Anonymous

σπορά: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0924.png Seite 924]] ἡ, das Säen, Sp. – Übertr., Zeugung, σπορᾶς γε μὴνἐκ τῆσδε φύσεται [[θρασύς]], Aesch. Prom. 871; die Abstammung, Soph. Ai. 1277; die Nachkommen, θάλλων εὐγενεῖ τέκνων σπορᾷ, Ant. 1149; Εὐρύτου [[σπορά]] τις ἦν, Tr. 315, vgl. 419; Eur. Troad. 503 u. öfter; παίδων, Plat. Legg. V, 729 c; τοῦ γένους, VI, 783 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0924.png Seite 924]] ἡ, das Säen, Sp. – Übertr., Zeugung, σπορᾶς γε μὴνἐκ τῆσδε φύσεται [[θρασύς]], Aesch. Prom. 871; die Abstammung, Soph. Ai. 1277; die Nachkommen, θάλλων εὐγενεῖ τέκνων σπορᾷ, Ant. 1149; Εὐρύτου [[σπορά]] τις ἦν, Tr. 315, vgl. 419; Eur. Troad. 503 u. öfter; παίδων, Plat. Legg. V, 729 c; τοῦ γένους, VI, 783 a.
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ὁ) :<br /><b>1</b> ensemencement ; <i>p. anal.</i> procréation, naissance, origine;<br /><b>2</b> semence répandue ; <i>fig.</i> semence, rejeton ; postérité, race, génération.<br />'''Étymologie:''' [[σπείρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σπορά''': ἡ, ([[σπείρω]]) τὸ σπείρειν, σπερμάτων Πλάτ. Ἀντεραστ. 134Ε· [[ἐντεῦθεν]] μεταφορ., σπ. μαθημάτων εἰς ψυχὴν [[αὐτόθι]]. β) ἐπὶ τέκνων, σπορᾶς γε μὴν ἐκ τῆσδε, ἐκ ταύτης τῆς ἀρχῆς ἢ καταγωγῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 871· [[τοιοῦτος]] ὤν τοιῷδ’ ὀνειδίζεις σποράν; περὶ καταγωγῆς; Σοφ. Αἴ. 1298· [[παραγωγή]], [[τεκνογονία]], Πλάτ. Νόμ. 729C, 783Α. 2) ὁ καιρὸς τοῦ σπείρειν, [[σπορητός]], ἀπὸ τῆς σπορᾶς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 6· δεκέτεσιν ἐν σποραῖσιν, κατὰ τὸν δέκατον σπορητόν, δηλ. τὸ δέκατον [[ἔτος]], Εὐρ. Ἠλ. 1153. ΙΙ. τὸ ἐσπαρμένον, ξηρὰ σπ., [[σπέρμα]] σπαρὲν ἐν ξηρᾷ γῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 637. β) ἐπὶ προσώπων, [[γενεά]], ἔκγονοι, ἀπογονοι, Σοφ. Τρ. 316, 420· σπ. δράκοντος ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1125· γυναῖκα καὶ τέκνων.. σπορὰν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 41· - ἐν τῷ πληθ., «τὰ μικρά», ἀμφίβολ. παρ’ Εὐρ. ἐν Κύκλ. 56· [[καθόλου]], [[θῆλυς]] σπ., τὸ θῆλυ γένος, ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 659, πρβλ. Τρῳ. 503.
|lstext='''σπορά''': ἡ, ([[σπείρω]]) τὸ σπείρειν, σπερμάτων Πλάτ. Ἀντεραστ. 134Ε· [[ἐντεῦθεν]] μεταφορ., σπ. μαθημάτων εἰς ψυχὴν [[αὐτόθι]]. β) ἐπὶ τέκνων, σπορᾶς γε μὴν ἐκ τῆσδε, ἐκ ταύτης τῆς ἀρχῆς ἢ καταγωγῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 871· [[τοιοῦτος]] ὤν τοιῷδ’ ὀνειδίζεις σποράν; περὶ καταγωγῆς; Σοφ. Αἴ. 1298· [[παραγωγή]], [[τεκνογονία]], Πλάτ. Νόμ. 729C, 783Α. 2) ὁ καιρὸς τοῦ σπείρειν, [[σπορητός]], ἀπὸ τῆς σπορᾶς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 6· δεκέτεσιν ἐν σποραῖσιν, κατὰ τὸν δέκατον σπορητόν, δηλ. τὸ δέκατον [[ἔτος]], Εὐρ. Ἠλ. 1153. ΙΙ. τὸ ἐσπαρμένον, ξηρὰ σπ., [[σπέρμα]] σπαρὲν ἐν ξηρᾷ γῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 637. β) ἐπὶ προσώπων, [[γενεά]], ἔκγονοι, ἀπογονοι, Σοφ. Τρ. 316, 420· σπ. δράκοντος ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1125· γυναῖκα καὶ τέκνων.. σπορὰν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 41· - ἐν τῷ πληθ., «τὰ μικρά», ἀμφίβολ. παρ’ Εὐρ. ἐν Κύκλ. 56· [[καθόλου]], [[θῆλυς]] σπ., τὸ θῆλυ γένος, ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 659, πρβλ. Τρῳ. 503.
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ὁ) :<br /><b>1</b> ensemencement ; <i>p. anal.</i> procréation, naissance, origine;<br /><b>2</b> semence répandue ; <i>fig.</i> semence, rejeton ; postérité, race, génération.<br />'''Étymologie:''' [[σπείρω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR