Anonymous

σπουδαῖος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=α, ον :<br /><b>I.</b> <i>en parl. d'êtres animés</i> empressé, diligent, <i>d'où</i><br /><b>1</b> actif, zélé, ardent;<br /><b>2</b> sérieux, grave;<br /><b>3</b> bon, vertueux, honnête;<br /><b>II.</b> <i>en parl. de choses</i>;<br /><b>1</b> fait avec zèle, avec soin ; précieux, apprécié;<br /><b>2</b> digne d'être recherché, convenable;<br /><b>3</b> sérieux, grave ; sérieux, important;<br /><i>Cp.</i> σπουδαιότερος <i>ou</i> σπουδαιέστερος, <i>Sp.</i> σπουδαιότατος.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδή]].
|btext=α, ον :<br /><b>I.</b> <i>en parl. d'êtres animés</i> empressé, diligent, <i>d'où</i><br /><b>1</b> actif, zélé, ardent;<br /><b>2</b> sérieux, grave;<br /><b>3</b> bon, vertueux, honnête;<br /><b>II.</b> <i>en parl. de choses</i>;<br /><b>1</b> fait avec zèle, avec soin ; précieux, apprécié;<br /><b>2</b> digne d'être recherché, convenable;<br /><b>3</b> sérieux, grave ; sérieux, important;<br /><i>Cp.</i> σπουδαιότερος <i>ou</i> σπουδαιέστερος, <i>Sp.</i> σπουδαιότατος.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σπουδαῖος''': , -ον, (σπουδὴ) [[κυρίως]] ὁ μετὰ σπουδῆς, [[ταχύς]], μόνον παρὰ Πολυδ. Α΄, 197, Γ΄, 149, πρβλ. Πολύαιν. 6. 24, 1· - ἀλλ’ ἐν τῇ χρήσει σημαίνει ἀείποτε δραστηριότητα ἢ ἀπροθυμίαν ἐνεργείας· Ι. ἐπὶ προσώπων, [[σοβαρός]], σπουδαίως φερόμενος, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 16, πρβλ. Συμπ. 8, 3· ἀντίθετον τῷ παίζων, Schäf. εἰς Πλούτ. 4, σ. 409· [[δραστήριος]], [[ἐνεργός]], [[πρόθυμος]] ἐν τῇ ἐνεργείᾳ πρὸς ὑποστήριξίν τινος ἐν ταῖς ἐκλογαῖς, Πλούτ. Αἰμίλ. 1· [[ὅθεν]], 2) [[καλός]], [[χρηστός]], [[ἔξοχος]] εἰς τὸ εἶδός του, Ἡρόδ. 8. 69· ἀλλ’ οὐχὶ συχνὸν [[μέχρι]] τοῦ Πλάτ.· ἀντίθετον τῷ [[φαῦλος]], Πλάτ. Νόμ. 757Α, 814Ε, Ἀριστ. Ποιητ. 2, 1· σπ. ἀκροατὴς Ἰσοκρ. 289Ε· σπουδ. [[αὐλητής]], ἀλλ’ [[ἄνθρωπος]] μοχθηρὸς Ἀντισθ. παρὰ Πλουτ. ἐν Περ. 1· κιθαριστὴς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 14· [[ἀνδράποδον]] Δημ. 119. 8· σπ. τὴν τέχνην Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 2· [[περί]] τι Πλάτ. Νόμ. 817Α. 3) ἐπὶ ἀνθρώπων ἐχόντων βαρύτητά τινα καὶ σημασίαν, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 24. 4) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, [[ἀγαθός]], [[χρηστός]], ἀντίθετον τῷ [[πονηρός]], ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 2. 3, 19· οἱ σπ. τῶν Λακεδαιμονίων [[αὐτόθι]] 3. 1, 9· σπ. τὰ ἤθη Ἰσοκρ. 2D· τῷ ἀρετὴν ἔχειν σπ. λέγεται Ἀριστ. Κατηγ. 8, 27, πρβλ. Ἠθικ. Νικ. 9, 4, 2· καὶ ὁ Ἀριστ. ποιεῖται χρῆσιν τῆς λέξεως εἰς δήλωσιν ἀνδρὸς ἐκτελοῦντος τὰ [[ἑαυτοῦ]] καθήκοντα, [[αὐτόθι]] 5. 3, 3, 6, Πολιτ. 3. 4, 4., 7. 13, 10, κ. ἀλλ.· - οὕτω, σπουδαῖον = ἀγαθόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 5. 9, 6., 5. 10, 1· - καὶ [[καθόλου]], ἐπὶ παντὸς καλοῦ καὶ ἀξιολόγου πράγματος ἢ ποιότητος, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 16, 3., 8. 9, 1, Ἠθικ. Νικ. 7. 8, 5, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ [[ἄξιος]] τῆς προσοχῆς τινος, [[ἄξιος]] λόγου, ἔχων βαρύτητα καὶ σημασίαν, Θέογν. 65, 70, 116, κτλ.· τὰ σπουδαιέστερα (-έστατα) τῶν πραγμάτων Ἡρόδ. 1. 8, 133, πρβλ. Ἰσοκρ. 24D· ταῦτά ἐστι σπουδαιότατα Δημ. 701. 4, κτλ.· ἀντίθετον τῷ γελοῖος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 390· γελᾶν ἐπὶ σπουδαίοις Πλάτ. Εὐθύδ. 300Ε. 2) [[πρᾶγμα]] καλὸν εἰς τὸ εἶδός του, ἐξαίρετον, σπ. νομαὶ Ἡροδ. 4. 23· ἡ σπουδαιοτάτη [τῶν ταριχεύσεων], ἡ πολυπλοκωτάτη, ἡ δαπανηροτάτη, ὁ αὐτ. 2. 86· ἰσηγορίη [[χρῆμα]] σπουδαῖον ὁ αὐτ. 5. 48· λόγοι σπ. Πινδ. Π. 4. 235· [[μουσικὴ]] Πλάτ. Νόμ. 668Β· τιμαὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 519D· σπέρματα Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 23· [[δῶρον]] οὐ σπ. εἰς ὄψιν, οὐχὶ καλὸν εἰς τὴν ὄψιν, οὐχὶ ὡραῖον, Σοφ. Ο. Κ. 577· [[τραγῳδία]] σπ. Ἀριστ. Ποιητ. 5. 10· σπ. [[ὑπόδημα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Εὐδ. 2. 1, 6. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. σπουδαίως, μετὰ σπουδῆς ἢ ζήλου, μετὰ σπουδαιότητος καὶ σοβαρότητος, [[καλῶς]] προθύμως, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9, Πλάτ. Κρατ. 406Β, κτλ.· - συγκρ. -ότερον, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 20· ὑπερθετ. -ότατα, μετὰ μεγίστης ἐπιμελείας, κάλλιστα, ἄριστα, Ἡρόδ. 2. 86. - Παρὰ τὸ ὁμαλὸν συγκρ. καὶ ὑπερθετ. εὑρίσκομεν καὶ ἀνωμάλους τύπους -έστερος, -έστατος, Ἡρόδ. ἔνθ. ἀνωτ., Ἑκαταῖ. παρ’ Εὐστ. 1441. 15.
|elnltext=σπουδαῖος -α -ον [σπουδή] comp. σπουδαιότερος en σπουδαιέστερος, superl. σπουδαιότατος en σπουδαιέστατος belangrijk, ernstig, serieus (van personen en zaken). rechtschapen, eerlijk:. ἔργον ἐστὶ σπουδαῖον εἶναι het is een hele opgave om rechtschapen te zijn Aristot. EN 1109a24. van goede kwaliteit, goed, voortreffelijk (van personen en zaken):. οἱ σπουδαῖοι Λακεδαιμονίων de goede Spartanen Xen. Hell. 3.1.9. ijverig, haastig; ongunstig: uitsloverig. Plut. Aem. 2.6.
}}
{{elru
|elrutext='''σπουδαῖος:''' (compar. σπουδαιότερος - ион. σπουδαιέστερος)<br /><b class="num">1)</b> [[дельный]], [[превосходный]], [[отличный]] ([[γυνή]] Her.; [[κιθαριστής]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[добродетельный]], [[порядочный]], [[честный]] (οἱ σπουδαῖοι Λακεδαιμονίων Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[доброкачественный]], [[хороший]] (τὰ σπέρματα Plut.): οὐ σ. ἐς ὄψιν Soph. неказистый, невзрачный;<br /><b class="num">4)</b> [[важный]], [[серьезный]] ([[λόγος]] Pind.; πράγματα Plat.; [[ταῦτα]] [[ὑμῖν]] σπουδαιότατά ἐστιν Dem.): γελοῖα καὶ σπουδαῖα ἐλέγετο Xen. были и шутки, и серьезные разговоры.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''σπουδαῖος:''' -α, -ον ([[σπουδή]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[σοβαρός]], αυτός που φέρεται με [[σπουδαιότητα]], σε Ξεν.· [[ενεργητικός]], [[ένθερμος]], [[ζηλωτής]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλός]], [[χρηστός]], αυτός που υπερέχει στο είδος του ή στο επάγγελμά του, σε Ηρόδ., Πλάτ.· [[σπουδαῖος]] τὴν τέχνην, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για άντρες που έχουν ιδιαίτερη [[προσωπικότητα]] και [[σπουδαιότητα]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> με [[ηθική]] [[έννοια]], [[καλός]], [[χρηστός]], [[δίκαιος]], [[ηθικός]], [[αγαθός]], σε αντίθ. προς το [[πονηρός]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που αξίζει την [[προσοχή]] κάποιου, [[αξιόλογος]], αξιοσημείωτος, [[σοβαρός]], [[σημαντικός]], σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλός]] στο είδος του, αυτός που υπερέχει, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., [[σπουδαίως]], [[σοβαρά]], επιμελώς, σε [[βάθος]], με [[σπουδαιότητα]], [[καλά]], σε Ξεν. κ.λπ.· συγκρ. <i>-ότερον</i>, στον ίδ.· υπερθ. <i>-ότατα</i>, [[πολύ]] προσεκτικά, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, σε Ηρόδ. Υπάρχουν επίσης ανώμ. συγκρ. και υπερθ. <i>σπουδαι-έστερος</i>, <i>-έστατος</i>.
|lsmtext='''σπουδαῖος:''' -α, -ον ([[σπουδή]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[σοβαρός]], αυτός που φέρεται με [[σπουδαιότητα]], σε Ξεν.· [[ενεργητικός]], [[ένθερμος]], [[ζηλωτής]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλός]], [[χρηστός]], αυτός που υπερέχει στο είδος του ή στο επάγγελμά του, σε Ηρόδ., Πλάτ.· [[σπουδαῖος]] τὴν τέχνην, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για άντρες που έχουν ιδιαίτερη [[προσωπικότητα]] και [[σπουδαιότητα]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> με [[ηθική]] [[έννοια]], [[καλός]], [[χρηστός]], [[δίκαιος]], [[ηθικός]], [[αγαθός]], σε αντίθ. προς το [[πονηρός]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που αξίζει την [[προσοχή]] κάποιου, [[αξιόλογος]], αξιοσημείωτος, [[σοβαρός]], [[σημαντικός]], σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλός]] στο είδος του, αυτός που υπερέχει, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., [[σπουδαίως]], [[σοβαρά]], επιμελώς, σε [[βάθος]], με [[σπουδαιότητα]], [[καλά]], σε Ξεν. κ.λπ.· συγκρ. <i>-ότερον</i>, στον ίδ.· υπερθ. <i>-ότατα</i>, [[πολύ]] προσεκτικά, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, σε Ηρόδ. Υπάρχουν επίσης ανώμ. συγκρ. και υπερθ. <i>σπουδαι-έστερος</i>, <i>-έστατος</i>.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σπουδαῖος:''' (compar. σπουδαιότερος - ион. σπουδαιέστερος)<br /><b class="num">1)</b> [[дельный]], [[превосходный]], [[отличный]] ([[γυνή]] Her.; [[κιθαριστής]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[добродетельный]], [[порядочный]], [[честный]] (οἱ σπουδαῖοι Λακεδαιμονίων Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[доброкачественный]], [[хороший]] (τὰ σπέρματα Plut.): οὐ σ. ἐς ὄψιν Soph. неказистый, невзрачный;<br /><b class="num">4)</b> [[важный]], [[серьезный]] ([[λόγος]] Pind.; πράγματα Plat.; [[ταῦτα]] [[ὑμῖν]] σπουδαιότατά ἐστιν Dem.): γελοῖα καὶ σπουδαῖα ἐλέγετο Xen. были и шутки, и серьезные разговоры.
|lstext='''σπουδαῖος''': -α, -ον, (σπουδὴ) [[κυρίως]] ὁ μετὰ σπουδῆς, [[ταχύς]], μόνον παρὰ Πολυδ. Α΄, 197, Γ΄, 149, πρβλ. Πολύαιν. 6. 24, 1· - ἀλλ’ ἐν τῇ χρήσει σημαίνει ἀείποτε δραστηριότητα ἢ ἀπροθυμίαν ἐνεργείας· Ι. ἐπὶ προσώπων, [[σοβαρός]], σπουδαίως φερόμενος, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 16, πρβλ. Συμπ. 8, 3· ἀντίθετον τῷ παίζων, Schäf. εἰς Πλούτ. 4, σ. 409· [[δραστήριος]], [[ἐνεργός]], [[πρόθυμος]] ἐν τῇ ἐνεργείᾳ πρὸς ὑποστήριξίν τινος ἐν ταῖς ἐκλογαῖς, Πλούτ. Αἰμίλ. 1· [[ὅθεν]], 2) [[καλός]], [[χρηστός]], [[ἔξοχος]] εἰς τὸ εἶδός του, Ἡρόδ. 8. 69· ἀλλ’ οὐχὶ συχνὸν [[μέχρι]] τοῦ Πλάτ.· ἀντίθετον τῷ [[φαῦλος]], Πλάτ. Νόμ. 757Α, 814Ε, Ἀριστ. Ποιητ. 2, 1· σπ. ἀκροατὴς Ἰσοκρ. 289Ε· σπουδ. [[αὐλητής]], ἀλλ’ [[ἄνθρωπος]] μοχθηρὸς Ἀντισθ. παρὰ Πλουτ. ἐν Περ. 1· κιθαριστὴς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 14· [[ἀνδράποδον]] Δημ. 119. 8· σπ. τὴν τέχνην Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, [[περί]] τι Πλάτ. Νόμ. 817Α. 3) ἐπὶ ἀνθρώπων ἐχόντων βαρύτητά τινα καὶ σημασίαν, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 24. 4) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, [[ἀγαθός]], [[χρηστός]], ἀντίθετον τῷ [[πονηρός]], ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 2. 3, 19· οἱ σπ. τῶν Λακεδαιμονίων [[αὐτόθι]] 3. 1, 9· σπ. τὰ ἤθη Ἰσοκρ. 2D· τῷ ἀρετὴν ἔχειν σπ. λέγεται Ἀριστ. Κατηγ. 8, 27, πρβλ. Ἠθικ. Νικ. 9, 4, 2· καὶ ὁ Ἀριστ. ποιεῖται χρῆσιν τῆς λέξεως εἰς δήλωσιν ἀνδρὸς ἐκτελοῦντος τὰ [[ἑαυτοῦ]] καθήκοντα, [[αὐτόθι]] 5. 3, 3, 6, Πολιτ. 3. 4, 4., 7. 13, 10, κ. ἀλλ.· - οὕτω, σπουδαῖον = ἀγαθόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 5. 9, 6., 5. 10, 1· - καὶ [[καθόλου]], ἐπὶ παντὸς καλοῦ καὶ ἀξιολόγου πράγματος ἢ ποιότητος, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 16, 3., 8. 9, 1, Ἠθικ. Νικ. 7. 8, 5, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ [[ἄξιος]] τῆς προσοχῆς τινος, [[ἄξιος]] λόγου, ἔχων βαρύτητα καὶ σημασίαν, Θέογν. 65, 70, 116, κτλ.· τὰ σπουδαιέστερα (-έστατα) τῶν πραγμάτων Ἡρόδ. 1. 8, 133, πρβλ. Ἰσοκρ. 24D· ταῦτά ἐστι σπουδαιότατα Δημ. 701. 4, κτλ.· ἀντίθετον τῷ γελοῖος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 390· γελᾶν ἐπὶ σπουδαίοις Πλάτ. Εὐθύδ. 300Ε. 2) [[πρᾶγμα]] καλὸν εἰς τὸ εἶδός του, ἐξαίρετον, σπ. νομαὶ Ἡροδ. 4. 23· ἡ σπουδαιοτάτη [τῶν ταριχεύσεων], ἡ πολυπλοκωτάτη, ἡ δαπανηροτάτη, ὁ αὐτ. 2. 86· ἰσηγορίη [[χρῆμα]] σπουδαῖον ὁ αὐτ. 5. 48· λόγοι σπ. Πινδ. Π. 4. 235· [[μουσικὴ]] Πλάτ. Νόμ. 668Β· τιμαὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 519D· σπέρματα Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 23· [[δῶρον]] οὐ σπ. εἰς ὄψιν, οὐχὶ καλὸν εἰς τὴν ὄψιν, οὐχὶ ὡραῖον, Σοφ. Ο. Κ. 577· [[τραγῳδία]] σπ. Ἀριστ. Ποιητ. 5. 10· σπ. [[ὑπόδημα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Εὐδ. 2. 1, 6. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. σπουδαίως, μετὰ σπουδῆς ἢ ζήλου, μετὰ σπουδαιότητος καὶ σοβαρότητος, [[καλῶς]] προθύμως, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9, Πλάτ. Κρατ. 406Β, κτλ.· - συγκρ. -ότερον, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 20· ὑπερθετ. -ότατα, μετὰ μεγίστης ἐπιμελείας, κάλλιστα, ἄριστα, Ἡρόδ. 2. 86. - Παρὰ τὸ ὁμαλὸν συγκρ. καὶ ὑπερθετ. εὑρίσκομεν καὶ ἀνωμάλους τύπους -έστερος, -έστατος, Ἡρόδ. ἔνθ. ἀνωτ., Ἑκαταῖ. παρ’ Εὐστ. 1441. 15.
}}
{{elnl
|elnltext=σπουδαῖος -α -ον [σπουδή] comp. σπουδαιότερος en σπουδαιέστερος, superl. σπουδαιότατος en σπουδαιέστατος belangrijk, ernstig, serieus (van personen en zaken). rechtschapen, eerlijk:. ἔργον ἐστὶ σπουδαῖον εἶναι het is een hele opgave om rechtschapen te zijn Aristot. EN 1109a24. van goede kwaliteit, goed, voortreffelijk (van personen en zaken):. οἱ σπουδαῖοι Λακεδαιμονίων de goede Spartanen Xen. Hell. 3.1.9. ijverig, haastig; ongunstig: uitsloverig. Plut. Aem. 2.6.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj