Anonymous

στόνυξ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0949.png Seite 949]] υχος, ὁ, wie [[ὄνυξ]], die scharfe Spitze der Nägel oder Krallen, Hesych.; übh. Spitze, Schneide; Lycophr. 795; bes. ein scharfes, schneidendes Werkzeug, τοὺς συλόνυχας στόνυχας, Phani. 6 (VI, 307), Nagelscheere; von Bergen, Ap. Rh. 4, 1679 u. Lycophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0949.png Seite 949]] υχος, ὁ, wie [[ὄνυξ]], die scharfe Spitze der Nägel oder Krallen, Hesych.; übh. Spitze, Schneide; Lycophr. 795; bes. ein scharfes, schneidendes Werkzeug, τοὺς συλόνυχας στόνυχας, Phani. 6 (VI, 307), Nagelscheere; von Bergen, Ap. Rh. 4, 1679 u. Lycophr.
}}
{{bailly
|btext=υχος (ὁ) :<br /><b>1</b> extrémité des ongles <i>ou</i> des griffes;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> pointe <i>ou</i> tranchant <i>en gén.</i> d'une pierre, d'un rocher ; <i>particul.</i> [[οἱ]] στόνυχες ciseaux.<br />'''Étymologie:''' [[στενός]], [[ὄνυξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στόνυξ''': -ῠχος, ὁ, πᾶσα [[ὀξεῖα]] [[ἄκρα]], [[οἷον]] ὀξὺ [[ἄκρον]] βράχου, πρὸς ὀξὺν στόνυχα πετραίου λίθου Εὐρ. Κύκλ. 401· πετραίῳ στόνυχι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1679· νησιωτικὸς στ., Πάχυνος Λυκόφρ. 1181· Οὐταῖος στ., ὁ [[χαυλιόδους]] ἀγριοχοίρου, Λυκόφρ. 486· [[λοίγιος]] στ., τὸ [[κέντρον]] τοῦ ἰχθύος τοῦ καλουμένου [[τρυγών]], ὁ αὐτ. 795· ἐπὶ τῶν ὀνύχων ζῴου σαρκοβόρου καὶ ἁρπακτικοῦ, Ὀππ. Κυν. 3. 232· κονδυλομάχαιρον, τοὺς συλόνυχας στόνυχας Ἀνθ. Π. 6. 307. - Πρβλ. σπόρθυγξ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στόνυχες· τὰ εἰς ὀξὺ λήγουσα, καὶ τὰ [[ἄκρα]] τῶν ὀνύχων», καὶ «στόνυξι· κέρασι».
|lstext='''στόνυξ''': -ῠχος, ὁ, πᾶσα [[ὀξεῖα]] [[ἄκρα]], [[οἷον]] ὀξὺ [[ἄκρον]] βράχου, πρὸς ὀξὺν στόνυχα πετραίου λίθου Εὐρ. Κύκλ. 401· πετραίῳ στόνυχι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1679· νησιωτικὸς στ., Πάχυνος Λυκόφρ. 1181· Οὐταῖος στ., ὁ [[χαυλιόδους]] ἀγριοχοίρου, Λυκόφρ. 486· [[λοίγιος]] στ., τὸ [[κέντρον]] τοῦ ἰχθύος τοῦ καλουμένου [[τρυγών]], ὁ αὐτ. 795· ἐπὶ τῶν ὀνύχων ζῴου σαρκοβόρου καὶ ἁρπακτικοῦ, Ὀππ. Κυν. 3. 232· κονδυλομάχαιρον, τοὺς συλόνυχας στόνυχας Ἀνθ. Π. 6. 307. - Πρβλ. σπόρθυγξ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στόνυχες· τὰ εἰς ὀξὺ λήγουσα, καὶ τὰ [[ἄκρα]] τῶν ὀνύχων», καὶ «στόνυξι· κέρασι».
}}
{{bailly
|btext=υχος (ὁ) :<br /><b>1</b> extrémité des ongles <i>ou</i> des griffes;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> pointe <i>ou</i> tranchant <i>en gén.</i> d'une pierre, d'un rocher ; <i>particul.</i> [[οἱ]] στόνυχες ciseaux.<br />'''Étymologie:''' [[στενός]], [[ὄνυξ]].
}}
}}
{{grml
{{grml