3,273,446
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ονος (ὁ) :<br />chaîne de tisserand.<br />'''Étymologie:''' R. Στα, se tenir debout ; cf. [[ἵστημι]], cf. <i>lat.</i> stamen. | |btext=ονος (ὁ) :<br />chaîne de tisserand.<br />'''Étymologie:''' R. Στα, se tenir debout ; cf. [[ἵστημι]], cf. <i>lat.</i> stamen. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=στήμων -ονος, ὁ, Dor. στᾱ́μων [~ στάμνος] schering (bij een rechtopstaand weefgetouw loodrecht naar beneden hangend). uitbr. draad. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στήμων:''' ονος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[ткацкая основа]] Hes., Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[ткань]] Batr., Arph., Men. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''στήμων:''' -ονος, ὁ ([[στῆναι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[στημόνι]] στον αρχαίο αργαλειό που, όταν ύφαινε ο [[υφαντής]] έπρεπε να στέκεται όρθιος, σε Ησίοδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[κλωστή]], [[νήμα]], σε Βάβρ. | |lsmtext='''στήμων:''' -ονος, ὁ ([[στῆναι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[στημόνι]] στον αρχαίο αργαλειό που, όταν ύφαινε ο [[υφαντής]] έπρεπε να στέκεται όρθιος, σε Ησίοδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[κλωστή]], [[νήμα]], σε Βάβρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''στήμων''': -ονος, ὁ, (ἵστημι) τὸ «στημόνι» ἐν τῷ ἀρχαίῳ ἱστῷ ἐν ᾧ ὁ ὑφαίνων ἵστατο [[ὄρθιος]] ἀντὶ νὰ κάθηται (τὸ δὲ «ὑφάδι» καλεῖται [[κρόκη]], ἴδε τὴν λέξ.), στήμονι δ’ ἐν παυρῷ πολλὴν [[κρόκα]] μηρύσασθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 536· ἄττεσθαι Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 5· ἀκλώστους στ. Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 53· πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 281Α, 282D, Κρατ. 388Β. ΙΙ. κλωστή, [[νῆμα]], στ. νεῖν Βατραχομ. 183, Ἀριστοφ. Λυσ. 519, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 301· [[στήμων]] ἐξεσμένος, σκωπτικὸν [[ὄνομα]] ἀνθρώπου παραπολὺ ἰσχνοῦ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 684. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |