Anonymous

στολίς: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> vêtement, robe;<br /><b>2</b> pli d'un vêtement ; <i>en gén.</i> pli, ride.<br />'''Étymologie:''' [[στέλλω]].
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> vêtement, robe;<br /><b>2</b> pli d'un vêtement ; <i>en gén.</i> pli, ride.<br />'''Étymologie:''' [[στέλλω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στολίς''': -ίδος, ἡ, = στολὴ ΙΙ, [[ἔνδυμα]], [[ἐσθής]], Ἐυρ. Φοίν. 1491, Ἀνθ. Π. 7. 27, κτλ.· νεβρῶν στολίδες, δηλ. νεβρίδες φορούμεναι ὡς ἐνδύματα, Εὐρ. Ἑλ. 1539. 2) [[νηῶν]] στολίδες, ἱστία, Ἀνθ. Π. 10. 6· - [[ἀλλά]], στολὶς [[ἄκρα]] = [[ἀκροστόλιον]] (ὃ ἴδε), Ἐρατοσθ. Καταστ. 35. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., πτυχαί, «τσακίσματα» ἐνδύματος, πέπλων Εὐρ. Βάκχ. 936· τῶν ἀνδριάντων Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 35· πρβλ. [[στολιδωτός]]· [[οὕτως]], ἐπὶ τῶν ῥυτίδων ἢ πτυχῶν τῆς μήτρας καὶ ἄλλων μερῶν, Ἰατρ.· [[ὡσαύτως]] αἱ πτυχαὶ ἢ ῥυτίδες συνωφρυωμένου μετώπου, Πλούτ. 2. 64Α, πρβλ. Πολυδ. Β, 46.
|elnltext=στολίς -ίδος, ἡ [στέλλω] kleed, gewaad, mantel:. νεβρῶν στολίδες mantels van huiden van jonge herten Eur. Hel. 1359. vouw, plooi. Eur. Ba. 936.
}}
{{elru
|elrutext='''στολίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ [[στέλλω]]<br /><b class="num">1)</b> [[одеяние]], [[одежда]], [[платье]] (κροκόεσσα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[шкура]] (νεβρῶν στολίδες Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[полотнище]]: [[νηῶν]] στολίδες Anth. корабельные паруса;<br /><b class="num">4)</b> [[складка]], [[сборка]], [[морщина]] (πέπλων στολίδες Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''στολίς:''' -[[ίδος]], ἡ, = [[στολή]] II,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ένδυμα]], [[φόρεμα]], [[εσθήτα]], σε Ευρ. κ.λπ.· <i>νεβρῶν στολίδες</i>, δηλ. δέρματα από νεαρά ελαφάκια που τα φορούσαν ως ενδύματα, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[νηῶν]] στολίδες, πανιά των πλοίων, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., πτυχές ενδύματος, σε Ευρ.
|lsmtext='''στολίς:''' -[[ίδος]], ἡ, = [[στολή]] II,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ένδυμα]], [[φόρεμα]], [[εσθήτα]], σε Ευρ. κ.λπ.· <i>νεβρῶν στολίδες</i>, δηλ. δέρματα από νεαρά ελαφάκια που τα φορούσαν ως ενδύματα, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[νηῶν]] στολίδες, πανιά των πλοίων, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., πτυχές ενδύματος, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στολίς:''' ίδος (ῐδ) [[στέλλω]]<br /><b class="num">1)</b> [[одеяние]], [[одежда]], [[платье]] (κροκόεσσα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[шкура]] (νεβρῶν στολίδες Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[полотнище]]: [[νηῶν]] στολίδες Anth. корабельные паруса;<br /><b class="num">4)</b> [[складка]], [[сборка]], [[морщина]] (πέπλων στολίδες Eur.).
|lstext='''στολίς''': -ίδος, , = στολὴ ΙΙ, [[ἔνδυμα]], [[ἐσθής]], Ἐυρ. Φοίν. 1491, Ἀνθ. Π. 7. 27, κτλ.· νεβρῶν στολίδες, δηλ. νεβρίδες φορούμεναι ὡς ἐνδύματα, Εὐρ. Ἑλ. 1539. 2) [[νηῶν]] στολίδες, ἱστία, Ἀνθ. Π. 10. 6· - [[ἀλλά]], στολὶς [[ἄκρα]] = [[ἀκροστόλιον]] (ὃ ἴδε), Ἐρατοσθ. Καταστ. 35. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., πτυχαί, «τσακίσματα» ἐνδύματος, πέπλων Εὐρ. Βάκχ. 936· τῶν ἀνδριάντων Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 35· πρβλ. [[στολιδωτός]]· [[οὕτως]], ἐπὶ τῶν ῥυτίδων ἢ πτυχῶν τῆς μήτρας καὶ ἄλλων μερῶν, Ἰατρ.· [[ὡσαύτως]] αἱ πτυχαὶ ἢ ῥυτίδες συνωφρυωμένου μετώπου, Πλούτ. 2. 64Α, πρβλ. Πολυδ. Β, 46.
}}
{{elnl
|elnltext=στολίς -ίδος, ἡ [στέλλω] kleed, gewaad, mantel:. νεβρῶν στολίδες mantels van huiden van jonge herten Eur. Hel. 1359. vouw, plooi. Eur. Ba. 936.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στολίς]], ίδος, ἡ, = [[στολή]] II]<br /><b class="num">I.</b> a [[garment]], [[robe]], Eur., etc.; νεβρῶν στολίδες, i. e. fawnskins [[worn]] as garments, Eur.<br /><b class="num">2.</b> [[νηῶν]] στολίδες sails, Anth.<br /><b class="num">II.</b> in plural folds in a [[garment]], Eur.
|mdlsjtxt=[[στολίς]], ίδος, ἡ, = [[στολή]] II]<br /><b class="num">I.</b> a [[garment]], [[robe]], Eur., etc.; νεβρῶν στολίδες, i. e. fawnskins [[worn]] as garments, Eur.<br /><b class="num">2.</b> [[νηῶν]] στολίδες sails, Anth.<br /><b class="num">II.</b> in plural folds in a [[garment]], Eur.
}}
}}