Anonymous

σκιατροφέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>tr.</i> élever à l'ombre, <i>càd</i> à la maison, d'une manière trop sédentaire <i>ou</i> molle ; <i>Pass.</i> vivre mollement;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> vivre mollement.<br />'''Étymologie:''' [[σκιά]], [[τροφή]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>tr.</i> élever à l'ombre, <i>càd</i> à la maison, d'une manière trop sédentaire <i>ou</i> molle ; <i>Pass.</i> vivre mollement;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> vivre mollement.<br />'''Étymologie:''' [[σκιά]], [[τροφή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκιᾱτροφέω''': Ἰων. σκιητροφέω· παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]] σκιᾱτρᾰφέω, ἴδε κατωτ. καὶ πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 578· ([[σκιά]], [[τρέφω]]). Ἀνατρέφω ἐν τῇ σκιᾷ ἢ ἐντὸς τῆς οἰκίας, δηλ. [[ἀνατρέφω]] τρυφηλῶς, σκ. τὰ σώματα Μάξ. Τύρ. 28. 3. ― Παθ., [[μένω]] ἐν τῇ σκιᾷ συνεχῶς, [[ἀποφεύγω]] τὸν ἥλιον καὶ τὸν κόπον, σκηνὰς πηξάμενοι ἐσκιητροφέοντο Ἡρόδ. 6. 12· μὴ σκιατραφούμενος Ποιητὴς παρὰ Στοβ. 520. 38· καθῆσθαι καὶ σκιατραφεῖσθαι Ξεν. Οἰκ. 4, 2· ἐσκιατραφημένη σωμάτων [[ἕξις]] Πλούτ. 2. 8D· ἐπὶ φυτῶν, φύομαι καὶ αὐξάνομαι ἐν τῇ σκιᾷ, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 7, 4. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., φορῶ καλύπτραν ἢ κουκοῦλαν, ἔχω τὴν κεφαλὴν κεκαλυμμένην, σκιητροφέουσι, ... τιάρας φορέοντες Ἡρόδ. 3. 12· [[ἐντεῦθεν]] καὶ ὡς τὸ παθητ., [[πλούσιος]] ἐσκιατροφηκώς, [[ἄνθρωπος]] [[πλούσιος]] καὶ ἐκτεθηλυμμένος, ἀντίθετον τῷ, [[πένης]] ἡλιωμένος, δηλ. πτωχὸς ἐκτεθειμένος ὅλην τὴν ἡμέραν εἰς τὸν ἥλιον, Πλάτ. Πόλ. 556D, πρβλ. Φαῖδρ. 23C, Pers. Sat. 4. 18, 33.
|elnltext=σκιατροφέω [σκιά, τρέφω] ook σκιατραφέω, Ion. σκιητροφέω in de schaduw opgroeien, in de schaduw leven ( overdr. voor een beschermd, lui leven leiden). πλούσιος ἐσκιατροφηκώς een rijke man die altijd een beschermd leventje had geleid Plat. Resp. 556d. in de schaduw houden:; σκιητροφέουσι ( τὰς κεφαλάς ) (de Perzen) houden ze (hun hoofden) in de schaduw Hdt. 3.12.4; med.. ἐσκιητροφέοντο ze hielden zich in de schaduw op Hdt. 6.12.4.
}}
{{elru
|elrutext='''σκιᾱτροφέω:''' ион. [[σκιητροφέω]], атт. [[varia lectio|v.l.]] σκιᾱτρᾰφέω досл. держать или воспитывать в тени, перен. нежить, холить: σκιητροφέουσι (sc. τὰς κεφαλὰς) πίλους τιήρας φορέοντες Her. (египтяне) изнеживают себе головы, нося войлочные тиары; σκηνὰς πηξάμενοι ἐσκιητροφέοντο Her. разбив палатки, они наслаждались тенью; [[πλούσιος]] ἐσκιατροφηκώς Plat. изнеженный богач; ἐσκιατροφημένη σωμάτων [[ἕξις]] Plut. физическая изнеженность.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκῐᾱτροφέω:''' ή -τρᾰφέω, Ιων. [[σκιητροφέω]], μέλ. <i>-ήσω</i> ([[τρέφω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ανατρέφω]] στη [[σκιά]], δηλ. [[ανατρέφω]] κατ' οίκον, με [[τρυφή]] — Παθ., [[παραμένω]] [[συνεχώς]] στη [[σκιά]], [[αποφεύγω]] τον ήλιο και τον μόχθο, [[διάγω]] καθιστική [[ζωή]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. στην Ενεργ., φορώ στο [[κεφάλι]] μου [[σκιάδιο]] ([[κασκέτο]]), [[καλύπτω]] το [[κεφάλι]] μου, σε Ηρόδ.· <i>ἐσκιατροφηκώς</i>, λέγεται για θηλυπρεπή άντρα, σε Πλάτ.
|lsmtext='''σκῐᾱτροφέω:''' ή -τρᾰφέω, Ιων. [[σκιητροφέω]], μέλ. <i>-ήσω</i> ([[τρέφω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ανατρέφω]] στη [[σκιά]], δηλ. [[ανατρέφω]] κατ' οίκον, με [[τρυφή]] — Παθ., [[παραμένω]] [[συνεχώς]] στη [[σκιά]], [[αποφεύγω]] τον ήλιο και τον μόχθο, [[διάγω]] καθιστική [[ζωή]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. στην Ενεργ., φορώ στο [[κεφάλι]] μου [[σκιάδιο]] ([[κασκέτο]]), [[καλύπτω]] το [[κεφάλι]] μου, σε Ηρόδ.· <i>ἐσκιατροφηκώς</i>, λέγεται για θηλυπρεπή άντρα, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκιᾱτροφέω:''' ион. [[σκιητροφέω]], атт. [[varia lectio|v.l.]] σκιᾱτρᾰφέω досл. держать или воспитывать в тени, перен. нежить, холить: σκιητροφέουσι (sc. τὰς κεφαλὰς) πίλους τιήρας φορέοντες Her. (египтяне) изнеживают себе головы, нося войлочные тиары; σκηνὰς πηξάμενοι ἐσκιητροφέοντο Her. разбив палатки, они наслаждались тенью; [[πλούσιος]] ἐσκιατροφηκώς Plat. изнеженный богач; ἐσκιατροφημένη σωμάτων [[ἕξις]] Plut. физическая изнеженность.
|lstext='''σκιᾱτροφέω''': Ἰων. σκιητροφέω· παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]] σκιᾱτρᾰφέω, ἴδε κατωτ. καὶ πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 578· ([[σκιά]], [[τρέφω]]). Ἀνατρέφω ἐν τῇ σκιᾷ ἢ ἐντὸς τῆς οἰκίας, δηλ. [[ἀνατρέφω]] τρυφηλῶς, σκ. τὰ σώματα Μάξ. Τύρ. 28. 3. ― Παθ., [[μένω]] ἐν τῇ σκιᾷ συνεχῶς, [[ἀποφεύγω]] τὸν ἥλιον καὶ τὸν κόπον, σκηνὰς πηξάμενοι ἐσκιητροφέοντο Ἡρόδ. 6. 12· μὴ σκιατραφούμενος Ποιητὴς παρὰ Στοβ. 520. 38· καθῆσθαι καὶ σκιατραφεῖσθαι Ξεν. Οἰκ. 4, 2· ἐσκιατραφημένη σωμάτων [[ἕξις]] Πλούτ. 2. 8D· ἐπὶ φυτῶν, φύομαι καὶ αὐξάνομαι ἐν τῇ σκιᾷ, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 7, 4. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., φορῶ καλύπτραν ἢ κουκοῦλαν, ἔχω τὴν κεφαλὴν κεκαλυμμένην, σκιητροφέουσι, ... τιάρας φορέοντες Ἡρόδ. 3. 12· [[ἐντεῦθεν]] καὶ ὡς τὸ παθητ., [[πλούσιος]] ἐσκιατροφηκώς, [[ἄνθρωπος]] [[πλούσιος]] καὶ ἐκτεθηλυμμένος, ἀντίθετον τῷ, [[πένης]] ἡλιωμένος, δηλ. πτωχὸς ἐκτεθειμένος ὅλην τὴν ἡμέραν εἰς τὸν ἥλιον, Πλάτ. Πόλ. 556D, πρβλ. Φαῖδρ. 23C, Pers. Sat. 4. 18, 33.
}}
{{elnl
|elnltext=σκιατροφέω [σκιά, τρέφω] ook σκιατραφέω, Ion. σκιητροφέω in de schaduw opgroeien, in de schaduw leven ( overdr. voor een beschermd, lui leven leiden). πλούσιος ἐσκιατροφηκώς een rijke man die altijd een beschermd leventje had geleid Plat. Resp. 556d. in de schaduw houden:; σκιητροφέουσι ( τὰς κεφαλάς ) (de Perzen) houden ze (hun hoofden) in de schaduw Hdt. 3.12.4; med.. ἐσκιητροφέοντο ze hielden zich in de schaduw op Hdt. 6.12.4.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκιᾱτροφέω, [[τρέφω]]<br /><b class="num">I.</b> to [[rear]] in the [[shade]]:—Pass. to [[keep]] in the [[shade]], [[shun]] [[heat]] and [[labour]], Hdt., Xen.<br /><b class="num">II.</b> intr. in Act. to [[wear]] a [[shade]], [[cover]] one's [[head]], Hdt.; ἐσκιατροφηκώς, of an [[effeminate]] man, Plat.
|mdlsjtxt=σκιᾱτροφέω, [[τρέφω]]<br /><b class="num">I.</b> to [[rear]] in the [[shade]]:—Pass. to [[keep]] in the [[shade]], [[shun]] [[heat]] and [[labour]], Hdt., Xen.<br /><b class="num">II.</b> intr. in Act. to [[wear]] a [[shade]], [[cover]] one's [[head]], Hdt.; ἐσκιατροφηκώς, of an [[effeminate]] man, Plat.
}}
}}