, arme, agrès, harnais, <i>etc.</i>) ; <i>d'ord. au plur.</i> τὰ [[σκεύη]], <i>particul., en parl. d'une armée</i> l'équipement des hommes <i>ou</i> des chevaux, les bagages <i>en gén. ; t. de droit</i> tout objet mobilier;<br /><i>fig.</i> toute personne <i>ou</i> toute chose inerte, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> homme qui est l'instrument <i>ou</i> le complaisant d'un autre;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> nom neutre;<br /><b>3</b> <i>c.</i> [[αἰδοῖον]].<br />'''Étymologie:''' R. Σκυ, couvrir, envelopper, contenir ; cf. [[σκῦτος]], [[κύτος]], <i>lat.</i> scutum, cutis, obscurus.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκεῦος''': -εος, τό, (ἴδε ἐν τέλ.), [[ἀγγεῖον]] ἢ [[ἐργαλεῖον]] οἱονδήποτε, ἐν τῷ ἑνικ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 402, Θουκ. 4. 128· ἐν τῷ δυϊκ., σκεύη δύο χρησίμω Ἀριστοφ. Ἱππ. 983, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 595B· καὶ ἐν πληθ. κλῖναι καὶ [[τἆλλα]] σκεύη [[αὐτόθι]] 573Α, κ. ἀλλ.· - ἀλλ’ ὁ πληθ. [[πολλάκις]] κεῖται περιληπτικῶς, = πᾶν ὅ τι ἀνήκει εἰς ὅλον τι πλῆρες, [[ἔπιπλα]] οἴκου, σκεύη μαγειρικά, κττ., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ κτήνη καὶ τὴν ἀκίνητον περιουσίαν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1318, Λυσίας 154. 35, Πλάτ., κλπ.· σκ. γεωργικά, τὰ γεωργικὰ σκεύη ἢ ἐργαλεῖα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 552· σκ. [[ἱερά]], σκεύη καὶ ἐργαλεῖα [[ἱερά]], Θουκ. 2. 13· - ἰδίως ἐπὶ στρατιωτικῶν σκευῶν, καὶ τὰ περὶ τὸ [[σῶμα]] σκεύη ὁ αὐτ. 6. 31· τὰ τῶν ἵππων σκ. Ξεν. Κύρ. 4. 5, 55· οὕτω καὶ αἱ ἀποσκευαὶ στρατεύματος, καὶ [[καθόλου]] ἀποσκευαί, Λατιν. impendimenta, Ἀριστοφ. Βάτρ. 12, 15, Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 6· ὄνοι αὐτοῖς σκεύεσι, [[ὁμοῦ]] μὲ τὰ φορτία των, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 4,17. - τὰ τοῦ πλοίου ἀναγκαῖα, Πλάτ. Κριτί. 117D, Λάχ. 183Ε, Ξεν. Οἰκ. 8, 11· σκ. τριηρικὰ Δημ. 1145, 2· (οὕτω περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 17)· - πάντα τὰ εἴδη τῶν σκευῶν γράφονται ἐν τῷ καταλόγῳ ὑπὸ τοῦ Πολυδεύκους (Ι΄). 2) ἄψυχον ἀντικείμενον, [[πρᾶγμα]], ἀντίθετον τῷ [[ζῷον]], [[σῶμα]], Πλάτ. Πολ. 601D, Γοργ. 506D· - ὁ Πρωταγόρας ἐκάλει σκεύη πάντα τὰ οὐδέτερα οὐσιαστικά, ἄρρενα καὶ [[θήλεα]] καὶ σκεύη Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 5· τὰ ἄλλως καλούμενα: τὰ μεταξὺ ὀνόματα, ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. Ἐλέγχ. 14, 4· - οὕτω, [[σκεῦος]] ὑπηρετικόν, [[πρόσωπον]] ὑπάλληλον ἢ δευτερεῦον, χρησιμεῦον ὡς ἁπλοῦν [[ὄργανον]], Πολύβ. 13. 5, 7· - ἐν τῇ Καινῇ Διαθ. ἐπὶ καλῆς σημασίας, σκ. ἐκλογῆς, ἐκλεκτὸν [[ὄργανον]] εἰς τὴν χεῖρα τοῦ Θεοῦ, ἐπὶ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 15. II. τὸ [[σκεῦος]], τὸ [[σῶμα]] ὡς τὸ περιέχον τὴν ψυχήν· ἡ δὲ μεταφορὰ αὕτη σαφῶς ἐκφέρεται ἐν τῇ πρὸς Κορινθ. Β΄ Ἐπιστ. δ΄, 7, ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, πρβλ. Α΄ πρ. Θεσσ. δ΄, 4, Α΄ Πέτρ. γ΄, 7· - οὕτω τὸ [[σῶμα]] καλεῖται: τὸ τῆς ψυχῆς [[ἀγγεῖον]] παρὰ Φίλωνι 1. 223, 467· vas animi παρὰ Κικ. Tusc. 1. 22, πρβλ. Λουκρήτ. 6. 17. III. =[[αἰδοῖον]], Αἰλ. π. Ζ. 17. 11, Ἀνθ. Πλαν. 243· οὕτω vas παρὰ τῷ Πλαύτῳ. (Ἐκ τῆς √ΣΚΥ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ σκευή, σκευάζω· πιθαν. [[ὡσαύτως]] σκῦτος, κύτος (cutis)· ­- πρβλ. Σανσκρ. sku, sku-nômi (tego), Λατιν. ob-scurus, scū-tum, cŭ-tis· Ἀγγλο-Σαξον scu-a (umbra), húd (hide)· Σλαυ. sti-tu ([[ἀσπίς]])· Λιθ. sku-ra (δέρμα)· - πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[σκῦλον]], σκύλος). Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἀγγεῖον]] ἅπαν».
|lstext='''σκεῦος''': -εος, τό, (ἴδε ἐν τέλ.), [[ἀγγεῖον]] ἢ [[ἐργαλεῖον]] οἱονδήποτε, ἐν τῷ ἑνικ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 402, Θουκ. 4. 128· ἐν τῷ δυϊκ., σκεύη δύο χρησίμω Ἀριστοφ. Ἱππ. 983, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 595B· καὶ ἐν πληθ. κλῖναι καὶ [[τἆλλα]] σκεύη [[αὐτόθι]] 573Α, κ. ἀλλ.· - ἀλλ’ ὁ πληθ. [[πολλάκις]] κεῖται περιληπτικῶς, = πᾶν ὅ τι ἀνήκει εἰς ὅλον τι πλῆρες, [[ἔπιπλα]] οἴκου, σκεύη μαγειρικά, κττ., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ κτήνη καὶ τὴν ἀκίνητον περιουσίαν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1318, Λυσίας 154. 35, Πλάτ., κλπ.· σκ. γεωργικά, τὰ γεωργικὰ σκεύη ἢ ἐργαλεῖα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 552· σκ. [[ἱερά]], σκεύη καὶ ἐργαλεῖα [[ἱερά]], Θουκ. 2. 13· - ἰδίως ἐπὶ στρατιωτικῶν σκευῶν, καὶ τὰ περὶ τὸ [[σῶμα]] σκεύη ὁ αὐτ. 6. 31· τὰ τῶν ἵππων σκ. Ξεν. Κύρ. 4. 5, 55· οὕτω καὶ αἱ ἀποσκευαὶ στρατεύματος, καὶ [[καθόλου]] ἀποσκευαί, Λατιν. impendimenta, Ἀριστοφ. Βάτρ. 12, 15, Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 6· ὄνοι αὐτοῖς σκεύεσι, [[ὁμοῦ]] μὲ τὰ φορτία των, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 4,17. - τὰ τοῦ πλοίου ἀναγκαῖα, Πλάτ. Κριτί. 117D, Λάχ. 183Ε, Ξεν. Οἰκ. 8, 11· σκ. τριηρικὰ Δημ. 1145, 2· (οὕτω περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 17)· - πάντα τὰ εἴδη τῶν σκευῶν γράφονται ἐν τῷ καταλόγῳ ὑπὸ τοῦ Πολυδεύκους (Ι΄). 2) ἄψυχον ἀντικείμενον, [[πρᾶγμα]], ἀντίθετον τῷ [[ζῷον]], [[σῶμα]], Πλάτ. Πολ. 601D, Γοργ. 506D· - ὁ Πρωταγόρας ἐκάλει σκεύη πάντα τὰ οὐδέτερα οὐσιαστικά, ἄρρενα καὶ [[θήλεα]] καὶ σκεύη Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 5· τὰ ἄλλως καλούμενα: τὰ μεταξὺ ὀνόματα, ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. Ἐλέγχ. 14, 4· - οὕτω, [[σκεῦος]] ὑπηρετικόν, [[πρόσωπον]] ὑπάλληλον ἢ δευτερεῦον, χρησιμεῦον ὡς ἁπλοῦν [[ὄργανον]], Πολύβ. 13. 5, 7· - ἐν τῇ Καινῇ Διαθ. ἐπὶ καλῆς σημασίας, σκ. ἐκλογῆς, ἐκλεκτὸν [[ὄργανον]] εἰς τὴν χεῖρα τοῦ Θεοῦ, ἐπὶ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 15. II. τὸ [[σκεῦος]], τὸ [[σῶμα]] ὡς τὸ περιέχον τὴν ψυχήν· ἡ δὲ μεταφορὰ αὕτη σαφῶς ἐκφέρεται ἐν τῇ πρὸς Κορινθ. Β΄ Ἐπιστ. δ΄, 7, ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, πρβλ. Α΄ πρ. Θεσσ. δ΄, 4, Α΄ Πέτρ. γ΄, 7· - οὕτω τὸ [[σῶμα]] καλεῖται: τὸ τῆς ψυχῆς [[ἀγγεῖον]] παρὰ Φίλωνι 1. 223, 467· vas animi παρὰ Κικ. Tusc. 1. 22, πρβλ. Λουκρήτ. 6. 17. III. =[[αἰδοῖον]], Αἰλ. π. Ζ. 17. 11, Ἀνθ. Πλαν. 243· οὕτω vas παρὰ τῷ Πλαύτῳ. (Ἐκ τῆς √ΣΚΥ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ σκευή, σκευάζω· πιθαν. [[ὡσαύτως]] σκῦτος, κύτος (cutis)· ­- πρβλ. Σανσκρ. sku, sku-nômi (tego), Λατιν. ob-scurus, scū-tum, cŭ-tis· Ἀγγλο-Σαξον scu-a (umbra), húd (hide)· Σλαυ. sti-tu ([[ἀσπίς]])· Λιθ. sku-ra (δέρμα)· - πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[σκῦλον]], σκύλος). Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἀγγεῖον]] ἅπαν».
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />tout objet d'équipement (meuble, outil, instrument, arme, agrès, harnais, <i>etc.</i>) ; <i>d'ord. au plur.</i> τὰ [[σκεύη]], <i>particul., en parl. d'une armée</i> l'équipement des hommes <i>ou</i> des chevaux, les bagages <i>en gén. ; t. de droit</i> tout objet mobilier;<br /><i>fig.</i> toute personne <i>ou</i> toute chose inerte, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> homme qui est l'instrument <i>ou</i> le complaisant d'un autre;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> nom neutre;<br /><b>3</b> <i>c.</i> [[αἰδοῖον]].<br />'''Étymologie:''' R. Σκυ, couvrir, envelopper, contenir ; cf. [[σκῦτος]], [[κύτος]], <i>lat.</i> scutum, cutis, obscurus.
}}
}}
{{eles
{{eles