στολίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0946.png Seite 946]] wie [[στέλλω]], in Stand setzen, ausrüsten; στολίσας νηὸς πτερά, die Segel einziehend, Hes. O. 630; ἐστολισμένον δορί, bewaffnet, Eur. Suppl. 659; νῆας εἰδόμαν σημείοις ἐστολισμένας, I. A. 255; στόλισον αὐτήν, schmücke sie, Anacr. 15, 29; Plut. καὶ [[κοσμέω]], Is. et Osir. 39; – auch übertr., στόλιζες φρένας, Leo phil. ep. 5 (IX, 214).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0946.png Seite 946]] wie [[στέλλω]], in Stand setzen, ausrüsten; στολίσας νηὸς πτερά, die Segel einziehend, Hes. O. 630; ἐστολισμένον δορί, bewaffnet, Eur. Suppl. 659; νῆας εἰδόμαν σημείοις ἐστολισμένας, I. A. 255; στόλισον αὐτήν, schmücke sie, Anacr. 15, 29; Plut. καὶ [[κοσμέω]], Is. et Osir. 39; – auch übertr., στόλιζες φρένας, Leo phil. ep. 5 (IX, 214).
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> appareiller, équiper, acc. ; <i>en gén.</i> munir de, τινι;<br /><b>2</b> vêtir.<br />'''Étymologie:''' [[στολίς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στολίζω''': μέλλ. -ίσω, (στολὶς) ὡς τὸ [[στέλλω]], [[παρασκευάζω]], [[ἐξοπλίζω]], [[ἑτοιμάζω]]· στολίσας νηὸς πτερά, περιστείλας, συστείλας τὰ ἱστία, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 626. 2) [[παρασκευάζω]], [[ἐνδύω]], [[στολίζω]], τινά τινι Ἀνακρέοντ. 15. 29· τινὰ Πλούτ. 2. 366F. - Παθητ., ἐστολισμένος δορί, ὡπλισμένος μὲ [[δόρυ]], Εὐρ. Ἱκέτ. 659· [[νῆες]] σημείοις ἐστ. Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 255· νυμφικῶς ἐστ. Ἀχιλλ. Τάτ. 3. 7· ἐστ. στολὴν βασιλικὴν Ἑβδ. (Ἐσθ. Η΄(Θ΄), 15)· ἀπολ., ἐστολισμένος, ἐνδεδυμένος τελείως, [[αὐτόθι]] (Α΄ Ἔσδρ. Α΄, 2, κτλ., πρβλ. Ἐσθ. Δ΄, 4, Ϛ΄, 9). 3) μεταφορ., κοσμῶ, [[στολίζω]], τί τινι Ἀνθ. Π. 9. 214. ΙΙ. εἶμαι [[στολιστής]], Συλλ. Ἐπιγρ. 481. 9. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 276.
|lstext='''στολίζω''': μέλλ. -ίσω, (στολὶς) ὡς τὸ [[στέλλω]], [[παρασκευάζω]], [[ἐξοπλίζω]], [[ἑτοιμάζω]]· στολίσας νηὸς πτερά, περιστείλας, συστείλας τὰ ἱστία, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 626. 2) [[παρασκευάζω]], [[ἐνδύω]], [[στολίζω]], τινά τινι Ἀνακρέοντ. 15. 29· τινὰ Πλούτ. 2. 366F. - Παθητ., ἐστολισμένος δορί, ὡπλισμένος μὲ [[δόρυ]], Εὐρ. Ἱκέτ. 659· [[νῆες]] σημείοις ἐστ. Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 255· νυμφικῶς ἐστ. Ἀχιλλ. Τάτ. 3. 7· ἐστ. στολὴν βασιλικὴν Ἑβδ. (Ἐσθ. Η΄(Θ΄), 15)· ἀπολ., ἐστολισμένος, ἐνδεδυμένος τελείως, [[αὐτόθι]] (Α΄ Ἔσδρ. Α΄, 2, κτλ., πρβλ. Ἐσθ. Δ΄, 4, Ϛ΄, 9). 3) μεταφορ., κοσμῶ, [[στολίζω]], τί τινι Ἀνθ. Π. 9. 214. ΙΙ. εἶμαι [[στολιστής]], Συλλ. Ἐπιγρ. 481. 9. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 276.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> appareiller, équiper, acc. ; <i>en gén.</i> munir de, τινι;<br /><b>2</b> vêtir.<br />'''Étymologie:''' [[στολίς]].
}}
}}
{{eles
{{eles