Anonymous

σπαθάω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0915.png Seite 915]] den Zettel oo. Einschlag beim Weben mit der [[σπάθη]] schlagen, Philyll. bei Poll. 10, 126; Schol. Ar. Nubb. 54. 56; – übtr., verzetteln, [[vergeuden]]; Ar. a. a. O.; τὰ χρήματα, Plut. Pericl. 14; πάντα τὰ τῶν ἀνθρώπων [[συγκεχυμένως]] καὶ ἀκρίτως φέρεται καὶ σπαθᾶται, Superst. 7, vgl. Alciphr. 3, 34. 65; [[schlemmen]], prassen, viel, übermäßig essen, σπαθήσεις δὶς ἢ τρὶς τῆς ἡμέρας, du wirst dich des Tages zwei- od. dreimal voll essen, Luc. Luct. 17, [[varia lectio|v.l.]] δυσπαθήσεις; – anzetteln, einfädeln, [[anstiften]], διὰ ταῦτ' ἐσπαθᾶτο ταῦτα, Dem. 19, 43; – σπαθᾶν φυτά, Gewächse beschneiden, und sie dadurch kleiner machen, Jac. Philostr. imagg. p. 496.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0915.png Seite 915]] den Zettel oo. Einschlag beim Weben mit der [[σπάθη]] schlagen, Philyll. bei Poll. 10, 126; Schol. Ar. Nubb. 54. 56; – übtr., verzetteln, [[vergeuden]]; Ar. a. a. O.; τὰ χρήματα, Plut. Pericl. 14; πάντα τὰ τῶν ἀνθρώπων [[συγκεχυμένως]] καὶ ἀκρίτως φέρεται καὶ σπαθᾶται, Superst. 7, vgl. Alciphr. 3, 34. 65; [[schlemmen]], prassen, viel, übermäßig essen, σπαθήσεις δὶς ἢ τρὶς τῆς ἡμέρας, du wirst dich des Tages zwei- od. dreimal voll essen, Luc. Luct. 17, [[varia lectio|v.l.]] δυσπαθήσεις; – anzetteln, einfädeln, [[anstiften]], διὰ ταῦτ' ἐσπαθᾶτο ταῦτα, Dem. 19, 43; – σπαθᾶν φυτά, Gewächse beschneiden, und sie dadurch kleiner machen, Jac. Philostr. imagg. p. 496.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />serrer le tissu avec la [[σπάθη]] ; <i>p. suite fig.</i> :<br /><b>1</b> prodiguer, gaspiller, <i>comme le tisserand qui prodigue le fil en serrant trop le tissu</i>;<br /><b>2</b> se livrer à des excès, à la débauche.<br />'''Étymologie:''' [[σπάθη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σπᾰθάω''': ἐν τῷ ὑφαίνειν, κτυπῶ πρὸς τὰ πάνω τὸ [[ὕφασμα]] διὰ κτενίου ἢ τῆς σπάθης (ὃ ἴδε), σπ. τὸν ἱστόν, [[ὅπως]] τὸ [[ὕφασμα]] γίνηται πυκνὸν καὶ ἰσχυρόν, Φιλύλλ. ἐν «Πόλεσι» 4, πρβλ.· Πολυδ. Ζ΄, 36. ΙΙ. μεταφορ. ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 55, [[λίαν]] σπαθάν, [[καταναλίσκω]], καθηδυπαθῶ, ἀσωτεύω, [[ἰδιόρρυθμος]] [[φράσις]] εἰς δήλωσιν τῆς τῶν χρημάτων σπατάλης (πιθανῶς μετὰ παιδιὰς ἐπὶ τῆς λ. [[σπαταλάω]])· οὕτω, τὰ πατρῷα βρύκει καὶ σπαθᾷ Διφιλ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 27· σπ. τὰ χρήματα Πλουτ. Περικλ. 14, πρβλ. 2. 168Α, Λουκ. Κατάπλ. ἢ Τύρανν. 20, Φιλόστρ. 223, Ἀλκίφρων 3. 34· - μεταφορ. [[ὡσαύτως]] παρὰ Δημ. 354 ἐν τέλ., ἀσπαθᾶτο [[ταῦτα]] καὶ ἐδημηγορεῖτο, - [[ἔνθα]] ἡ ἀρίστη [[ἑρμηνεία]] [[εἶναι]] ὡς φαίνεται ἡ τοῦ Σχολ. ἐσπαθᾶτο = ἐδαψιλεύετο, ἅπαντα τὰ κέρδη καὶ αἱ ὠφέλειαι ἐσπαταλήθησαν· [[οὕτως]]: ἀκρίτως φέρεται καὶ σπαθᾶται τὰ τῶν ἀνθρώπων Πλούτ. 2. 168Α. 2) [[ὡσαύτως]] = [[ἀλαζονεύομαι]], Μένανδρ. παρὰ Φωτ. («Μισογύνης» 1). ΙΙΙ. σπ. φυτά, [[κλαδεύω]] φυτά, [[περικόπτω]], Ἰακώψ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκ. σ. 496. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σπαθᾷ· τρυφᾷ. ἀναλίσκει ἀσώτως καὶ ἀφειδῶς, ἀλαζονεύεται».
|lstext='''σπᾰθάω''': ἐν τῷ ὑφαίνειν, κτυπῶ πρὸς τὰ πάνω τὸ [[ὕφασμα]] διὰ κτενίου ἢ τῆς σπάθης (ὃ ἴδε), σπ. τὸν ἱστόν, [[ὅπως]] τὸ [[ὕφασμα]] γίνηται πυκνὸν καὶ ἰσχυρόν, Φιλύλλ. ἐν «Πόλεσι» 4, πρβλ.· Πολυδ. Ζ΄, 36. ΙΙ. μεταφορ. ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 55, [[λίαν]] σπαθάν, [[καταναλίσκω]], καθηδυπαθῶ, ἀσωτεύω, [[ἰδιόρρυθμος]] [[φράσις]] εἰς δήλωσιν τῆς τῶν χρημάτων σπατάλης (πιθανῶς μετὰ παιδιὰς ἐπὶ τῆς λ. [[σπαταλάω]])· οὕτω, τὰ πατρῷα βρύκει καὶ σπαθᾷ Διφιλ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 27· σπ. τὰ χρήματα Πλουτ. Περικλ. 14, πρβλ. 2. 168Α, Λουκ. Κατάπλ. ἢ Τύρανν. 20, Φιλόστρ. 223, Ἀλκίφρων 3. 34· - μεταφορ. [[ὡσαύτως]] παρὰ Δημ. 354 ἐν τέλ., ἀσπαθᾶτο [[ταῦτα]] καὶ ἐδημηγορεῖτο, - [[ἔνθα]] ἡ ἀρίστη [[ἑρμηνεία]] [[εἶναι]] ὡς φαίνεται ἡ τοῦ Σχολ. ἐσπαθᾶτο = ἐδαψιλεύετο, ἅπαντα τὰ κέρδη καὶ αἱ ὠφέλειαι ἐσπαταλήθησαν· [[οὕτως]]: ἀκρίτως φέρεται καὶ σπαθᾶται τὰ τῶν ἀνθρώπων Πλούτ. 2. 168Α. 2) [[ὡσαύτως]] = [[ἀλαζονεύομαι]], Μένανδρ. παρὰ Φωτ. («Μισογύνης» 1). ΙΙΙ. σπ. φυτά, [[κλαδεύω]] φυτά, [[περικόπτω]], Ἰακώψ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκ. σ. 496. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σπαθᾷ· τρυφᾷ. ἀναλίσκει ἀσώτως καὶ ἀφειδῶς, ἀλαζονεύεται».
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />serrer le tissu avec la [[σπάθη]] ; <i>p. suite fig.</i> :<br /><b>1</b> prodiguer, gaspiller, <i>comme le tisserand qui prodigue le fil en serrant trop le tissu</i>;<br /><b>2</b> se livrer à des excès, à la débauche.<br />'''Étymologie:''' [[σπάθη]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm