Anonymous

στόνυξ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 16: Line 16:
|btext=υχος (ὁ) :<br /><b>1</b> extrémité des ongles <i>ou</i> des griffes;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> pointe <i>ou</i> tranchant <i>en gén.</i> d'une pierre, d'un rocher ; <i>particul.</i> [[οἱ]] στόνυχες ciseaux.<br />'''Étymologie:''' [[στενός]], [[ὄνυξ]].
|btext=υχος (ὁ) :<br /><b>1</b> extrémité des ongles <i>ou</i> des griffes;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> pointe <i>ou</i> tranchant <i>en gén.</i> d'une pierre, d'un rocher ; <i>particul.</i> [[οἱ]] στόνυχες ciseaux.<br />'''Étymologie:''' [[στενός]], [[ὄνυξ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στόνυξ''': -ῠχος, , πᾶσα [[ὀξεῖα]] [[ἄκρα]], [[οἷον]] ὀξὺ [[ἄκρον]] βράχου, πρὸς ὀξὺν στόνυχα πετραίου λίθου Εὐρ. Κύκλ. 401· πετραίῳ στόνυχι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1679· νησιωτικὸς στ., Πάχυνος Λυκόφρ. 1181· Οὐταῖος στ., ὁ [[χαυλιόδους]] ἀγριοχοίρου, Λυκόφρ. 486· [[λοίγιος]] στ., τὸ [[κέντρον]] τοῦ ἰχθύος τοῦ καλουμένου [[τρυγών]], ὁ αὐτ. 795· ἐπὶ τῶν ὀνύχων ζῴου σαρκοβόρου καὶ ἁρπακτικοῦ, Ὀππ. Κυν. 3. 232· κονδυλομάχαιρον, τοὺς συλόνυχας στόνυχας Ἀνθ. Π. 6. 307. - Πρβλ. σπόρθυγξ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στόνυχες· τὰ εἰς ὀξὺ λήγουσα, καὶ τὰ [[ἄκρα]] τῶν ὀνύχων», καὶ «στόνυξι· κέρασι».
|elnltext=στόνυξ -υχος, ὁ [στόχος?, ὄνυξ?] (scherpe) punt (van stenen).
}}
{{elru
|elrutext='''στόνυξ:''' ῠχος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[острый край]], [[острие]] (πετραίου λίθου Eur.);<br /><b class="num">2)</b> pl. [[ножницы]] (στόνυχες συλόνυχες Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''στόνυξ:''' -ῠχος, ὁ, [[κάθε]] αιχμηρό [[άκρο]], όπως αυτό του βράχου, [[κόψη]], σε Ευρ.· [[σουγιάς]], [[σουβλί]], σε Ανθ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''στόνυξ:''' -ῠχος, ὁ, [[κάθε]] αιχμηρό [[άκρο]], όπως αυτό του βράχου, [[κόψη]], σε Ευρ.· [[σουγιάς]], [[σουβλί]], σε Ανθ. (άγν. προέλ.).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στόνυξ:''' ῠχος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[острый край]], [[острие]] (πετραίου λίθου Eur.);<br /><b class="num">2)</b> pl. [[ножницы]] (στόνυχες συλόνυχες Anth.).
|lstext='''στόνυξ''': -ῠχος, , πᾶσα [[ὀξεῖα]] [[ἄκρα]], [[οἷον]] ὀξὺ [[ἄκρον]] βράχου, πρὸς ὀξὺν στόνυχα πετραίου λίθου Εὐρ. Κύκλ. 401· πετραίῳ στόνυχι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1679· νησιωτικὸς στ., Πάχυνος Λυκόφρ. 1181· Οὐταῖος στ., ὁ [[χαυλιόδους]] ἀγριοχοίρου, Λυκόφρ. 486· [[λοίγιος]] στ., τὸ [[κέντρον]] τοῦ ἰχθύος τοῦ καλουμένου [[τρυγών]], ὁ αὐτ. 795· ἐπὶ τῶν ὀνύχων ζῴου σαρκοβόρου καὶ ἁρπακτικοῦ, Ὀππ. Κυν. 3. 232· κονδυλομάχαιρον, τοὺς συλόνυχας στόνυχας Ἀνθ. Π. 6. 307. - Πρβλ. σπόρθυγξ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στόνυχες· τὰ εἰς ὀξὺ λήγουσα, καὶ τὰ [[ἄκρα]] τῶν ὀνύχων», καὶ «στόνυξι· κέρασι».
}}
{{elnl
|elnltext=στόνυξ -υχος, [στόχος?, ὄνυξ?] (scherpe) punt (van stenen).
}}
}}
{{etym
{{etym