Anonymous

στήμων: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ονος (ὁ) :<br />chaîne de tisserand.<br />'''Étymologie:''' R. Στα, se tenir debout ; cf. [[ἵστημι]], cf. <i>lat.</i> stamen.
|btext=ονος (ὁ) :<br />chaîne de tisserand.<br />'''Étymologie:''' R. Στα, se tenir debout ; cf. [[ἵστημι]], cf. <i>lat.</i> stamen.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στήμων''': -ονος, , (ἵστημι) τὸ «στημόνι» ἐν τῷ ἀρχαίῳ ἱστῷ ἐν ᾧ ὁ ὑφαίνων ἵστατο [[ὄρθιος]] ἀντὶ νὰ κάθηται (τὸ δὲ «ὑφάδι» καλεῖται [[κρόκη]], ἴδε τὴν λέξ.), στήμονι δ’ ἐν παυρῷ πολλὴν [[κρόκα]] μηρύσασθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 536· ἄττεσθαι Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 5· ἀκλώστους στ. Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 53· πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 281Α, 282D, Κρατ. 388Β. ΙΙ. κλωστή, [[νῆμα]], στ. νεῖν Βατραχομ. 183, Ἀριστοφ. Λυσ. 519, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 301· [[στήμων]] ἐξεσμένος, σκωπτικὸν [[ὄνομα]] ἀνθρώπου παραπολὺ ἰσχνοῦ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 684.
|elnltext=στήμων -ονος, ὁ, Dor. στᾱ́μων [~ στάμνος] schering (bij een rechtopstaand weefgetouw loodrecht naar beneden hangend). uitbr. draad.
}}
{{elru
|elrutext='''στήμων:''' ονος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[ткацкая основа]] Hes., Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[ткань]] Batr., Arph., Men.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''στήμων:''' -ονος, ὁ ([[στῆναι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[στημόνι]] στον αρχαίο αργαλειό που, όταν ύφαινε ο [[υφαντής]] έπρεπε να στέκεται όρθιος, σε Ησίοδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[κλωστή]], [[νήμα]], σε Βάβρ.
|lsmtext='''στήμων:''' -ονος, ὁ ([[στῆναι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[στημόνι]] στον αρχαίο αργαλειό που, όταν ύφαινε ο [[υφαντής]] έπρεπε να στέκεται όρθιος, σε Ησίοδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[κλωστή]], [[νήμα]], σε Βάβρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στήμων:''' ονος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[ткацкая основа]] Hes., Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[ткань]] Batr., Arph., Men.
|lstext='''στήμων''': -ονος, , (ἵστημι) τὸ «στημόνι» ἐν τῷ ἀρχαίῳ ἱστῷ ἐν ᾧ ὁ ὑφαίνων ἵστατο [[ὄρθιος]] ἀντὶ νὰ κάθηται (τὸ δὲ «ὑφάδι» καλεῖται [[κρόκη]], ἴδε τὴν λέξ.), στήμονι δ’ ἐν παυρῷ πολλὴν [[κρόκα]] μηρύσασθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 536· ἄττεσθαι Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 5· ἀκλώστους στ. Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 53· πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 281Α, 282D, Κρατ. 388Β. ΙΙ. κλωστή, [[νῆμα]], στ. νεῖν Βατραχομ. 183, Ἀριστοφ. Λυσ. 519, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 301· [[στήμων]] ἐξεσμένος, σκωπτικὸν [[ὄνομα]] ἀνθρώπου παραπολὺ ἰσχνοῦ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 684.
}}
{{elnl
|elnltext=στήμων -ονος, ὁ, Dor. στᾱ́μων [~ στάμνος] schering (bij een rechtopstaand weefgetouw loodrecht naar beneden hangend). uitbr. draad.
}}
}}
{{etym
{{etym