Anonymous

σοφιστής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0914.png Seite 914]] ὁ, ursprünglich wie [[σοφός]], ein Jeder, der im Besitz einer besondern Geschicklichkeit od. Kunst ist; bes. der Ton- oder Gesangkundige, Hesych. σοφιστὰς ἔλεγον τοὺς περὶ μουσικὴν διατρίβοντας καὶ τοὺς μετὰ κιθάρας ᾄδοντας, Ath. XIV, 632 c πάντας τοὺς χρωμένους τῇ τέχνῃ [[ταύτῃ]] (μουσικῇ) σοφιστὰς ἀπεκάλουν, aus Aesch. anführend εἴτ' οὖν σοφιστὴς καλὰ παραπαίων χέλυν; auch Eur. nennt den Orpheus σοφιστὴς Θρ ῄξ, Rhes. 924, wie es auch Pind. I. 4, 28 zu nehmen ist; der Etwas geschickt erfindet (vgl. [[σόφισμα]]), ἵνα μάθῃ σοφιστὴς ὢν Διὸς νωθέστερος, Aesch. Prom. 62, vgl. 946; πολλῶν σοφιστὴς πημάτων ἐγιγνόμην, Eur. Heracl. 993; τῶν ἱερῶν μελῶν σοφισταί, Ael. H. A. 11, 1; οἱ τὴν ἱππείαν σοφισταί, 13, 9; ὀψοποιητικῆς πραγματείας σοφισταί, Poll. 6, 71; vgl. Ath. IX, 377 f. – Ueb. der in Angelegenheiten des öffentlichen und häuslichen Lebens gewandte und erfahrene Mann, von praktischer Lebensklugheit; so heißen bei Her. die sogenannten sieben Weisen immer σοφισταί, z. B. 1, 29 (vgl. Euphro bei Ath. IX, 379 v. 10); eben so Pythagoras, 4, 95; daher es zuweilen auch den Weisen im höheren Sinne des Wortes bezeichnet, den Gelehrten, der sich durch Kenntnisse und Nachdenken vor der großen Menge auszeichnet, vgl. D. L. prooem. 12. – Bei den Athenern bes. der für Geld die Kunst zu denken und zu sprechen, Philosophie u. Beredrsamkeit lehrt, der Redekünstler, σοφιστῶν ἀκροαταί, Thuc. 3, 38; in diesem Sinne hießen Protagoras, Gorgias, Hippias, Prodikus und Thrasvmachus Sophisten; und weil diese sich hauptsächlich mit der Beredtsamkeit beschäftigten, hießen auch Redner, bes. diejenigen, welche wie Isokrates Reden schrieben, σοφισταί, Isocr. 4, 3, im Ggstz der Dichter, 4, 82. – Die Erklärung des Arist. elench. Soph. 1, 2, ἔστι γὰρ ὁ σοφιστὴς χρηματιστὴς ἀπὸ φαινομένης σοφίας, ἀλλ' οὐκ οὐσης, wird von Sokrates Zeit an geltend, der durch seine scharfsinnigen Unterhaltungen mit ihnen ihr lediglich auf den äußern Schein gerichtetes Streben bloßstellte, wie sie durch Trugschlüsse und Redekunststücke die Zuhörer zu überreden suchten, ihnen aber keine wahre Weisheit mittheilten, nur auf eignen Ruhm u. Gewinn bedacht waren. Dah. von Aristophanes u. Platon an das Wort auch den Nebenbegriff des Großprahlers, Aufschneiders, ja des gauklerischen Betrügers erhält, Dem. 18, 276 δεινὸν καὶ γόητα καὶ σοφιστὴν καὶ τὰ. τοιαῦτ' ὀνομάζων. – Später, als die alte, ächte Beredtsamkeit verschwunden war, kam der Sophist wieder zu Ehren und bezeichnete, ungefähr gleichbedeutend mit [[ῥήτωρ]], den Lehrer u. Meister im prosaischen Ausdruck, der nicht sowohl des Inhalts, als der schönen Form wegen schreibt, gleichviel ob Reden, Briefe, Geschichtswerke oder Anderes, vgl. Villois. praef. ad Long.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0914.png Seite 914]] ὁ, ursprünglich wie [[σοφός]], ein Jeder, der im Besitz einer besondern Geschicklichkeit od. Kunst ist; bes. der Ton- oder Gesangkundige, Hesych. σοφιστὰς ἔλεγον τοὺς περὶ μουσικὴν διατρίβοντας καὶ τοὺς μετὰ κιθάρας ᾄδοντας, Ath. XIV, 632 c πάντας τοὺς χρωμένους τῇ τέχνῃ [[ταύτῃ]] (μουσικῇ) σοφιστὰς ἀπεκάλουν, aus Aesch. anführend εἴτ' οὖν σοφιστὴς καλὰ παραπαίων χέλυν; auch Eur. nennt den Orpheus σοφιστὴς Θρ ῄξ, Rhes. 924, wie es auch Pind. I. 4, 28 zu nehmen ist; der Etwas geschickt erfindet (vgl. [[σόφισμα]]), ἵνα μάθῃ σοφιστὴς ὢν Διὸς νωθέστερος, Aesch. Prom. 62, vgl. 946; πολλῶν σοφιστὴς πημάτων ἐγιγνόμην, Eur. Heracl. 993; τῶν ἱερῶν μελῶν σοφισταί, Ael. H. A. 11, 1; οἱ τὴν ἱππείαν σοφισταί, 13, 9; ὀψοποιητικῆς πραγματείας σοφισταί, Poll. 6, 71; vgl. Ath. IX, 377 f. – Ueb. der in Angelegenheiten des öffentlichen und häuslichen Lebens gewandte und erfahrene Mann, von praktischer Lebensklugheit; so heißen bei Her. die sogenannten sieben Weisen immer σοφισταί, z. B. 1, 29 (vgl. Euphro bei Ath. IX, 379 v. 10); eben so Pythagoras, 4, 95; daher es zuweilen auch den Weisen im höheren Sinne des Wortes bezeichnet, den Gelehrten, der sich durch Kenntnisse und Nachdenken vor der großen Menge auszeichnet, vgl. D. L. prooem. 12. – Bei den Athenern bes. der für Geld die Kunst zu denken und zu sprechen, Philosophie u. Beredrsamkeit lehrt, der Redekünstler, σοφιστῶν ἀκροαταί, Thuc. 3, 38; in diesem Sinne hießen Protagoras, Gorgias, Hippias, Prodikus und Thrasvmachus Sophisten; und weil diese sich hauptsächlich mit der Beredtsamkeit beschäftigten, hießen auch Redner, bes. diejenigen, welche wie Isokrates Reden schrieben, σοφισταί, Isocr. 4, 3, im Ggstz der Dichter, 4, 82. – Die Erklärung des Arist. elench. Soph. 1, 2, ἔστι γὰρ ὁ σοφιστὴς χρηματιστὴς ἀπὸ φαινομένης σοφίας, ἀλλ' οὐκ οὐσης, wird von Sokrates Zeit an geltend, der durch seine scharfsinnigen Unterhaltungen mit ihnen ihr lediglich auf den äußern Schein gerichtetes Streben bloßstellte, wie sie durch Trugschlüsse und Redekunststücke die Zuhörer zu überreden suchten, ihnen aber keine wahre Weisheit mittheilten, nur auf eignen Ruhm u. Gewinn bedacht waren. Dah. von Aristophanes u. Platon an das Wort auch den Nebenbegriff des Großprahlers, Aufschneiders, ja des gauklerischen Betrügers erhält, Dem. 18, 276 δεινὸν καὶ γόητα καὶ σοφιστὴν καὶ τὰ. τοιαῦτ' ὀνομάζων. – Später, als die alte, ächte Beredtsamkeit verschwunden war, kam der Sophist wieder zu Ehren und bezeichnete, ungefähr gleichbedeutend mit [[ῥήτωρ]], den Lehrer u. Meister im prosaischen Ausdruck, der nicht sowohl des Inhalts, als der schönen Form wegen schreibt, gleichviel ob Reden, Briefe, Geschichtswerke oder Anderes, vgl. Villois. praef. ad Long.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> tout homme qui excelle dans un art : [[σοφιστής]] τινος <i>ou</i> [[τι]] habile en qch;<br /><b>2</b> philosophe, sage;<br /><b>3</b> <i>à Athènes, depuis le milieu du 5ᵉ s.</i> maître de philosophie et d'éloquence, sophiste ; <i>en mauv. part</i> charlatan, imposteur.<br />'''Étymologie:''' [[σοφίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σοφιστής''': -οῦ, ὁ, ([[σοφίζω]]) ὁ [[καλῶς]] κατέχων τὴν σοφίαν ἢ τὴν τέχνην του, ἐπὶ μάντεως, Ἡρόδ. 2. 49· ἐπὶ ποιητῶν, μελέταν σοφισταῖς πρόσβαλον Πινδ. Ι. 5 (4). 36, πρβλ. Κρατῖν. ἐν «Ἀρχιλόχοις» 2)· ἐπὶ μουσικῶν, σοφιστὴς.. παραπαίων χέλυν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 320, πρβλ. Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 73, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Σοφ.» 13· σοφιστῇ Θρῃκὶ (ἐξυπακ. τῷ Ὀρφεῖ) Εὐρ. Ρῆσ. 924, πρβλ. Ἀθήν. 632C· -μετὰ προσδιορισμῶν, οἱ σ. τῶν ἱερῶν μελῶν Αἰλ. π. Ζ. 11. 1· ἐπὶ τοῦ Δημιουργοῦ τοῦ παντὸς (ὁ δημιουργός), [[πάνυ]] θαυμαστὸν λέγεις σ. Πλάτ. Πολ. 596D· ἐπὶ μαγείρων, εἰς τοὺς σ. τὸν μάγειρον [[ἐγγράφω]] Ἄλεξ. ἐν «Μιλησίᾳ» 1. 14, πρβλ. Εὔφρ. ἐν «Ἀδελφ.» 1. 11· τὴν ἱππείαν, [[ἔμπειρος]], [[δεξιός]], ἠσκημένος εἰς .., Αἰλ. π. Ζ. 13. 9· μεταφορ., σ. πημάτων, «μαθημένος» εἰς ἀθλιότητα, Εὐρ. Ἡρακλ. 993· -ἀκολούθως, 2) [[ὡσαύτως]], [[φρόνιμος]], ὁ δεξιὸς εἰς πράγματα τῆς ζωῆς ταύτης, [[σοφός]], [[φρόνιμος]] [[ἄνθρωπος]], συνετὸς πολιτικὸς [[ἀνήρ]], καὶ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας οἱ ἑπτὰ σοφοὶ καλοῦνται σοφισταί, Ἡρόδ. 1. 29, πρβλ. Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 251, Ἀριστ. Ἀποσπ. 7, Δημ. 1416. 11, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 208R· -οὕτω καὶ ὁ [[Πυθαγόρας]], Ἡρόδ. 4. 95, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16· [[οὕτως]] οἱ Βραχμᾶνες, Ἀρρ. Ἀν. 6. 16, 5, ἴδε ἐν λέξ. γυμνοσοφιστής· [[ὡσαύτως]] μετ’ εἰρωνικῆς κατά τι σημασίας, ἵνα μάθῃ σοφιστὴς ὤν Διὸς νωθέστερος Αἰσχύλ. Πρ. 62 ([[ἔνθα]] ἴδε Blomf.), πρβλ. 944· [[κρείσσων]] σοφιστοῦ παντὸς [[εὑρέτις]] Σοφ. Ἀποσπ. 88, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 921· παροιμ., μισῶ σοφιστὴν [[ὅστις]] οὐχ αὑτῷ σοφὸς Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 332· πρβλ. ἐπὶ πᾶσιν Ἀριστείδ. 2. σ. 311, ἐπὶ τῆς εὐγενεστάτης σημασίας τοῦ [[σοφός]], ὁ σοφὸς [[ἄνθρωπος]], [[φιλόσοφος]], ἴδε Valck. εἰς Ἱππ. 921. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Πλάτωνος, [[σοφιστής]], δηλ. ὁ διδάσκων ἀντὶ χρημάτων γραμματικήν, ῥητορικήν, πολιτικήν, μαθηματικά, οἷοι ἦσαν ὁ Πρόδικος, ὁ Γοργίας, ὁ Πρωταγόρας (τὴν σοφίαν τοὺς ἀργυρίου τῷ βουλομένῳ πωλοῦντας σοφιστὰς ἀποκαλοῦσιν Ξεν. Ἀπομν. 1. 6. 13), Θουκ. 3. 38. Πλάτ. Πρωτ. 313C, Εὐθύδ. 272Α, Λάχ. 186C, Μένων 85Β, πρβλ. Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 159, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 2. 6, Ἀριστείδ. 2. 311· σ. ἄχρηστοι καὶ βίου δεόμενοι Λυσ. 912 ἐν τέλ. -Ὁ σοφιστὴς κατὰ τὸν Κικ. de Orat. 3. 16, κατεῖχε dicendi faciendique sapientian, ἱκανότητα [[περί]] τε τὸ λέγειν καὶ τὸ πράττειν· [[διότι]] πολλοὶ ἐξ αὐτῶν, ὡς ὁ Γοργίας, ἦσαν καὶ δημόσιοι ῥήτορες (oratores) καὶ ῥητοροδιδάσκαλοι (rhetores). Πολλοὶ τῶν σοφιστῶν ἀναμφιβόλως [[οὐδόλως]] ἐφρόντιζον περὶ ἀληθείας ἢ ἠθικότητος καὶ [[ἁπλῶς]] ἐπηγγέλλοντο νὰ διδάσκωσι τὴν τέχνην, δι’ ἧς ὁ [[ἥσσων]] [[λόγος]] ἠδύνατο νὰ φαίνηται κρείττων· δὲν φαίνεται [[ὅμως]] ὅτι ὑπάρχει [[λόγος]] νὰ νομίζωμεν ὅτι ἀπετέλουν ἰδίαν τινὰ αἵρεσιν καὶ διδάσκοντες ἴδιά τινα δόγματα· [[μάλιστα]] καὶ αὐτὸς ὁ [[Σωκράτης]] καὶ ὁ [[Πλάτων]] ἐκαλοῦντο [[ἐνίοτε]] σοφισταί, Ἀριστείδ. 2. 249· καὶ οἱ φιλόσοφοι [[καθόλου]] οὕτω καλοῦνται ἔν τινι νόμῳ τοῦ 307 π.Χ.· ἴδε Grote εἰς Πλάτωνα 1. σ. 262 σημ., πρβλ. 177, 541 κἑξ., καὶ πρβλ Cope ἐν τῷ Journ. of Classical Philol. 1, σ. 145 κἑξ., Jowett Indrod. to Plat. Soph. - Ἐκ τῆς κακῆς φήμης τῶν κατ’ [[ἐπάγγελμα]] Σοφιστῶν ἐν Ἀθήναις κατήντησε νὰ σημαίνῃ, 2) σοφιστὴς (ἐπὶ τῆς κακῆς σημασίας), [[ἄνθρωπος]] σοφιστευόμενος, [[ἀπατεών]], Ἀριστοφ. Νεφ. 331, 1111, κ. ἀλλ., Πλάτ. Σοφ. 268D· γόητα καὶ σοφιστὴν ὀνομάζων Δημ. 318. 1. 