Anonymous

σκεῦος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />tout objet d'équipement (meuble, outil, instrument, arme, agrès, harnais, <i>etc.</i>) ; <i>d'ord. au plur.</i> τὰ [[σκεύη]], <i>particul., en parl. d'une armée</i> l'équipement des hommes <i>ou</i> des chevaux, les bagages <i>en gén. ; t. de droit</i> tout objet mobilier;<br /><i>fig.</i> toute personne <i>ou</i> toute chose inerte, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> homme qui est l'instrument <i>ou</i> le complaisant d'un autre;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> nom neutre;<br /><b>3</b> <i>c.</i> [[αἰδοῖον]].<br />'''Étymologie:''' R. Σκυ, couvrir, envelopper, contenir ; cf. [[σκῦτος]], [[κύτος]], <i>lat.</i> scutum, cutis, obscurus.
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />tout objet d'équipement (meuble, outil, instrument, arme, agrès, harnais, <i>etc.</i>) ; <i>d'ord. au plur.</i> τὰ [[σκεύη]], <i>particul., en parl. d'une armée</i> l'équipement des hommes <i>ou</i> des chevaux, les bagages <i>en gén. ; t. de droit</i> tout objet mobilier;<br /><i>fig.</i> toute personne <i>ou</i> toute chose inerte, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> homme qui est l'instrument <i>ou</i> le complaisant d'un autre;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> nom neutre;<br /><b>3</b> <i>c.</i> [[αἰδοῖον]].<br />'''Étymologie:''' R. Σκυ, couvrir, envelopper, contenir ; cf. [[σκῦτος]], [[κύτος]], <i>lat.</i> scutum, cutis, obscurus.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκεῦος''': -εος, τό, (ἴδε ἐν τέλ.), [[ἀγγεῖον]] ἢ [[ἐργαλεῖον]] οἱονδήποτε, ἐν τῷ ἑνικ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 402, Θουκ. 4. 128· ἐν τῷ δυϊκ., σκεύη δύο χρησίμω Ἀριστοφ. Ἱππ. 983, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 595B· καὶ ἐν πληθ. κλῖναι καὶ [[τἆλλα]] σκεύη [[αὐτόθι]] 573Α, κ. ἀλλ.· - ἀλλ’ ὁ πληθ. [[πολλάκις]] κεῖται περιληπτικῶς, = πᾶν ὅ τι ἀνήκει εἰς ὅλον τι πλῆρες, [[ἔπιπλα]] οἴκου, σκεύη μαγειρικά, κττ., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ κτήνη καὶ τὴν ἀκίνητον περιουσίαν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1318, Λυσίας 154. 35, Πλάτ., κλπ.· σκ. γεωργικά, τὰ γεωργικὰ σκεύη ἢ ἐργαλεῖα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 552· σκ. [[ἱερά]], σκεύη καὶ ἐργαλεῖα [[ἱερά]], Θουκ. 2. 13· - ἰδίως ἐπὶ στρατιωτικῶν σκευῶν, καὶ τὰ περὶ τὸ [[σῶμα]] σκεύη ὁ αὐτ. 6. 31· τὰ τῶν ἵππων σκ. Ξεν. Κύρ. 4. 5, 55· οὕτω καὶ αἱ ἀποσκευαὶ στρατεύματος, καὶ [[καθόλου]] ἀποσκευαί, Λατιν. impendimenta, Ἀριστοφ. Βάτρ. 12, 15, Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 6· ὄνοι αὐτοῖς σκεύεσι, [[ὁμοῦ]] μὲ τὰ φορτία των, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 4,17. - τὰ τοῦ πλοίου ἀναγκαῖα, Πλάτ. Κριτί. 117D, Λάχ. 183Ε, Ξεν. Οἰκ. 8, 11· σκ. τριηρικὰ Δημ. 1145, 2· (οὕτω περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 17)· - πάντα τὰ εἴδη τῶν σκευῶν γράφονται ἐν τῷ καταλόγῳ ὑπὸ τοῦ Πολυδεύκους (Ι΄). 2) ἄψυχον ἀντικείμενον, [[πρᾶγμα]], ἀντίθετον τῷ [[ζῷον]], [[σῶμα]], Πλάτ. Πολ. 601D, Γοργ. 506D· - ὁ Πρωταγόρας ἐκάλει σκεύη πάντα τὰ οὐδέτερα οὐσιαστικά, ἄρρενα καὶ [[θήλεα]] καὶ σκεύη Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 5· τὰ ἄλλως καλούμενα: τὰ μεταξὺ ὀνόματα, ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. Ἐλέγχ. 14, 4· - οὕτω, [[σκεῦος]] ὑπηρετικόν, [[πρόσωπον]] ὑπάλληλον ἢ δευτερεῦον, χρησιμεῦον ὡς ἁπλοῦν [[ὄργανον]], Πολύβ. 13. 5, 7· - ἐν τῇ Καινῇ Διαθ. ἐπὶ καλῆς σημασίας, σκ. ἐκλογῆς, ἐκλεκτὸν [[ὄργανον]] εἰς τὴν χεῖρα τοῦ Θεοῦ, ἐπὶ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 15. II. τὸ [[σκεῦος]], τὸ [[σῶμα]] ὡς τὸ περιέχον τὴν ψυχήν· ἡ δὲ μεταφορὰ αὕτη σαφῶς ἐκφέρεται ἐν τῇ πρὸς Κορινθ. Β΄ Ἐπιστ. δ΄, 7, ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, πρβλ. Α΄ πρ. Θεσσ. δ΄, 4, Α΄ Πέτρ. γ΄, 7· - οὕτω τὸ [[σῶμα]] καλεῖται: τὸ τῆς ψυχῆς [[ἀγγεῖον]] παρὰ Φίλωνι 1. 223, 467· vas animi παρὰ Κικ. Tusc. 1. 22, πρβλ. Λουκρήτ. 6. 17. III. =[[αἰδοῖον]], Αἰλ. π. Ζ. 17. 11, Ἀνθ. Πλαν. 243· οὕτω vas παρὰ τῷ Πλαύτῳ. (Ἐκ τῆς √ΣΚΥ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ σκευή, σκευάζω· πιθαν. [[ὡσαύτως]] σκῦτος, κύτος (cutis)· ­- πρβλ. Σανσκρ. sku, sku-nômi (tego), Λατιν. ob-scurus, scū-tum, cŭ-tis· Ἀγγλο-Σαξον scu-a (umbra), húd (hide)· Σλαυ. sti-tu ([[ἀσπίς]])· Λιθ. sku-ra (δέρμα)· - πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[σκῦλον]], σκύλος). Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἀγγεῖον]] ἅπαν».
|elnltext=σκεῦος -εος, contr. -ους, τό gerei stuk vaatwerk, beker:; κἂν ἐκβάλῃ σκεῦός τι en als ze een beker weggooit Aristoph. Th. 402; alg. plur. huisraad, meubilair; Lys. 19.31; christ. overdr. lichaam als vat van de ziel. NT 2 Cor. 4.7. werktuig:. γεωργικὰ σκεύη landbouwwerktuigen Aristoph. Pax 552. milit. uitrusting:; τὰ περὶ τὸ σῶμα σκεύη persoonlijke uitrusting Thuc. 6.31.3; tuig:. τὰ τῶν ἵππων σκεύη het tuig van de paarden Xen. Cyr. 4.5.55; τὰ... σκεύη τῶν νεῶν de tuigage van de schepen Thuc. 8.43.1. bagage:. πολλοὺς ὄνους κατεκρήμισεν αὐτοῖς σκεύασι vele ezels deed hij met bagage en al van de rotsen storten Xen. Hell. 5.4.17. voorwerp, ding; Plat. Resp. 601d; gramm.. τὰ γένη... ἄρρενα καὶ θήλεα καὶ σκεύη het mannelijk, vrouwelijk en onzijdig geslacht Aristot. Rh. 1407b8.
}}
{{elru
|elrutext='''σκεῦος:''' εος τό (преимущ. pl.)<br /><b class="num">1)</b> [[предмет обстановки]], [[утварь]] (τράπεζαι καὶ ἄλλα [[σκεύη]] Plat.): [[σκεύη]] [[ἱερά]] Thuc. [[священная утварь]];<br /><b class="num">2)</b> [[орудие]], [[принадлежность]] ([[σκεύη]] [[γεωργικά]] Arph.);<br /><b class="num">3)</b> [[снасть]] ([[парус]] и т. п.) (χαλᾶν τὸ σ. NT); pl. [[снаряжение]], [[снасти]] ([[σκεύη]] τριηρικά Dem.);<br /><b class="num">4)</b> [[одежда]], [[платье]]: [[ὅπλα]] καὶ τὰ περὶ τὸ [[σῶμα]] [[σκεύη]] Thuc. [[вооружение и обмундирование]];<br /><b class="num">5)</b> [[сбруя]] (τὰ τῶν ἵππων [[σκεύη]] Xen.);<br /><b class="num">6)</b> [[пожитки]], [[личные вещи]], [[багаж]] (τὰ [[σκεύη]] φέρειν Arph.);<br /><b class="num">7)</b> [[неодушевленный предмет]], [[вещь]] (σ. καὶ [[ζῷον]] Plat.);<br /><b class="num">8)</b> грам. [[слово среднего рода]]: ἄρρενα καὶ [[θήλεα]] καὶ [[σκεύη]] Arst. [[слова мужского]], [[женского и среднего рода]];<br /><b class="num">9)</b> [[сосуд]] (σ. ὄξους μεστόν NT);<br /><b class="num">10)</b> [[вместилище души]], т. е. [[тело]] (τὸ [[ἑαυτοῦ]] σ. [[κτᾶσθαι]] ἐν ἁγιασμῷ NT);<br /><b class="num">11)</b> [[предмет]] (воздействия) ([[σκεύη]] ὀργῆς и ἐλέους NT).
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''σκεῦος:''' -εος, τό,·<br /><b class="num">1.</b> [[δοχείο]], [[αγγείο]], [[εργαλείο]] ή [[σύνεργο]] οποιουδήποτε είδους, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· πληθ. με περιληπτική [[σημασία]], [[επίπλωση]], [[νοικοκυριό]], οικιακά [[σκεύη]], κινητή [[περιουσία]], σε Αριστοφ.· [[ιδίως]] λέγεται για στρατιωτικά εφόδια, [[εξοπλισμός]], στρατιωτική [[αποσκευή]], σε Θουκ., Ξεν.· αποσκευές, εφόδια, Λατ. impedimenta, σε Αριστοφ., Ξεν.· [[αρματωσιά]] ή εφόδια πλοίων, σε Ξεν., Κ.Δ.<br /><b class="num">2.</b> άψυχο [[αντικείμενο]], [[πράγμα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., τὸ [[σκεῦος]], το [[σώμα]] ως [[σκεύος]], που περιέχει την [[ψυχή]], σε Καινή Διαθήκη· [[σκεῦος]] ἐκλογῆς, το επιλεγμένο όργανο, λέγεται για τον Απόστολο Παύλο που επιλέχθηκε να κηρύξει το Θείο Λόγο, στο ίδ.
|lsmtext='''σκεῦος:''' -εος, τό,·<br /><b class="num">1.</b> [[δοχείο]], [[αγγείο]], [[εργαλείο]] ή [[σύνεργο]] οποιουδήποτε είδους, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· πληθ. με περιληπτική [[σημασία]], [[επίπλωση]], [[νοικοκυριό]], οικιακά [[σκεύη]], κινητή [[περιουσία]], σε Αριστοφ.· [[ιδίως]] λέγεται για στρατιωτικά εφόδια, [[εξοπλισμός]], στρατιωτική [[αποσκευή]], σε Θουκ., Ξεν.· αποσκευές, εφόδια, Λατ. impedimenta, σε Αριστοφ., Ξεν.· [[αρματωσιά]] ή εφόδια πλοίων, σε Ξεν., Κ.Δ.<br /><b class="num">2.</b> άψυχο [[αντικείμενο]], [[πράγμα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., τὸ [[σκεῦος]], το [[σώμα]] ως [[σκεύος]], που περιέχει την [[ψυχή]], σε Καινή Διαθήκη· [[σκεῦος]] ἐκλογῆς, το επιλεγμένο όργανο, λέγεται για τον Απόστολο Παύλο που επιλέχθηκε να κηρύξει το Θείο Λόγο, στο ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκεῦος:''' εος τό (преимущ. pl.)<br /><b class="num">1)</b> [[предмет обстановки]], [[утварь]] (τράπεζαι καὶ ἄλλα [[σκεύη]] Plat.): [[σκεύη]] [[ἱερά]] Thuc. [[священная утварь]];<br /><b class="num">2)</b> [[орудие]], [[принадлежность]] ([[σκεύη]] [[γεωργικά]] Arph.);<br /><b class="num">3)</b> [[снасть]] ([[парус]] и т. п.) (χαλᾶν τὸ σ. NT); pl. [[снаряжение]], [[снасти]] ([[σκεύη]] τριηρικά Dem.);<br /><b class="num">4)</b> [[одежда]], [[платье]]: [[ὅπλα]] καὶ τὰ περὶ τὸ [[σῶμα]] [[σκεύη]] Thuc. [[вооружение и обмундирование]];<br /><b class="num">5)</b> [[сбруя]] (τὰ τῶν ἵππων [[σκεύη]] Xen.);<br /><b class="num">6)</b> [[пожитки]], [[личные вещи]], [[багаж]] (τὰ [[σκεύη]] φέρειν Arph.);<br /><b class="num">7)</b> [[неодушевленный предмет]], [[вещь]] (σ. καὶ [[ζῷον]] Plat.);<br /><b class="num">8)</b> грам. [[слово среднего рода]]: ἄρρενα καὶ [[θήλεα]] καὶ [[σκεύη]] Arst. [[слова мужского]], [[женского и среднего рода]];<br /><b class="num">9)</b> [[сосуд]] . ὄξους μεστόν NT);<br /><b class="num">10)</b> [[вместилище души]], т. е. [[тело]] (τὸ [[ἑαυτοῦ]] σ. [[κτᾶσθαι]] ἐν ἁγιασμῷ NT);<br /><b class="num">11)</b> [[предмет]] (воздействия) ([[σκεύη]] ὀργῆς и ἐλέους NT).
|lstext='''σκεῦος''': -εος, τό, (ἴδε ἐν τέλ.), [[ἀγγεῖον]] [[ἐργαλεῖον]] οἱονδήποτε, ἐν τῷ ἑνικ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 402, Θουκ. 4. 128· ἐν τῷ δυϊκ., σκεύη δύο χρησίμω Ἀριστοφ. Ἱππ. 983, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 595B· καὶ ἐν πληθ. κλῖναι καὶ [[τἆλλα]] σκεύη [[αὐτόθι]] 573Α, κ. ἀλλ.· - ἀλλ’ ὁ πληθ. [[πολλάκις]] κεῖται περιληπτικῶς, = πᾶν ὅ τι ἀνήκει εἰς ὅλον τι πλῆρες, [[ἔπιπλα]] οἴκου, σκεύη μαγειρικά, κττ., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ κτήνη καὶ τὴν ἀκίνητον περιουσίαν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1318, Λυσίας 154. 35, Πλάτ., κλπ.· σκ. γεωργικά, τὰ γεωργικὰ σκεύη ἢ ἐργαλεῖα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 552· σκ. [[ἱερά]], σκεύη καὶ ἐργαλεῖα [[ἱερά]], Θουκ. 2. 13· - ἰδίως ἐπὶ στρατιωτικῶν σκευῶν, καὶ τὰ περὶ τὸ [[σῶμα]] σκεύη ὁ αὐτ. 6. 31· τὰ τῶν ἵππων σκ. Ξεν. Κύρ. 4. 5, 55· οὕτω καὶ αἱ ἀποσκευαὶ στρατεύματος, καὶ [[καθόλου]] ἀποσκευαί, Λατιν. impendimenta, Ἀριστοφ. Βάτρ. 12, 15, Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 6· ὄνοι αὐτοῖς σκεύεσι, [[ὁμοῦ]] μὲ τὰ φορτία των, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 4,17. - τὰ τοῦ πλοίου ἀναγκαῖα, Πλάτ. Κριτί. 117D, Λάχ. 183Ε, Ξεν. Οἰκ. 8, 11· σκ. τριηρικὰ Δημ. 1145, (οὕτω περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 17)· - πάντα τὰ εἴδη τῶν σκευῶν γράφονται ἐν τῷ καταλόγῳ ὑπὸ τοῦ Πολυδεύκους (Ι΄). 2) ἄψυχον ἀντικείμενον, [[πρᾶγμα]], ἀντίθετον τῷ [[ζῷον]], [[σῶμα]], Πλάτ. Πολ. 601D, Γοργ. 506D· - ὁ Πρωταγόρας ἐκάλει σκεύη πάντα τὰ οὐδέτερα οὐσιαστικά, ἄρρενα καὶ [[θήλεα]] καὶ σκεύη Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 5· τὰ ἄλλως καλούμενα: τὰ μεταξὺ ὀνόματα, ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. Ἐλέγχ. 14, 4· - οὕτω, [[σκεῦος]] ὑπηρετικόν, [[πρόσωπον]] ὑπάλληλον ἢ δευτερεῦον, χρησιμεῦον ὡς ἁπλοῦν [[ὄργανον]], Πολύβ. 13. 5, 7· - ἐν τῇ Καινῇ Διαθ. ἐπὶ καλῆς σημασίας, σκ. ἐκλογῆς, ἐκλεκτὸν [[ὄργανον]] εἰς τὴν χεῖρα τοῦ Θεοῦ, ἐπὶ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 15. II. τὸ [[σκεῦος]], τὸ [[σῶμα]] ὡς τὸ περιέχον τὴν ψυχήν· ἡ δὲ μεταφορὰ αὕτη σαφῶς ἐκφέρεται ἐν τῇ πρὸς Κορινθ. Β΄ Ἐπιστ. δ΄, 7, ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, πρβλ. Α΄ πρ. Θεσσ. δ΄, 4, Α΄ Πέτρ. γ΄, 7· - οὕτω τὸ [[σῶμα]] καλεῖται: τὸ τῆς ψυχῆς [[ἀγγεῖον]] παρὰ Φίλωνι 1. 223, 467· vas animi παρὰ Κικ. Tusc. 1. 22, πρβλ. Λουκρήτ. 6. 17. III. =[[αἰδοῖον]], Αἰλ. π. Ζ. 17. 11, Ἀνθ. Πλαν. 243· οὕτω vas παρὰ τῷ Πλαύτῳ. (Ἐκ τῆς √ΣΚΥ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ σκευή, σκευάζω· πιθαν. [[ὡσαύτως]] σκῦτος, κύτος (cutis)· ­- πρβλ. Σανσκρ. sku, sku-nômi (tego), Λατιν. ob-scurus, scū-tum, cŭ-tis· Ἀγγλο-Σαξον scu-a (umbra), húd (hide)· Σλαυ. sti-tu ([[ἀσπίς]])· Λιθ. sku-ra (δέρμα)· - πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[σκῦλον]], σκύλος). Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἀγγεῖον]] ἅπαν».
}}
{{elnl
|elnltext=σκεῦος -εος, contr. -ους, τό gerei stuk vaatwerk, beker:; κἂν ἐκβάλῃ σκεῦός τι en als ze een beker weggooit Aristoph. Th. 402; alg. plur. huisraad, meubilair; Lys. 19.31; christ. overdr. lichaam als vat van de ziel. NT 2 Cor. 4.7. werktuig:. γεωργικὰ σκεύη landbouwwerktuigen Aristoph. Pax 552. milit. uitrusting:; τὰ περὶ τὸ σῶμα σκεύη persoonlijke uitrusting Thuc. 6.31.3; tuig:. τὰ τῶν ἵππων σκεύη het tuig van de paarden Xen. Cyr. 4.5.55; τὰ... σκεύη τῶν νεῶν de tuigage van de schepen Thuc. 8.43.1. bagage:. πολλοὺς ὄνους κατεκρήμισεν αὐτοῖς σκεύασι vele ezels deed hij met bagage en al van de rotsen storten Xen. Hell. 5.4.17. voorwerp, ding; Plat. Resp. 601d; gramm.. τὰ γένη... ἄρρενα καὶ θήλεα καὶ σκεύη het mannelijk, vrouwelijk en onzijdig geslacht Aristot. Rh. 1407b8.
}}
}}
{{etym
{{etym