3,274,754
edits
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0931.png Seite 931]] υος, ὁ, die [[Aehre]], Kornähre; περὶ σταχύεσσιν [[ἐέρση]], Il. 23, 598; Hes. O. 475; auch die Aehre anderer Pflanzen, βύβλου δὲ καρπὸς οὐ κρατεῖ στάχυν, Aesch. Suppl. 742; λειμῶνος ἠρινοῦ στάχυν, Eur. Suppl. 448; τοὺς [[στάχυς]], Ar. Equ. 392. – Übertr., wie Frucht, [[ὕβρις]] γὰρ ἐξανθοῦσ' ἐκάρπ ωσε στάχυν ἄτης, Aesch. Pers. 807; u. bei Eur. χρυσοπήληκα στάχυν Σπαρτῶν, Phoen. 946; auch Sprößling, Sohn, trg. Erechth. 22 bei Lycurg. 24; vgl. Artemidor. 5, 63. 84. – Bei Poll. 2, 168 der Theil des Leides unter dem Bauche. – Bei Hesych. ein Wort der Schiffbauer, τὸ ἐπὶ τῆς φάλαγγος μεριζόμενον. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0931.png Seite 931]] υος, ὁ, die [[Aehre]], Kornähre; περὶ σταχύεσσιν [[ἐέρση]], Il. 23, 598; Hes. O. 475; auch die Aehre anderer Pflanzen, βύβλου δὲ καρπὸς οὐ κρατεῖ στάχυν, Aesch. Suppl. 742; λειμῶνος ἠρινοῦ στάχυν, Eur. Suppl. 448; τοὺς [[στάχυς]], Ar. Equ. 392. – Übertr., wie Frucht, [[ὕβρις]] γὰρ ἐξανθοῦσ' ἐκάρπ ωσε στάχυν ἄτης, Aesch. Pers. 807; u. bei Eur. χρυσοπήληκα στάχυν Σπαρτῶν, Phoen. 946; auch Sprößling, Sohn, trg. Erechth. 22 bei Lycurg. 24; vgl. Artemidor. 5, 63. 84. – Bei Poll. 2, 168 der Theil des Leides unter dem Bauche. – Bei Hesych. ein Wort der Schiffbauer, τὸ ἐπὶ τῆς φάλαγγος μεριζόμενον. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=υος (ὁ) :<br />épi, <i>particul.</i> épi de blé ; <i>fig.</i> fruit, rejeton.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἵστημι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στάχυς''': [στᾰχῡς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 5], -υος, ὁ· πληθ., Ἐπικ. δοτ. σταχύεσσι Ἰλ. Ψ. 598· αἰτ. στάχῡς Ἀριστοφ. Ἱππ. 393· - [[στάχυς]] σίτου, Λατ. spica, ἐν τῷ πληθ., Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 471, κτλ.· τοὺς ὑπερέχοντας τῶν στ. Ἀριστ. Προβλ. 3. 13, 17· ἐν τῷ ἑνικῷ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 761, Ἀποσπ. 304, 305, Σοφ. Ἀποσπ. 462b, καὶ συχν. παρ’ Εὐρ· - μεταφορ., στ. ἄτης Αἰσχύλ. Πέρσ. 821· ἐκ καλάμης .. στάχυες, ἐπὶ τῶν ποιημάτων τοῦ Βακχυλίδου, Ἀνθ. Π. 4. 1, 34· - παρ’ Εὐρ., ἐπὶ τῶν Θηβαίων Σπαρτῶν, Φοίν. 939, Ἡρ. Μαιν. 5, Βάκχ. 264· καὶ ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 393, ἐπὶ τοῦ θερισμοῦ τοῦ Κλέωνος συλλαβόντος τοὺς Σπαρτιάτας ἐν Σφακτηρίᾳ. 2) [[καθόλου]], [[τέκνον]], [[βλαστός]], ἔκγονον, στ. ἄρσην Εὐρ. Ἀποσπ. 362. 22, πρβλ. Λυκόφρ. 214· δισσὸν Βορέου στ. Ὀρφ. Ἀργ. 216· τέκνων Μανέθων 6. 304· ἀνδρῶν Νόνν. Δ. 18. 267· Ἑλλάδος ἀμώων ἄγαμον στ. Ἀνθ. Π. 9. 362. 3) [[ὄνομα]] ἀστέρος ἐν τῷ ἀστερισμῷ τῆς Παρθένου, spica Virginis, Ἄρατ. 97· ἐν τῷ πληθ., Μανέθων 2. 134. ΙΙ. τὸ κατώτατον [[μέρος]] τοῦ ὑπογαστρίου, Λατ. pubes, Πολυδ. Β΄, 168, Εὐστ. 194. 4. ΙΙΙ. τὸ φυτὸν stachys, Διοσκ. 3. 120, Πλίν. 24. 86. IV. νάρδου στάχυ = [[στάχος]], Γεωπ. 7. 13, 1. V. [[χειρουργικός]] τις [[ἐπίδεσμος]], ὃν περιγράφει ὁ Ὀρειβάσ. 106 Mai., Ἡσύχ. Ἡ √ΣΤΑΧ προῆλθεν [[ἴσως]] κατ’ ἐπέκτασιν ἐκ τῆς √ΣΤΑ, ἵστημι· ὁ δὲ [[τύπος]] ἄσταχυς ἔχει προτεταγμένον τὸ εὐφων. α). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 121. | |lstext='''στάχυς''': [στᾰχῡς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 5], -υος, ὁ· πληθ., Ἐπικ. δοτ. σταχύεσσι Ἰλ. Ψ. 598· αἰτ. στάχῡς Ἀριστοφ. Ἱππ. 393· - [[στάχυς]] σίτου, Λατ. spica, ἐν τῷ πληθ., Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 471, κτλ.· τοὺς ὑπερέχοντας τῶν στ. Ἀριστ. Προβλ. 3. 13, 17· ἐν τῷ ἑνικῷ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 761, Ἀποσπ. 304, 305, Σοφ. Ἀποσπ. 462b, καὶ συχν. παρ’ Εὐρ· - μεταφορ., στ. ἄτης Αἰσχύλ. Πέρσ. 821· ἐκ καλάμης .. στάχυες, ἐπὶ τῶν ποιημάτων τοῦ Βακχυλίδου, Ἀνθ. Π. 4. 1, 34· - παρ’ Εὐρ., ἐπὶ τῶν Θηβαίων Σπαρτῶν, Φοίν. 939, Ἡρ. Μαιν. 5, Βάκχ. 264· καὶ ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 393, ἐπὶ τοῦ θερισμοῦ τοῦ Κλέωνος συλλαβόντος τοὺς Σπαρτιάτας ἐν Σφακτηρίᾳ. 2) [[καθόλου]], [[τέκνον]], [[βλαστός]], ἔκγονον, στ. ἄρσην Εὐρ. Ἀποσπ. 362. 22, πρβλ. Λυκόφρ. 214· δισσὸν Βορέου στ. Ὀρφ. Ἀργ. 216· τέκνων Μανέθων 6. 304· ἀνδρῶν Νόνν. Δ. 18. 267· Ἑλλάδος ἀμώων ἄγαμον στ. Ἀνθ. Π. 9. 362. 3) [[ὄνομα]] ἀστέρος ἐν τῷ ἀστερισμῷ τῆς Παρθένου, spica Virginis, Ἄρατ. 97· ἐν τῷ πληθ., Μανέθων 2. 134. ΙΙ. τὸ κατώτατον [[μέρος]] τοῦ ὑπογαστρίου, Λατ. pubes, Πολυδ. Β΄, 168, Εὐστ. 194. 4. ΙΙΙ. τὸ φυτὸν stachys, Διοσκ. 3. 120, Πλίν. 24. 86. IV. νάρδου στάχυ = [[στάχος]], Γεωπ. 7. 13, 1. V. [[χειρουργικός]] τις [[ἐπίδεσμος]], ὃν περιγράφει ὁ Ὀρειβάσ. 106 Mai., Ἡσύχ. Ἡ √ΣΤΑΧ προῆλθεν [[ἴσως]] κατ’ ἐπέκτασιν ἐκ τῆς √ΣΤΑ, ἵστημι· ὁ δὲ [[τύπος]] ἄσταχυς ἔχει προτεταγμένον τὸ εὐφων. α). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 121. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |