Anonymous

στήμων: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0942.png Seite 942]] ονος, ὁ, der Aufzug am stehenden, senkrechten Webstuhl der Alten, an welchem der Weber bei der Arbeit stand, die Kette, Hes. O. 540; στήμονα νεῖν, Ar. Lys. 519, Ggstz [[κρόκη]], der Einschlag, Plat. Polit. 281 a Crat. 388 b. – Eben so am Flechtwerke die Stäbe, um welche die dünnen Ruthen geschlagen werden, Mathem. vett.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0942.png Seite 942]] ονος, ὁ, der Aufzug am stehenden, senkrechten Webstuhl der Alten, an welchem der Weber bei der Arbeit stand, die Kette, Hes. O. 540; στήμονα νεῖν, Ar. Lys. 519, Ggstz [[κρόκη]], der Einschlag, Plat. Polit. 281 a Crat. 388 b. – Eben so am Flechtwerke die Stäbe, um welche die dünnen Ruthen geschlagen werden, Mathem. vett.
}}
{{bailly
|btext=ονος (ὁ) :<br />chaîne de tisserand.<br />'''Étymologie:''' R. Στα, se tenir debout ; cf. [[ἵστημι]], cf. <i>lat.</i> stamen.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στήμων''': -ονος, ὁ, (ἵστημι) τὸ «στημόνι» ἐν τῷ ἀρχαίῳ ἱστῷ ἐν ᾧ ὁ ὑφαίνων ἵστατο [[ὄρθιος]] ἀντὶ νὰ κάθηται (τὸ δὲ «ὑφάδι» καλεῖται [[κρόκη]], ἴδε τὴν λέξ.), στήμονι δ’ ἐν παυρῷ πολλὴν [[κρόκα]] μηρύσασθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 536· ἄττεσθαι Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 5· ἀκλώστους στ. Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 53· πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 281Α, 282D, Κρατ. 388Β. ΙΙ. κλωστή, [[νῆμα]], στ. νεῖν Βατραχομ. 183, Ἀριστοφ. Λυσ. 519, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 301· [[στήμων]] ἐξεσμένος, σκωπτικὸν [[ὄνομα]] ἀνθρώπου παραπολὺ ἰσχνοῦ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 684.
|lstext='''στήμων''': -ονος, ὁ, (ἵστημι) τὸ «στημόνι» ἐν τῷ ἀρχαίῳ ἱστῷ ἐν ᾧ ὁ ὑφαίνων ἵστατο [[ὄρθιος]] ἀντὶ νὰ κάθηται (τὸ δὲ «ὑφάδι» καλεῖται [[κρόκη]], ἴδε τὴν λέξ.), στήμονι δ’ ἐν παυρῷ πολλὴν [[κρόκα]] μηρύσασθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 536· ἄττεσθαι Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 5· ἀκλώστους στ. Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 53· πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 281Α, 282D, Κρατ. 388Β. ΙΙ. κλωστή, [[νῆμα]], στ. νεῖν Βατραχομ. 183, Ἀριστοφ. Λυσ. 519, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 301· [[στήμων]] ἐξεσμένος, σκωπτικὸν [[ὄνομα]] ἀνθρώπου παραπολὺ ἰσχνοῦ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 684.
}}
{{bailly
|btext=ονος (ὁ) :<br />chaîne de tisserand.<br />'''Étymologie:''' R. Στα, se tenir debout ; cf. [[ἵστημι]], cf. <i>lat.</i> stamen.
}}
}}
{{grml
{{grml