Anonymous

συγκρίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] (s. [[κρίνω]]), zusammensetzen, verbinden, vereinigen, vgl. Pors. Eur. Med. 136; [[τίς]] συνέκρινε κάλυκας βάτῳ, Strat. 46 (XII, 204); Ggstz von [[διακρίνω]], Plat. Tim. 67 d Parm. 157 a u. oft; zusammenhalten und vergleichen, τὶ [[πρός]] τι, Arist. rhet. 1, 9; Pol. 6, 36, 8; vgl. Lob. Phryn. 278; dah. messen, beurtheilen, μή με τάφῳ σύγκρινε, Ep. ad. 619 (VII, 137); τὶ ἐκ παραθέσεως, Pol. 12, 10, 1, u. oft. Vgl. noch Luc. Soloec. 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] (s. [[κρίνω]]), zusammensetzen, verbinden, vereinigen, vgl. Pors. Eur. Med. 136; [[τίς]] συνέκρινε κάλυκας βάτῳ, Strat. 46 (XII, 204); Ggstz von [[διακρίνω]], Plat. Tim. 67 d Parm. 157 a u. oft; zusammenhalten und vergleichen, τὶ [[πρός]] τι, Arist. rhet. 1, 9; Pol. 6, 36, 8; vgl. Lob. Phryn. 278; dah. messen, beurtheilen, μή με τάφῳ σύγκρινε, Ep. ad. 619 (VII, 137); τὶ ἐκ παραθέσεως, Pol. 12, 10, 1, u. oft. Vgl. noch Luc. Soloec. 5.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> assembler, combiner, unir ; <i>Pass.</i> être formé par la réunion de plusieurs parties;<br /><b>2</b> rapprocher, comparer : [[τι]] [[πρός]] [[τι]] une chose à une autre ; ἑαυτόν PLUT se comparer à qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> συγκρίνομαι se mesurer avec un autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κρίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκρίνω''': [ῑ], [[χωρίζω]] καὶ ἐκ νέου [[συντίθημι]], [[καθόλου]], [[σχηματίζω]] διὰ συμπήξεως, [[συντίθημι]], ἀντίθετον τῷ [[διακρίνω]], Ἐμπεδ. ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 4, 6, πρβλ. 1. 3, 8, Ἐπίχ. 126 Ahr., Τίμαιος Λοκρ. 101C, Πλάτ. Τίμ. 67D, κτλ.· [[μάλιστα]] ἐν τῇ φυσικῇ, τὰ συγκρινόμενα, [[εἶναι]] σώματα ἐν τῷ σχηματίζεσθαι διὰ συμπήξεως, Ἀναξαγ. 3, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 72C, Παρμ. 157Α· συνεκρίθη, συνέστη Ἱππ. 1170Η· συγκρίνεσθαι εἰς [[ὕδωρ]], ἐπὶ ἀτμῶν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 20, πρβλ. 1. 13, 12· ἐξ οὗ συνεκρίθη, ἐξ οὗ ἐσχηματίσθη, Πλούτ. 2. 905Α. ΙΙ. [[παραβάλλω]], τι [[πρός]] τι Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 38, Πολιτ. 4. 11, 1, πρβλ. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 17, Λοβ. εἰς Φρύν. 278, τινί τι Ἀνθ. Παλατ. 12. 204· ἑαυτόν τινι Πλουτ. Γ. Γράκχ. 4, Κ. Δ.· συγκρ. τι ἐκ παραθέσεως Πολύβ. 12. 10, 1· σ. τὰ λεγόμενα, [[παραβάλλω]] καὶ [[ἐξετάζω]], ὁ αὐτ. 14. 3, 7, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 2, 9 μή με τάφῳ σύγκρινε, μὴ κρῖνέ με ἐκ τοῦ τάφου, Ἀριστ. Π. 7. 137· ― Παθητ., μετρῶ ἐμαυτὸν πρὸς ἕτερον, [[παραβάλλω]] ἐμαυτὸν πρὸς ἄλλον, [[ἀγωνίζομαι]], ἁμιλλῶμαι, τινι Διόδ. 4. 14· εἰς ἅμιλλαν ὁ αὐτ. 1. 58· ― τὴν χρῆσιν ταύτην ψέγει ὁ Λουκ. ἐν Σολοικ. 5, Θωμ. Μάγιστρ. σ. 821. ΙΙΙ. σ. ἐνύπνια, [[ἑρμηνεύω]] ἐνύπνια, Ἑβδ. (Γέν. Μ΄, 8).
|lstext='''συγκρίνω''': [ῑ], [[χωρίζω]] καὶ ἐκ νέου [[συντίθημι]], [[καθόλου]], [[σχηματίζω]] διὰ συμπήξεως, [[συντίθημι]], ἀντίθετον τῷ [[διακρίνω]], Ἐμπεδ. ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 4, 6, πρβλ. 1. 3, 8, Ἐπίχ. 126 Ahr., Τίμαιος Λοκρ. 101C, Πλάτ. Τίμ. 67D, κτλ.· [[μάλιστα]] ἐν τῇ φυσικῇ, τὰ συγκρινόμενα, [[εἶναι]] σώματα ἐν τῷ σχηματίζεσθαι διὰ συμπήξεως, Ἀναξαγ. 3, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 72C, Παρμ. 157Α· συνεκρίθη, συνέστη Ἱππ. 1170Η· συγκρίνεσθαι εἰς [[ὕδωρ]], ἐπὶ ἀτμῶν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 20, πρβλ. 1. 13, 12· ἐξ οὗ συνεκρίθη, ἐξ οὗ ἐσχηματίσθη, Πλούτ. 2. 905Α. ΙΙ. [[παραβάλλω]], τι [[πρός]] τι Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 38, Πολιτ. 4. 11, 1, πρβλ. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 17, Λοβ. εἰς Φρύν. 278, τινί τι Ἀνθ. Παλατ. 12. 204· ἑαυτόν τινι Πλουτ. Γ. Γράκχ. 4, Κ. Δ.· συγκρ. τι ἐκ παραθέσεως Πολύβ. 12. 10, 1· σ. τὰ λεγόμενα, [[παραβάλλω]] καὶ [[ἐξετάζω]], ὁ αὐτ. 14. 3, 7, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 2, 9 μή με τάφῳ σύγκρινε, μὴ κρῖνέ με ἐκ τοῦ τάφου, Ἀριστ. Π. 7. 137· ― Παθητ., μετρῶ ἐμαυτὸν πρὸς ἕτερον, [[παραβάλλω]] ἐμαυτὸν πρὸς ἄλλον, [[ἀγωνίζομαι]], ἁμιλλῶμαι, τινι Διόδ. 4. 14· εἰς ἅμιλλαν ὁ αὐτ. 1. 58· ― τὴν χρῆσιν ταύτην ψέγει ὁ Λουκ. ἐν Σολοικ. 5, Θωμ. Μάγιστρ. σ. 821. ΙΙΙ. σ. ἐνύπνια, [[ἑρμηνεύω]] ἐνύπνια, Ἑβδ. (Γέν. Μ΄, 8).
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> assembler, combiner, unir ; <i>Pass.</i> être formé par la réunion de plusieurs parties;<br /><b>2</b> rapprocher, comparer : [[τι]] [[πρός]] [[τι]] une chose à une autre ; ἑαυτόν PLUT se comparer à qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> συγκρίνομαι se mesurer avec un autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κρίνω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR