Anonymous

σπάνις: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0916.png Seite 916]] ἡ, von Sachen, [[Seltenheit]], das in geringer Anzahl Vorhandensein, [[Mangel]]; ὥςτε μὴ σπάνιν ποτὲ [[σχεῖν]] τοῦ βίου, Soph. O. R. 1461; O. C. 507; βίου, Eur. Hec. 12; ἀγαθῶν, Rhes. 245; βύβλων, Her. 5, 58; Thuc. 7, 60; ἀργυρίου [[σπάνις]] ἐστὶν ἐν πόλει, Lys. 19, 11; νομῆς, Plat, Legg. III, 679 a; ἐν σπάνει χρημάτων καταστήσειν, Dem. 19, 153; Pol. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0916.png Seite 916]] ἡ, von Sachen, [[Seltenheit]], das in geringer Anzahl Vorhandensein, [[Mangel]]; ὥςτε μὴ σπάνιν ποτὲ [[σχεῖν]] τοῦ βίου, Soph. O. R. 1461; O. C. 507; βίου, Eur. Hec. 12; ἀγαθῶν, Rhes. 245; βύβλων, Her. 5, 58; Thuc. 7, 60; ἀργυρίου [[σπάνις]] ἐστὶν ἐν πόλει, Lys. 19, 11; νομῆς, Plat, Legg. III, 679 a; ἐν σπάνει χρημάτων καταστήσειν, Dem. 19, 153; Pol. u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><i>dat. ion.</i> ι;<br /><b>1</b> rareté, insuffisance ; manque : [[τῶν]] χρημάτων, ἀργυρίου insuffisance <i>ou</i> manque de ressources, d'argent;<br /><b>2</b> difficulté.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σπάνις''': ἡ, γεν. εως, δοτ. ει, Ἰων. ι· (ἴδε ἐν λ. [[πένομαι]])· ἐπὶ πραγμάτων, [[σπανιότης]], [[ὀλιγότης]], [[ἔλλειψις]], τόλμης Εὐρ. Ὀρ. 942· ἀνδρῶν Δημ. 779. 16· θηρίων Στράβ. 127· νεκύων Ἀνθ. Π. 9. 53· - οὐ [[σπάνις]] ... ἔχειν = οὐ σπάνιον, δὲν ὑπάρχει [[ἔλλειψις]] ἢ [[δυσκολία]] νά …, Εὐρ. Ι. Α. 1163· σπ. ἐστὶ τυχεῖν τινος, [[εἶναι]] σπάνιον [[πρᾶγμα]] νὰ ἐπιτύχῃ τις, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 52, 53· - ἀπολ., [[ἔλλειψις]], [[λιμός]], τροφὰς ἐν τῇ μεγάλῃ σπάνει παρέσχε Συλλ. Ἐπιγρ. 378· ἡ ... σπ. [[πρόχειρος]] εἰς τὸ δρᾶν κακά, ἡ [[ἔλλειψις]], ἡ [[πτωχεία]], Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 69. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, τὸ μὴ ἔχειν, στερεῖσθαί τινος, μετὰ γενικ., ἐν σπάνι βύβλων Ἡρόδ. 5. 58· σπ. τοῦ βίου, ἡ [[πτωχεία]], Σοφ. Ο. Τ. 1461· βίου Εὐρ. Ἑκ. 12· ἢν δέ του σπάνιν τιν΄ ἴσχῃς Σοφ. Ο. Κ. 506, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 678D· σπ. τῶν ἀναγκαίων Ἀντιφῶν 125. 24· τῇ τῶν χρημάτων σπάνει Θουκ. 1. 142· ἀργυρίου Λυσ. 152 ἐν τέλ.· ἐν σπάνει χρημάτων Δημ. 389. 6.
|lstext='''σπάνις''': ἡ, γεν. εως, δοτ. ει, Ἰων. ι· (ἴδε ἐν λ. [[πένομαι]])· ἐπὶ πραγμάτων, [[σπανιότης]], [[ὀλιγότης]], [[ἔλλειψις]], τόλμης Εὐρ. Ὀρ. 942· ἀνδρῶν Δημ. 779. 16· θηρίων Στράβ. 127· νεκύων Ἀνθ. Π. 9. 53· - οὐ [[σπάνις]] ... ἔχειν = οὐ σπάνιον, δὲν ὑπάρχει [[ἔλλειψις]] ἢ [[δυσκολία]] νά …, Εὐρ. Ι. Α. 1163· σπ. ἐστὶ τυχεῖν τινος, [[εἶναι]] σπάνιον [[πρᾶγμα]] νὰ ἐπιτύχῃ τις, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 52, 53· - ἀπολ., [[ἔλλειψις]], [[λιμός]], τροφὰς ἐν τῇ μεγάλῃ σπάνει παρέσχε Συλλ. Ἐπιγρ. 378· ἡ ... σπ. [[πρόχειρος]] εἰς τὸ δρᾶν κακά, ἡ [[ἔλλειψις]], ἡ [[πτωχεία]], Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 69. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, τὸ μὴ ἔχειν, στερεῖσθαί τινος, μετὰ γενικ., ἐν σπάνι βύβλων Ἡρόδ. 5. 58· σπ. τοῦ βίου, ἡ [[πτωχεία]], Σοφ. Ο. Τ. 1461· βίου Εὐρ. Ἑκ. 12· ἢν δέ του σπάνιν τιν΄ ἴσχῃς Σοφ. Ο. Κ. 506, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 678D· σπ. τῶν ἀναγκαίων Ἀντιφῶν 125. 24· τῇ τῶν χρημάτων σπάνει Θουκ. 1. 142· ἀργυρίου Λυσ. 152 ἐν τέλ.· ἐν σπάνει χρημάτων Δημ. 389. 6.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><i>dat. ion.</i> ι;<br /><b>1</b> rareté, insuffisance ; manque : [[τῶν]] χρημάτων, ἀργυρίου insuffisance <i>ou</i> manque de ressources, d'argent;<br /><b>2</b> difficulté.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
}}
{{grml
{{grml