3) κατὰ τοὺς μεταγεν. χρόνους τὸ [[ὄνομα]] σοφιστὴς ἐπανῆλθεν εἰς τιμὴν λεγόμενον ἐπὶ τῶν ῥητόρων, τῶν διδασκάλων τῆς ῥητορικῆς, καὶ τῶν πεζογράφων τῶν Ρωμαϊκῶν χρόνων, οἷοι ἦσαν ὁ Φιλόστρατος καὶ ὁ Λιβάνιος· [[συχνάκις]] φέρεται ὡς τιμητικὸν ἐπώνυμον ἐν ἐπιταφίοις, Συλλ. Ἐπιγρ. 373b (προσθῆκαι), 397, 424, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 591, 877, κ. ἀλλ. ― Πρβλ. [[σοφία]], σοφὸς ἐπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους.
|lstext='''σοφιστής''': -οῦ, ὁ, ([[σοφίζω]]) ὁ [[καλῶς]] κατέχων τὴν σοφίαν ἢ τὴν τέχνην του, ἐπὶ μάντεως, Ἡρόδ. 2. 49· ἐπὶ ποιητῶν, μελέταν σοφισταῖς πρόσβαλον Πινδ. Ι. 5 (4). 36, πρβλ. Κρατῖν. ἐν «Ἀρχιλόχοις» 2)· ἐπὶ μουσικῶν, σοφιστὴς.. παραπαίων χέλυν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 320, πρβλ. Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 73, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Σοφ.» 13· σοφιστῇ Θρῃκὶ (ἐξυπακ. τῷ Ὀρφεῖ) Εὐρ. Ρῆσ. 924, πρβλ. Ἀθήν. 632C· -μετὰ προσδιορισμῶν, οἱ σ. τῶν ἱερῶν μελῶν Αἰλ. π. Ζ. 11. 1· ἐπὶ τοῦ Δημιουργοῦ τοῦ παντὸς (ὁ δημιουργός), [[πάνυ]] θαυμαστὸν λέγεις σ. Πλάτ. Πολ. 596D· ἐπὶ μαγείρων, εἰς τοὺς σ. τὸν μάγειρον [[ἐγγράφω]] Ἄλεξ. ἐν «Μιλησίᾳ» 1. 14, πρβλ. Εὔφρ. ἐν «Ἀδελφ.» 1. 11· τὴν ἱππείαν, [[ἔμπειρος]], [[δεξιός]], ἠσκημένος εἰς .., Αἰλ. π. Ζ. 13. 9· μεταφορ., σ. πημάτων, «μαθημένος» εἰς ἀθλιότητα, Εὐρ. Ἡρακλ. 993· -ἀκολούθως, 2) [[ὡσαύτως]], [[φρόνιμος]], ὁ δεξιὸς εἰς πράγματα τῆς ζωῆς ταύτης, [[σοφός]], [[φρόνιμος]] [[ἄνθρωπος]], συνετὸς πολιτικὸς [[ἀνήρ]], καὶ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας οἱ ἑπτὰ σοφοὶ καλοῦνται σοφισταί, Ἡρόδ. 1. 29, πρβλ. Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 251, Ἀριστ. Ἀποσπ. 7, Δημ. 1416. 11, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 208R· -οὕτω καὶ ὁ [[Πυθαγόρας]], Ἡρόδ. 4. 95, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16· [[οὕτως]] οἱ Βραχμᾶνες, Ἀρρ. Ἀν. 6. 16, 5, ἴδε ἐν λέξ. γυμνοσοφιστής· [[ὡσαύτως]] μετ’ εἰρωνικῆς κατά τι σημασίας, ἵνα μάθῃ σοφιστὴς ὤν Διὸς νωθέστερος Αἰσχύλ. Πρ. 62 ([[ἔνθα]] ἴδε Blomf.), πρβλ. 944· [[κρείσσων]] σοφιστοῦ παντὸς [[εὑρέτις]] Σοφ. Ἀποσπ. 88, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 921· παροιμ., μισῶ σοφιστὴν [[ὅστις]] οὐχ αὑτῷ σοφὸς Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 332· πρβλ. ἐπὶ πᾶσιν Ἀριστείδ. 2. σ. 311, ἐπὶ τῆς εὐγενεστάτης σημασίας τοῦ [[σοφός]], ὁ σοφὸς [[ἄνθρωπος]], [[φιλόσοφος]], ἴδε Valck. εἰς Ἱππ. 921. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Πλάτωνος, [[σοφιστής]], δηλ. ὁ διδάσκων ἀντὶ χρημάτων γραμματικήν, ῥητορικήν, πολιτικήν, μαθηματικά, οἷοι ἦσαν ὁ Πρόδικος, ὁ Γοργίας, ὁ Πρωταγόρας (τὴν σοφίαν τοὺς ἀργυρίου τῷ βουλομένῳ πωλοῦντας σοφιστὰς ἀποκαλοῦσιν Ξεν. Ἀπομν. 1. 6. 13), Θουκ. 3. 38. Πλάτ. Πρωτ. 313C, Εὐθύδ. 272Α, Λάχ. 186C, Μένων 85Β, πρβλ. Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 159, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 2. 6, Ἀριστείδ. 2. 311· σ. ἄχρηστοι καὶ βίου δεόμενοι Λυσ. 912 ἐν τέλ. -Ὁ σοφιστὴς κατὰ τὸν Κικ. de Orat. 3. 16, κατεῖχε dicendi faciendique sapientian, ἱκανότητα [[περί]] τε τὸ λέγειν καὶ τὸ πράττειν· [[διότι]] πολλοὶ ἐξ αὐτῶν, ὡς ὁ Γοργίας, ἦσαν καὶ δημόσιοι ῥήτορες (oratores) καὶ ῥητοροδιδάσκαλοι (rhetores). Πολλοὶ τῶν σοφιστῶν ἀναμφιβόλως [[οὐδόλως]] ἐφρόντιζον περὶ ἀληθείας ἢ ἠθικότητος καὶ [[ἁπλῶς]] ἐπηγγέλλοντο νὰ διδάσκωσι τὴν τέχνην, δι’ ἧς ὁ [[ἥσσων]] [[λόγος]] ἠδύνατο νὰ φαίνηται κρείττων· δὲν φαίνεται [[ὅμως]] ὅτι ὑπάρχει [[λόγος]] νὰ νομίζωμεν ὅτι ἀπετέλουν ἰδίαν τινὰ αἵρεσιν καὶ διδάσκοντες ἴδιά τινα δόγματα· [[μάλιστα]] καὶ αὐτὸς ὁ [[Σωκράτης]] καὶ ὁ [[Πλάτων]] ἐκαλοῦντο [[ἐνίοτε]] σοφισταί, Ἀριστείδ. 2. 249· καὶ οἱ φιλόσοφοι [[καθόλου]] οὕτω καλοῦνται ἔν τινι νόμῳ τοῦ 307 π.Χ.· ἴδε Grote εἰς Πλάτωνα 1. σ. 262 σημ., πρβλ. 177, 541 κἑξ., καὶ πρβλ Cope ἐν τῷ Journ. of Classical Philol. 1, σ. 145 κἑξ., Jowett Indrod. to Plat. Soph. - Ἐκ τῆς κακῆς φήμης τῶν κατ’ [[ἐπάγγελμα]] Σοφιστῶν ἐν Ἀθήναις κατήντησε νὰ σημαίνῃ, 2) σοφιστὴς (ἐπὶ τῆς κακῆς σημασίας), [[ἄνθρωπος]] σοφιστευόμενος, [[ἀπατεών]], Ἀριστοφ. Νεφ. 331, 1111, κ. ἀλλ., Πλάτ. Σοφ. 268D· γόητα καὶ σοφιστὴν ὀνομάζων Δημ. 318. 1. 3) κατὰ τοὺς μεταγεν. χρόνους τὸ [[ὄνομα]] σοφιστὴς ἐπανῆλθεν εἰς τιμὴν λεγόμενον ἐπὶ τῶν ῥητόρων, τῶν διδασκάλων τῆς ῥητορικῆς, καὶ τῶν πεζογράφων τῶν Ρωμαϊκῶν χρόνων, οἷοι ἦσαν ὁ Φιλόστρατος καὶ ὁ Λιβάνιος· [[συχνάκις]] φέρεται ὡς τιμητικὸν ἐπώνυμον ἐν ἐπιταφίοις, Συλλ. Ἐπιγρ. 373b (προσθῆκαι), 397, 424, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 591, 877, κ. ἀλλ. ― Πρβλ. [[σοφία]], σοφὸς ἐπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> tout homme qui excelle dans un art : [[σοφιστής]] τινος <i>ou</i> [[τι]] habile en qch;<br /><b>2</b> philosophe, sage;<br /><b>3</b> <i>à Athènes, depuis le milieu du 5ᵉ s.</i> maître de philosophie et d'éloquence, sophiste ; <i>en mauv. part</i> charlatan, imposteur.<br />'''Étymologie:''' [[σοφίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml