Anonymous

σπαράσσω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0916.png Seite 916]] att. -ττω, [[zerren]], zupfen, [[zerreißen]], zerfleischen; φάραγγα βροντῇ καὶ κεραυνίᾳ φλογὶ πατὴρ σπαράξει τήνδε, Aesch. Prom. 1020; σάρκας ἐσπάραξ' ἀπ' ὀστέων, Eur. Med. 1217 (vgl. Plut. Artax. 18 Luc. Tox. 43); auch med., οὐ σπαράξομαι κόμαν, Andr. 1210; ἄνδρα σπαράττων καὶ ταράττων καὶ κυκῶν, Ar. Ach. 658; τῷ ἕλκειν καὶ σπαράττειν τῷ λόγῳ τοὺς πλησίον, Plat. Rep. VII, 539 b, schmähen, wie σπαράττειν τὰς κληρωτὰς ἀρχάς, Dem. 25, 50; ὑπὸ πιθήκων καὶ ἀλωπέκων σπαράττεσθαι, Luc. Alex. 2; λώβαις σπαράττειν τινά, Einen durch Schmach und Verderben zu Grunde richten, Lycophr. 656.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0916.png Seite 916]] att. -ττω, [[zerren]], zupfen, [[zerreißen]], zerfleischen; φάραγγα βροντῇ καὶ κεραυνίᾳ φλογὶ πατὴρ σπαράξει τήνδε, Aesch. Prom. 1020; σάρκας ἐσπάραξ' ἀπ' ὀστέων, Eur. Med. 1217 (vgl. Plut. Artax. 18 Luc. Tox. 43); auch med., οὐ σπαράξομαι κόμαν, Andr. 1210; ἄνδρα σπαράττων καὶ ταράττων καὶ κυκῶν, Ar. Ach. 658; τῷ ἕλκειν καὶ σπαράττειν τῷ λόγῳ τοὺς πλησίον, Plat. Rep. VII, 539 b, schmähen, wie σπαράττειν τὰς κληρωτὰς ἀρχάς, Dem. 25, 50; ὑπὸ πιθήκων καὶ ἀλωπέκων σπαράττεσθαι, Luc. Alex. 2; λώβαις σπαράττειν τινά, Einen durch Schmach und Verderben zu Grunde richten, Lycophr. 656.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐσπάραξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐσπαράχθην;<br />déchirer ; saisir (comme pour arracher) : κόμης EUR par la chevelure;<br /><i><b>Moy.</b></i> σπαράσσομαι s'arracher : κόμαν EUR les cheveux.<br />'''Étymologie:''' [[σπάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σπᾰράσσω''': Ἀττ. -ττω· μέλλ. -ξω Αἰσχύλ. Πρ. 1018· ἀόρ. ἐσπάραξα Βαβρ. 95. 40, (κατ-) Ἀριστοφ. Ἱππ. 729. - Μέσ., μέλλ. -ξομαι Εὐρ. Ἀνδρ. 1209, (ἐν Ι. Α. 1459 ἤδη φέρεται ἐκ διορθώσεως σπαράσσεσθαι ἐπὶ παθητ. σημασίας). - Παθ., πρκμ. ἐσπάρακται (δι-) Εὔβουλος ἐν «Αὐγ.» 1. (Συγγενὲς τῷ [[σπαίρω]]). Διασπαράττω, «ξεσχίζω», «κατακομματιάζω», Λατ. lacerare, [[μάλιστα]] ἐπὶ κυνῶν, ἐπὶ σαρκοβόρων ζῴων καὶ τῶν τοιούτων, σπ. σάρκας ἀπ’ ὀστέων Εὐρ. Μήδ. 1217· [[ὡσαύτως]], σπ. τὰς γνάθους Ἀριστοφ. Βάτρ. 424. - Μέσ., σπαράσσεσθαι κόμας, [[τίλλω]], μαδῶ τὴν κόμην μου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1209. 2) [[διασχίζω]], ἀνοίγω εἰς δύο, φάραγγα βροντῇ .. πατὴρ σπαράξει Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. 3) μεταφορ., ἐνοχλῶ καθ’ ὑπερβολήν, ἐπιτίθεμαι, [[προσβάλλω]], Λατ. conviciis lacerare, ἄνδρα σπαράττων καὶ ταράττων καὶ κυκῶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 688· σπ. τινὰ τῷ λόγῳ [[ὥσπερ]] σκυλάκια Πλάτ. Πολ. 539B· τὰς ἀρχὰς Δημ. 785. 18, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 641· λώβαις σπ. τινὰ Λυκόφρ. 656. 4) Ἰατρικ., σπ. στόμαχον, [[ἐπιφέρω]] ναυτίαν ἢ ἔμετον, Γαλην.· οὕτω, σπαρακτέον Ὀρειβάσ. 136 Matth, - Παθ., σπ. ἀνημέτως, ἀγωνιῶ χωρὶς νὰ [[δύναμαι]] νὰ ἐμέσω - Ἱππ. 207Η. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σπαρασσόμεθα· ξεόμεθα. ταραττόμεθα».
|lstext='''σπᾰράσσω''': Ἀττ. -ττω· μέλλ. -ξω Αἰσχύλ. Πρ. 1018· ἀόρ. ἐσπάραξα Βαβρ. 95. 40, (κατ-) Ἀριστοφ. Ἱππ. 729. - Μέσ., μέλλ. -ξομαι Εὐρ. Ἀνδρ. 1209, (ἐν Ι. Α. 1459 ἤδη φέρεται ἐκ διορθώσεως σπαράσσεσθαι ἐπὶ παθητ. σημασίας). - Παθ., πρκμ. ἐσπάρακται (δι-) Εὔβουλος ἐν «Αὐγ.» 1. (Συγγενὲς τῷ [[σπαίρω]]). Διασπαράττω, «ξεσχίζω», «κατακομματιάζω», Λατ. lacerare, [[μάλιστα]] ἐπὶ κυνῶν, ἐπὶ σαρκοβόρων ζῴων καὶ τῶν τοιούτων, σπ. σάρκας ἀπ’ ὀστέων Εὐρ. Μήδ. 1217· [[ὡσαύτως]], σπ. τὰς γνάθους Ἀριστοφ. Βάτρ. 424. - Μέσ., σπαράσσεσθαι κόμας, [[τίλλω]], μαδῶ τὴν κόμην μου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1209. 2) [[διασχίζω]], ἀνοίγω εἰς δύο, φάραγγα βροντῇ .. πατὴρ σπαράξει Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. 3) μεταφορ., ἐνοχλῶ καθ’ ὑπερβολήν, ἐπιτίθεμαι, [[προσβάλλω]], Λατ. conviciis lacerare, ἄνδρα σπαράττων καὶ ταράττων καὶ κυκῶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 688· σπ. τινὰ τῷ λόγῳ [[ὥσπερ]] σκυλάκια Πλάτ. Πολ. 539B· τὰς ἀρχὰς Δημ. 785. 18, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 641· λώβαις σπ. τινὰ Λυκόφρ. 656. 4) Ἰατρικ., σπ. στόμαχον, [[ἐπιφέρω]] ναυτίαν ἢ ἔμετον, Γαλην.· οὕτω, σπαρακτέον Ὀρειβάσ. 136 Matth, - Παθ., σπ. ἀνημέτως, ἀγωνιῶ χωρὶς νὰ [[δύναμαι]] νὰ ἐμέσω - Ἱππ. 207Η. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σπαρασσόμεθα· ξεόμεθα. ταραττόμεθα».
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐσπάραξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐσπαράχθην;<br />déchirer ; saisir (comme pour arracher) : κόμης EUR par la chevelure;<br /><i><b>Moy.</b></i> σπαράσσομαι s'arracher : κόμαν EUR les cheveux.<br />'''Étymologie:''' [[σπάω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR