3,274,216
edits
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0898.png Seite 898]] ionisch σκιητροφέω, intrans., im Schatten erzogen werden, aufwachsen, d. i. im Hause, in der Stube, hinterm Ofen, bei sitzender Lebensart aufwachsen; dah. weichlich, ohne gehörige Abhärtung erzogen werden, eine weichliche Lebensart führen, Her. 3, 12, der eben so auch das pass. braucht, σκηνὰς πηξάμενοι ἐσκιητροφέοντο, 6, 12, sie lebten weichlich im Schatten; hier wie bei Plat. Rep. VIII, 556 d, πλουσίῳ ἐσκιατροφηκότι, ist [[varia lectio|v.l.]] [[σκιατραφέω]], wie auch Xen. Oec. 4, 2 καθῆσθαι καὶ σκιατραφεῖσθαι sieht; Theophr. u. a. Sp. Vgl. Lob. Phryn. 578. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0898.png Seite 898]] ionisch σκιητροφέω, intrans., im Schatten erzogen werden, aufwachsen, d. i. im Hause, in der Stube, hinterm Ofen, bei sitzender Lebensart aufwachsen; dah. weichlich, ohne gehörige Abhärtung erzogen werden, eine weichliche Lebensart führen, Her. 3, 12, der eben so auch das pass. braucht, σκηνὰς πηξάμενοι ἐσκιητροφέοντο, 6, 12, sie lebten weichlich im Schatten; hier wie bei Plat. Rep. VIII, 556 d, πλουσίῳ ἐσκιατροφηκότι, ist [[varia lectio|v.l.]] [[σκιατραφέω]], wie auch Xen. Oec. 4, 2 καθῆσθαι καὶ σκιατραφεῖσθαι sieht; Theophr. u. a. Sp. Vgl. Lob. Phryn. 578. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>tr.</i> élever à l'ombre, <i>càd</i> à la maison, d'une manière trop sédentaire <i>ou</i> molle ; <i>Pass.</i> vivre mollement;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> vivre mollement.<br />'''Étymologie:''' [[σκιά]], [[τροφή]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκιᾱτροφέω''': Ἰων. σκιητροφέω· παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]] σκιᾱτρᾰφέω, ἴδε κατωτ. καὶ πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 578· ([[σκιά]], [[τρέφω]]). Ἀνατρέφω ἐν τῇ σκιᾷ ἢ ἐντὸς τῆς οἰκίας, δηλ. [[ἀνατρέφω]] τρυφηλῶς, σκ. τὰ σώματα Μάξ. Τύρ. 28. 3. ― Παθ., [[μένω]] ἐν τῇ σκιᾷ συνεχῶς, [[ἀποφεύγω]] τὸν ἥλιον καὶ τὸν κόπον, σκηνὰς πηξάμενοι ἐσκιητροφέοντο Ἡρόδ. 6. 12· μὴ σκιατραφούμενος Ποιητὴς παρὰ Στοβ. 520. 38· καθῆσθαι καὶ σκιατραφεῖσθαι Ξεν. Οἰκ. 4, 2· ἐσκιατραφημένη σωμάτων [[ἕξις]] Πλούτ. 2. 8D· ἐπὶ φυτῶν, φύομαι καὶ αὐξάνομαι ἐν τῇ σκιᾷ, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 7, 4. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., φορῶ καλύπτραν ἢ κουκοῦλαν, ἔχω τὴν κεφαλὴν κεκαλυμμένην, σκιητροφέουσι, ... τιάρας φορέοντες Ἡρόδ. 3. 12· [[ἐντεῦθεν]] καὶ ὡς τὸ παθητ., [[πλούσιος]] ἐσκιατροφηκώς, [[ἄνθρωπος]] [[πλούσιος]] καὶ ἐκτεθηλυμμένος, ἀντίθετον τῷ, [[πένης]] ἡλιωμένος, δηλ. πτωχὸς ἐκτεθειμένος ὅλην τὴν ἡμέραν εἰς τὸν ἥλιον, Πλάτ. Πόλ. 556D, πρβλ. Φαῖδρ. 23C, Pers. Sat. 4. 18, 33. | |lstext='''σκιᾱτροφέω''': Ἰων. σκιητροφέω· παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]] σκιᾱτρᾰφέω, ἴδε κατωτ. καὶ πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 578· ([[σκιά]], [[τρέφω]]). Ἀνατρέφω ἐν τῇ σκιᾷ ἢ ἐντὸς τῆς οἰκίας, δηλ. [[ἀνατρέφω]] τρυφηλῶς, σκ. τὰ σώματα Μάξ. Τύρ. 28. 3. ― Παθ., [[μένω]] ἐν τῇ σκιᾷ συνεχῶς, [[ἀποφεύγω]] τὸν ἥλιον καὶ τὸν κόπον, σκηνὰς πηξάμενοι ἐσκιητροφέοντο Ἡρόδ. 6. 12· μὴ σκιατραφούμενος Ποιητὴς παρὰ Στοβ. 520. 38· καθῆσθαι καὶ σκιατραφεῖσθαι Ξεν. Οἰκ. 4, 2· ἐσκιατραφημένη σωμάτων [[ἕξις]] Πλούτ. 2. 8D· ἐπὶ φυτῶν, φύομαι καὶ αὐξάνομαι ἐν τῇ σκιᾷ, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 7, 4. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., φορῶ καλύπτραν ἢ κουκοῦλαν, ἔχω τὴν κεφαλὴν κεκαλυμμένην, σκιητροφέουσι, ... τιάρας φορέοντες Ἡρόδ. 3. 12· [[ἐντεῦθεν]] καὶ ὡς τὸ παθητ., [[πλούσιος]] ἐσκιατροφηκώς, [[ἄνθρωπος]] [[πλούσιος]] καὶ ἐκτεθηλυμμένος, ἀντίθετον τῷ, [[πένης]] ἡλιωμένος, δηλ. πτωχὸς ἐκτεθειμένος ὅλην τὴν ἡμέραν εἰς τὸν ἥλιον, Πλάτ. Πόλ. 556D, πρβλ. Φαῖδρ. 23C, Pers. Sat. 4. 18, 33. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |