3,273,006
edits
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0925.png Seite 925]] a) von Personen, eilig, [[eifrig]], thätig, – übh. [[rechtschaffen]], [[sittlich gut]]; [[γυνή]], Her. 8, 69, wie Plat. def. 415 d erkl. ist: [[σπουδαῖος]] ὁ [[τελέως]] [[ἀγαθός]], im Ggstz von φαῦλοι, Isocr. 1, 1, wie Plat. Rep. X, 603 c u. öfter; [[μάντις]], Phaedr. 242 c; τῶν σπουδαίων τῶν περὶ τραγῳδίαν ποιητῶν, Legg. VII, 817 a; Xen. Cyr. 2, 2, 24; u. Sp., [[ἰατρός]] Luc. Nigr. 2. – b) von Sachen, die der Thätigkeit und des Eifers werth sind, [[wichtig]], [[bedeutend]]; πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον, Pind. P. 4, 132; dah. wünschenswerth, [[vortrefflich]], νομαί, Her. 4, 23; οὐ σπουδαῖον ἐς ὄψιν, Soph. O. C. 583, nicht des Sehens werth; ἐπὶ σπουδαίοις οὕτω πράγμασι καὶ καλοῖς, Plat. Euthyd. 300 e; auch das Ernste, im Ggstz von γελοῖα, Legg. VII, 816 d, wie im adv., σπουδαίως εἰρημένος Crat. 406 b; [[ἔργον]], Xen. Hell. 1, 4, 5; σπουδαῖα im Ggstz von γελοῖα auch Cyr. 2, 3, 1; σπουδαίως 1, 3, 9; λόγοι, Pol. 33, 15, 4; καὶ καλὰ ἔργα, 6, 26, 12; σπουδαῖόν ἐστί μοι, es ist mir daran gelegen, wie ταῦτα ὑμῖν σπουδαιότατά ἐστιν Dem. 24, 4; vom Wein, καὶ [[πολυτελής]], Plut. Mar. 44; Ggstz von [[φαῦλος]], S. Emp. pyrrh. 2, 83. – Compar., σπουδαιέστερα τῶν πρηγμάτων, Her. 1, 8, wie τὰ σπουδαιέστατα τῶν πρηγμάτων, 1, 133; aber auch τὴν σπουδαιοτάτην τῶν ταριχεύσεων, die beste Art, 2, 86; u. adv., ὧδε τὰ σπουδαιότατα ταριχεύουσι, ibid.; u. so Plat., [[εἴτε]] φαυλότεραι [[εἴτε]] σπουδαιότεραι τιμαί Rep. VII, 519 d, τὸ σπουδαιότατον Legg. II, 667 b; σπουδαιότερόν τι πράττειν Xen. Cyr. 2, 3, 20; σπουδαιότατα πράγματα Aesch. 1, 22. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0925.png Seite 925]] a) von Personen, eilig, [[eifrig]], thätig, – übh. [[rechtschaffen]], [[sittlich gut]]; [[γυνή]], Her. 8, 69, wie Plat. def. 415 d erkl. ist: [[σπουδαῖος]] ὁ [[τελέως]] [[ἀγαθός]], im Ggstz von φαῦλοι, Isocr. 1, 1, wie Plat. Rep. X, 603 c u. öfter; [[μάντις]], Phaedr. 242 c; τῶν σπουδαίων τῶν περὶ τραγῳδίαν ποιητῶν, Legg. VII, 817 a; Xen. Cyr. 2, 2, 24; u. Sp., [[ἰατρός]] Luc. Nigr. 2. – b) von Sachen, die der Thätigkeit und des Eifers werth sind, [[wichtig]], [[bedeutend]]; πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον, Pind. P. 4, 132; dah. wünschenswerth, [[vortrefflich]], νομαί, Her. 4, 23; οὐ σπουδαῖον ἐς ὄψιν, Soph. O. C. 583, nicht des Sehens werth; ἐπὶ σπουδαίοις οὕτω πράγμασι καὶ καλοῖς, Plat. Euthyd. 300 e; auch das Ernste, im Ggstz von γελοῖα, Legg. VII, 816 d, wie im adv., σπουδαίως εἰρημένος Crat. 406 b; [[ἔργον]], Xen. Hell. 1, 4, 5; σπουδαῖα im Ggstz von γελοῖα auch Cyr. 2, 3, 1; σπουδαίως 1, 3, 9; λόγοι, Pol. 33, 15, 4; καὶ καλὰ ἔργα, 6, 26, 12; σπουδαῖόν ἐστί μοι, es ist mir daran gelegen, wie ταῦτα ὑμῖν σπουδαιότατά ἐστιν Dem. 24, 4; vom Wein, καὶ [[πολυτελής]], Plut. Mar. 44; Ggstz von [[φαῦλος]], S. Emp. pyrrh. 2, 83. – Compar., σπουδαιέστερα τῶν πρηγμάτων, Her. 1, 8, wie τὰ σπουδαιέστατα τῶν πρηγμάτων, 1, 133; aber auch τὴν σπουδαιοτάτην τῶν ταριχεύσεων, die beste Art, 2, 86; u. adv., ὧδε τὰ σπουδαιότατα ταριχεύουσι, ibid.; u. so Plat., [[εἴτε]] φαυλότεραι [[εἴτε]] σπουδαιότεραι τιμαί Rep. VII, 519 d, τὸ σπουδαιότατον Legg. II, 667 b; σπουδαιότερόν τι πράττειν Xen. Cyr. 2, 3, 20; σπουδαιότατα πράγματα Aesch. 1, 22. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><b>I.</b> <i>en parl. d'êtres animés</i> empressé, diligent, <i>d'où</i><br /><b>1</b> actif, zélé, ardent;<br /><b>2</b> sérieux, grave;<br /><b>3</b> bon, vertueux, honnête;<br /><b>II.</b> <i>en parl. de choses</i>;<br /><b>1</b> fait avec zèle, avec soin ; précieux, apprécié;<br /><b>2</b> digne d'être recherché, convenable;<br /><b>3</b> sérieux, grave ; sérieux, important;<br /><i>Cp.</i> σπουδαιότερος <i>ou</i> σπουδαιέστερος, <i>Sp.</i> σπουδαιότατος.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδή]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπουδαῖος''': -α, -ον, (σπουδὴ) [[κυρίως]] ὁ μετὰ σπουδῆς, [[ταχύς]], μόνον παρὰ Πολυδ. Α΄, 197, Γ΄, 149, πρβλ. Πολύαιν. 6. 24, 1· - ἀλλ’ ἐν τῇ χρήσει σημαίνει ἀείποτε δραστηριότητα ἢ ἀπροθυμίαν ἐνεργείας· Ι. ἐπὶ προσώπων, [[σοβαρός]], σπουδαίως φερόμενος, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 16, πρβλ. Συμπ. 8, 3· ἀντίθετον τῷ παίζων, Schäf. εἰς Πλούτ. 4, σ. 409· [[δραστήριος]], [[ἐνεργός]], [[πρόθυμος]] ἐν τῇ ἐνεργείᾳ πρὸς ὑποστήριξίν τινος ἐν ταῖς ἐκλογαῖς, Πλούτ. Αἰμίλ. 1· [[ὅθεν]], 2) [[καλός]], [[χρηστός]], [[ἔξοχος]] εἰς τὸ εἶδός του, Ἡρόδ. 8. 69· ἀλλ’ οὐχὶ συχνὸν [[μέχρι]] τοῦ Πλάτ.· ἀντίθετον τῷ [[φαῦλος]], Πλάτ. Νόμ. 757Α, 814Ε, Ἀριστ. Ποιητ. 2, 1· σπ. ἀκροατὴς Ἰσοκρ. 289Ε· σπουδ. [[αὐλητής]], ἀλλ’ [[ἄνθρωπος]] μοχθηρὸς Ἀντισθ. παρὰ Πλουτ. ἐν Περ. 1· κιθαριστὴς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 14· [[ἀνδράποδον]] Δημ. 119. 8· σπ. τὴν τέχνην Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 2· [[περί]] τι Πλάτ. Νόμ. 817Α. 3) ἐπὶ ἀνθρώπων ἐχόντων βαρύτητά τινα καὶ σημασίαν, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 24. 4) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, [[ἀγαθός]], [[χρηστός]], ἀντίθετον τῷ [[πονηρός]], ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 2. 3, 19· οἱ σπ. τῶν Λακεδαιμονίων [[αὐτόθι]] 3. 1, 9· σπ. τὰ ἤθη Ἰσοκρ. 2D· τῷ ἀρετὴν ἔχειν σπ. λέγεται Ἀριστ. Κατηγ. 8, 27, πρβλ. Ἠθικ. Νικ. 9, 4, 2· καὶ ὁ Ἀριστ. ποιεῖται χρῆσιν τῆς λέξεως εἰς δήλωσιν ἀνδρὸς ἐκτελοῦντος τὰ [[ἑαυτοῦ]] καθήκοντα, [[αὐτόθι]] 5. 3, 3, 6, Πολιτ. 3. 4, 4., 7. 13, 10, κ. ἀλλ.· - οὕτω, σπουδαῖον = ἀγαθόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 5. 9, 6., 5. 10, 1· - καὶ [[καθόλου]], ἐπὶ παντὸς καλοῦ καὶ ἀξιολόγου πράγματος ἢ ποιότητος, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 16, 3., 8. 9, 1, Ἠθικ. Νικ. 7. 8, 5, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ [[ἄξιος]] τῆς προσοχῆς τινος, [[ἄξιος]] λόγου, ἔχων βαρύτητα καὶ σημασίαν, Θέογν. 65, 70, 116, κτλ.· τὰ σπουδαιέστερα (-έστατα) τῶν πραγμάτων Ἡρόδ. 1. 8, 133, πρβλ. Ἰσοκρ. 24D· ταῦτά ἐστι σπουδαιότατα Δημ. 701. 4, κτλ.· ἀντίθετον τῷ γελοῖος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 390· γελᾶν ἐπὶ σπουδαίοις Πλάτ. Εὐθύδ. 300Ε. 2) [[πρᾶγμα]] καλὸν εἰς τὸ εἶδός του, ἐξαίρετον, σπ. νομαὶ Ἡροδ. 4. 23· ἡ σπουδαιοτάτη [τῶν ταριχεύσεων], ἡ πολυπλοκωτάτη, ἡ δαπανηροτάτη, ὁ αὐτ. 2. 86· ἰσηγορίη [[χρῆμα]] σπουδαῖον ὁ αὐτ. 5. 48· λόγοι σπ. Πινδ. Π. 4. 235· [[μουσικὴ]] Πλάτ. Νόμ. 668Β· τιμαὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 519D· σπέρματα Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 23· [[δῶρον]] οὐ σπ. εἰς ὄψιν, οὐχὶ καλὸν εἰς τὴν ὄψιν, οὐχὶ ὡραῖον, Σοφ. Ο. Κ. 577· [[τραγῳδία]] σπ. Ἀριστ. Ποιητ. 5. 10· σπ. [[ὑπόδημα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Εὐδ. 2. 1, 6. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. σπουδαίως, μετὰ σπουδῆς ἢ ζήλου, μετὰ σπουδαιότητος καὶ σοβαρότητος, [[καλῶς]] προθύμως, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9, Πλάτ. Κρατ. 406Β, κτλ.· - συγκρ. -ότερον, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 20· ὑπερθετ. -ότατα, μετὰ μεγίστης ἐπιμελείας, κάλλιστα, ἄριστα, Ἡρόδ. 2. 86. - Παρὰ τὸ ὁμαλὸν συγκρ. καὶ ὑπερθετ. εὑρίσκομεν καὶ ἀνωμάλους τύπους -έστερος, -έστατος, Ἡρόδ. ἔνθ. ἀνωτ., Ἑκαταῖ. παρ’ Εὐστ. 1441. 15. | |lstext='''σπουδαῖος''': -α, -ον, (σπουδὴ) [[κυρίως]] ὁ μετὰ σπουδῆς, [[ταχύς]], μόνον παρὰ Πολυδ. Α΄, 197, Γ΄, 149, πρβλ. Πολύαιν. 6. 24, 1· - ἀλλ’ ἐν τῇ χρήσει σημαίνει ἀείποτε δραστηριότητα ἢ ἀπροθυμίαν ἐνεργείας· Ι. ἐπὶ προσώπων, [[σοβαρός]], σπουδαίως φερόμενος, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 16, πρβλ. Συμπ. 8, 3· ἀντίθετον τῷ παίζων, Schäf. εἰς Πλούτ. 4, σ. 409· [[δραστήριος]], [[ἐνεργός]], [[πρόθυμος]] ἐν τῇ ἐνεργείᾳ πρὸς ὑποστήριξίν τινος ἐν ταῖς ἐκλογαῖς, Πλούτ. Αἰμίλ. 1· [[ὅθεν]], 2) [[καλός]], [[χρηστός]], [[ἔξοχος]] εἰς τὸ εἶδός του, Ἡρόδ. 8. 69· ἀλλ’ οὐχὶ συχνὸν [[μέχρι]] τοῦ Πλάτ.· ἀντίθετον τῷ [[φαῦλος]], Πλάτ. Νόμ. 757Α, 814Ε, Ἀριστ. Ποιητ. 2, 1· σπ. ἀκροατὴς Ἰσοκρ. 289Ε· σπουδ. [[αὐλητής]], ἀλλ’ [[ἄνθρωπος]] μοχθηρὸς Ἀντισθ. παρὰ Πλουτ. ἐν Περ. 1· κιθαριστὴς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 14· [[ἀνδράποδον]] Δημ. 119. 8· σπ. τὴν τέχνην Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 2· [[περί]] τι Πλάτ. Νόμ. 817Α. 3) ἐπὶ ἀνθρώπων ἐχόντων βαρύτητά τινα καὶ σημασίαν, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 24. 4) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, [[ἀγαθός]], [[χρηστός]], ἀντίθετον τῷ [[πονηρός]], ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 2. 3, 19· οἱ σπ. τῶν Λακεδαιμονίων [[αὐτόθι]] 3. 1, 9· σπ. τὰ ἤθη Ἰσοκρ. 2D· τῷ ἀρετὴν ἔχειν σπ. λέγεται Ἀριστ. Κατηγ. 8, 27, πρβλ. Ἠθικ. Νικ. 9, 4, 2· καὶ ὁ Ἀριστ. ποιεῖται χρῆσιν τῆς λέξεως εἰς δήλωσιν ἀνδρὸς ἐκτελοῦντος τὰ [[ἑαυτοῦ]] καθήκοντα, [[αὐτόθι]] 5. 3, 3, 6, Πολιτ. 3. 4, 4., 7. 13, 10, κ. ἀλλ.· - οὕτω, σπουδαῖον = ἀγαθόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 5. 9, 6., 5. 10, 1· - καὶ [[καθόλου]], ἐπὶ παντὸς καλοῦ καὶ ἀξιολόγου πράγματος ἢ ποιότητος, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 16, 3., 8. 9, 1, Ἠθικ. Νικ. 7. 8, 5, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ [[ἄξιος]] τῆς προσοχῆς τινος, [[ἄξιος]] λόγου, ἔχων βαρύτητα καὶ σημασίαν, Θέογν. 65, 70, 116, κτλ.· τὰ σπουδαιέστερα (-έστατα) τῶν πραγμάτων Ἡρόδ. 1. 8, 133, πρβλ. Ἰσοκρ. 24D· ταῦτά ἐστι σπουδαιότατα Δημ. 701. 4, κτλ.· ἀντίθετον τῷ γελοῖος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 390· γελᾶν ἐπὶ σπουδαίοις Πλάτ. Εὐθύδ. 300Ε. 2) [[πρᾶγμα]] καλὸν εἰς τὸ εἶδός του, ἐξαίρετον, σπ. νομαὶ Ἡροδ. 4. 23· ἡ σπουδαιοτάτη [τῶν ταριχεύσεων], ἡ πολυπλοκωτάτη, ἡ δαπανηροτάτη, ὁ αὐτ. 2. 86· ἰσηγορίη [[χρῆμα]] σπουδαῖον ὁ αὐτ. 5. 48· λόγοι σπ. Πινδ. Π. 4. 235· [[μουσικὴ]] Πλάτ. Νόμ. 668Β· τιμαὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 519D· σπέρματα Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 23· [[δῶρον]] οὐ σπ. εἰς ὄψιν, οὐχὶ καλὸν εἰς τὴν ὄψιν, οὐχὶ ὡραῖον, Σοφ. Ο. Κ. 577· [[τραγῳδία]] σπ. Ἀριστ. Ποιητ. 5. 10· σπ. [[ὑπόδημα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Εὐδ. 2. 1, 6. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. σπουδαίως, μετὰ σπουδῆς ἢ ζήλου, μετὰ σπουδαιότητος καὶ σοβαρότητος, [[καλῶς]] προθύμως, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9, Πλάτ. Κρατ. 406Β, κτλ.· - συγκρ. -ότερον, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 20· ὑπερθετ. -ότατα, μετὰ μεγίστης ἐπιμελείας, κάλλιστα, ἄριστα, Ἡρόδ. 2. 86. - Παρὰ τὸ ὁμαλὸν συγκρ. καὶ ὑπερθετ. εὑρίσκομεν καὶ ἀνωμάλους τύπους -έστερος, -έστατος, Ἡρόδ. ἔνθ. ἀνωτ., Ἑκαταῖ. παρ’ Εὐστ. 1441. 15. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |