Anonymous

στολίς: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0946.png Seite 946]] ἡ, = [[στολή]], 1) Kleid, Antip. Sid. 34 (Plan. 176) u. öfter; – [[νηῶν]] στολίδες λεπταλέαι, Segel, Satyr. 6 (X, 6); – στολὶς [[ἄκρα]], = [[ἀκροστόλιον]], Eratosth. catast. 35. – 2) eine Falte im Kleide, welche auf der Ferse ruht, αἱ [[ἐξεπίτηδες]] ὑπὸ δεσμοῦ γιγνόμεναι κατὰ τέλη τοῖς χιτῶσιν ἐπιπτυχαί, Poll. 7, 54; Eur. Bacch. 924. – Auch Runzel, κεκλασμέναις στολίσι καὶ ῥυτίσι, Plut. discr. ad. et amic. 32; Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0946.png Seite 946]] ἡ, = [[στολή]], 1) Kleid, Antip. Sid. 34 (Plan. 176) u. öfter; – [[νηῶν]] στολίδες λεπταλέαι, Segel, Satyr. 6 (X, 6); – στολὶς [[ἄκρα]], = [[ἀκροστόλιον]], Eratosth. catast. 35. – 2) eine Falte im Kleide, welche auf der Ferse ruht, αἱ [[ἐξεπίτηδες]] ὑπὸ δεσμοῦ γιγνόμεναι κατὰ τέλη τοῖς χιτῶσιν ἐπιπτυχαί, Poll. 7, 54; Eur. Bacch. 924. – Auch Runzel, κεκλασμέναις στολίσι καὶ ῥυτίσι, Plut. discr. ad. et amic. 32; Medic.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> vêtement, robe;<br /><b>2</b> pli d'un vêtement ; <i>en gén.</i> pli, ride.<br />'''Étymologie:''' [[στέλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στολίς''': -ίδος, ἡ, = στολὴ ΙΙ, [[ἔνδυμα]], [[ἐσθής]], Ἐυρ. Φοίν. 1491, Ἀνθ. Π. 7. 27, κτλ.· νεβρῶν στολίδες, δηλ. νεβρίδες φορούμεναι ὡς ἐνδύματα, Εὐρ. Ἑλ. 1539. 2) [[νηῶν]] στολίδες, ἱστία, Ἀνθ. Π. 10. 6· - [[ἀλλά]], στολὶς [[ἄκρα]] = [[ἀκροστόλιον]] (ὃ ἴδε), Ἐρατοσθ. Καταστ. 35. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., πτυχαί, «τσακίσματα» ἐνδύματος, πέπλων Εὐρ. Βάκχ. 936· τῶν ἀνδριάντων Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 35· πρβλ. [[στολιδωτός]]· [[οὕτως]], ἐπὶ τῶν ῥυτίδων ἢ πτυχῶν τῆς μήτρας καὶ ἄλλων μερῶν, Ἰατρ.· [[ὡσαύτως]] αἱ πτυχαὶ ἢ ῥυτίδες συνωφρυωμένου μετώπου, Πλούτ. 2. 64Α, πρβλ. Πολυδ. Β, 46.
|lstext='''στολίς''': -ίδος, ἡ, = στολὴ ΙΙ, [[ἔνδυμα]], [[ἐσθής]], Ἐυρ. Φοίν. 1491, Ἀνθ. Π. 7. 27, κτλ.· νεβρῶν στολίδες, δηλ. νεβρίδες φορούμεναι ὡς ἐνδύματα, Εὐρ. Ἑλ. 1539. 2) [[νηῶν]] στολίδες, ἱστία, Ἀνθ. Π. 10. 6· - [[ἀλλά]], στολὶς [[ἄκρα]] = [[ἀκροστόλιον]] (ὃ ἴδε), Ἐρατοσθ. Καταστ. 35. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., πτυχαί, «τσακίσματα» ἐνδύματος, πέπλων Εὐρ. Βάκχ. 936· τῶν ἀνδριάντων Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 35· πρβλ. [[στολιδωτός]]· [[οὕτως]], ἐπὶ τῶν ῥυτίδων ἢ πτυχῶν τῆς μήτρας καὶ ἄλλων μερῶν, Ἰατρ.· [[ὡσαύτως]] αἱ πτυχαὶ ἢ ῥυτίδες συνωφρυωμένου μετώπου, Πλούτ. 2. 64Α, πρβλ. Πολυδ. Β, 46.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> vêtement, robe;<br /><b>2</b> pli d'un vêtement ; <i>en gén.</i> pli, ride.<br />'''Étymologie:''' [[στέλλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml