Anonymous

συγκρίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<b>1</b> assembler, combiner, unir ; <i>Pass.</i> être formé par la réunion de plusieurs parties;<br /><b>2</b> rapprocher, comparer : [[τι]] [[πρός]] [[τι]] une chose à une autre ; ἑαυτόν PLUT se comparer à qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> συγκρίνομαι se mesurer avec un autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κρίνω]].
|btext=<b>1</b> assembler, combiner, unir ; <i>Pass.</i> être formé par la réunion de plusieurs parties;<br /><b>2</b> rapprocher, comparer : [[τι]] [[πρός]] [[τι]] une chose à une autre ; ἑαυτόν PLUT se comparer à qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> συγκρίνομαι se mesurer avec un autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κρίνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συγκρίνω''': [ῑ], [[χωρίζω]] καὶ ἐκ νέου [[συντίθημι]], [[καθόλου]], [[σχηματίζω]] διὰ συμπήξεως, [[συντίθημι]], ἀντίθετον τῷ [[διακρίνω]], Ἐμπεδ. ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 4, 6, πρβλ. 1. 3, 8, Ἐπίχ. 126 Ahr., Τίμαιος Λοκρ. 101C, Πλάτ. Τίμ. 67D, κτλ.· [[μάλιστα]] ἐν τῇ φυσικῇ, τὰ συγκρινόμενα, [[εἶναι]] σώματα ἐν τῷ σχηματίζεσθαι διὰ συμπήξεως, Ἀναξαγ. 3, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 72C, Παρμ. 157Α· συνεκρίθη, συνέστη Ἱππ. 1170Η· συγκρίνεσθαι εἰς [[ὕδωρ]], ἐπὶ ἀτμῶν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 20, πρβλ. 1. 13, 12· ἐξ οὗ συνεκρίθη, ἐξ οὗ ἐσχηματίσθη, Πλούτ. 2. 905Α. ΙΙ. [[παραβάλλω]], τι [[πρός]] τι Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 38, Πολιτ. 4. 11, 1, πρβλ. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 17, Λοβ. εἰς Φρύν. 278, τινί τι Ἀνθ. Παλατ. 12. 204· ἑαυτόν τινι Πλουτ. Γ. Γράκχ. 4, Κ. Δ.· συγκρ. τι ἐκ παραθέσεως Πολύβ. 12. 10, 1· σ. τὰ λεγόμενα, [[παραβάλλω]] καὶ [[ἐξετάζω]], ὁ αὐτ. 14. 3, 7, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 2, 9 μή με τάφῳ σύγκρινε, μὴ κρῖνέ με ἐκ τοῦ τάφου, Ἀριστ. Π. 7. 137· ― Παθητ., μετρῶ ἐμαυτὸν πρὸς ἕτερον, [[παραβάλλω]] ἐμαυτὸν πρὸς ἄλλον, [[ἀγωνίζομαι]], ἁμιλλῶμαι, τινι Διόδ. 4. 14· εἰς ἅμιλλαν ὁ αὐτ. 1. 58· ― τὴν χρῆσιν ταύτην ψέγει ὁ Λουκ. ἐν Σολοικ. 5, Θωμ. Μάγιστρ. σ. 821. ΙΙΙ. σ. ἐνύπνια, [[ἑρμηνεύω]] ἐνύπνια, Ἑβδ. (Γέν. Μ΄, 8).
|elnltext=συγ-κρίνω, Att. ξυγκρίνω samenvoegen, samenstellen; uitbr..; τὰ μὲν συγκρίνοντα, τὰ δὲ διακρίνοντα αὐτήν ( τὴν ὄψιν ) de eerste trekken hem (‘de gezichtsbundel') samen, de andere doen hem uitzetten Plat. Tim. 67d; uitbr. samenpersen, van vuur of lucht; subst. pass.. τὰ συγκρινόμενα alles wat samengevoegd wordt Anaxag. B 4. vergelijken, tegelijk beoordelen, met acc. en πρός + acc. iem. met iem.; met ἑαυτόν en dat. zichzelf met iem.; ook; πρὸς ἀρετήν σ. (vergelijkend) beoordelen met het oog op voortreffelijkheid Aristot. Pol. 1295a27; uitbr. pass. zich vergelijken, meten met, met dat.. τίς... φιλόσοφος... ἄξιος συγκριθῆναι παρασίτου τῷ σώματι welke filosoof is het waard zich met het lichaam van een parasiet te meten? Luc. 33.51. pass. intrans. samenklonteren, stollen, coaguleren. Hp.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκρίνω:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> [[слагать]], [[составлять]], [[собирать]], [[соединять]] (εἰς ἕν Arst.): τὰ συγκρινόμενα καὶ διακρινόμενα Arst. элементы, соединяющиеся и (вновь) рассеивающиеся; τὸ ἐξ οὗ συνεκρίθη Plut. то, из чего образовалось (сложное тело);<br /><b class="num">2)</b> [[сгущать]], [[уплотнять]] (τὴν ἀτμίδα εἰς [[ὕδωρ]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[сопоставлять]], [[сравнивать]] (τι πρός τι Arst., τί τινι Plut., Anth. и ἑαυτόν τισι NT);<br /><b class="num">4)</b> [[сличать]], [[исследовать]] (τὰς ἀποφάσεις τινός Polyb.);<br /><b class="num">5)</b> [[соизмерять]] (τί τινι NT и τινά τινι Anth.): συγκριθῆναί τινι Diod. меряться с кем-л. (силами).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''συγκρίνω:''' [ῑ], μέλ. <i>-κρινῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αναμειγνύω]], [[ανακατώνω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[αντιπαραβάλλω]], [[συγκρίνω]], [[παραλληλίζω]], τι [[πρός]] τι, σε Αριστ. κ.λπ.· [[μετρώ]], [[εκτιμώ]], [[κρίνω]], [[υπολογίζω]], σε Ανθ.
|lsmtext='''συγκρίνω:''' [ῑ], μέλ. <i>-κρινῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αναμειγνύω]], [[ανακατώνω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[αντιπαραβάλλω]], [[συγκρίνω]], [[παραλληλίζω]], τι [[πρός]] τι, σε Αριστ. κ.λπ.· [[μετρώ]], [[εκτιμώ]], [[κρίνω]], [[υπολογίζω]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγκρίνω:''' ()<br /><b class="num">1)</b> [[слагать]], [[составлять]], [[собирать]], [[соединять]] (εἰς ἕν Arst.): τὰ συγκρινόμενα καὶ διακρινόμενα Arst. элементы, соединяющиеся и (вновь) рассеивающиеся; τὸ ἐξ οὗ συνεκρίθη Plut. то, из чего образовалось (сложное тело);<br /><b class="num">2)</b> [[сгущать]], [[уплотнять]] (τὴν ἀτμίδα εἰς [[ὕδωρ]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[сопоставлять]], [[сравнивать]] (τι πρός τι Arst., τί τινι Plut., Anth. и ἑαυτόν τισι NT);<br /><b class="num">4)</b> [[сличать]], [[исследовать]] (τὰς ἀποφάσεις τινός Polyb.);<br /><b class="num">5)</b> [[соизмерять]] (τί τινι NT и τινά τινι Anth.): συγκριθῆναί τινι Diod. меряться с кем-л. (силами).
|lstext='''συγκρίνω''': [ῑ], [[χωρίζω]] καὶ ἐκ νέου [[συντίθημι]], [[καθόλου]], [[σχηματίζω]] διὰ συμπήξεως, [[συντίθημι]], ἀντίθετον τῷ [[διακρίνω]], Ἐμπεδ. ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 4, 6, πρβλ. 1. 3, 8, Ἐπίχ. 126 Ahr., Τίμαιος Λοκρ. 101C, Πλάτ. Τίμ. 67D, κτλ.· [[μάλιστα]] ἐν τῇ φυσικῇ, τὰ συγκρινόμενα, [[εἶναι]] σώματα ἐν τῷ σχηματίζεσθαι διὰ συμπήξεως, Ἀναξαγ. 3, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 72C, Παρμ. 157Α· συνεκρίθη, συνέστη Ἱππ. 1170Η· συγκρίνεσθαι εἰς [[ὕδωρ]], ἐπὶ ἀτμῶν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 20, πρβλ. 1. 13, 12· ἐξ οὗ συνεκρίθη, ἐξ οὗ ἐσχηματίσθη, Πλούτ. 2. 905Α. ΙΙ. [[παραβάλλω]], τι [[πρός]] τι Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 38, Πολιτ. 4. 11, 1, πρβλ. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 17, Λοβ. εἰς Φρύν. 278, τινί τι Ἀνθ. Παλατ. 12. 204· ἑαυτόν τινι Πλουτ. Γ. Γράκχ. 4, Κ. Δ.· συγκρ. τι ἐκ παραθέσεως Πολύβ. 12. 10, 1· σ. τὰ λεγόμενα, [[παραβάλλω]] καὶ [[ἐξετάζω]], ὁ αὐτ. 14. 3, 7, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 2, 9 μή με τάφῳ σύγκρινε, μὴ κρῖνέ με ἐκ τοῦ τάφου, Ἀριστ. Π. 7. 137· ― Παθητ., μετρῶ ἐμαυτὸν πρὸς ἕτερον, [[παραβάλλω]] ἐμαυτὸν πρὸς ἄλλον, [[ἀγωνίζομαι]], ἁμιλλῶμαι, τινι Διόδ. 4. 14· εἰς ἅμιλλαν ὁ αὐτ. 1. 58· ― τὴν χρῆσιν ταύτην ψέγει ὁ Λουκ. ἐν Σολοικ. 5, Θωμ. Μάγιστρ. σ. 821. ΙΙΙ. σ. ἐνύπνια, [[ἑρμηνεύω]] ἐνύπνια, Ἑβδ. (Γέν. Μ΄, 8).
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-κρίνω, Att. ξυγκρίνω samenvoegen, samenstellen; uitbr..; τὰ μὲν συγκρίνοντα, τὰ δὲ διακρίνοντα αὐτήν ( τὴν ὄψιν ) de eerste trekken hem (‘de gezichtsbundel') samen, de andere doen hem uitzetten Plat. Tim. 67d; uitbr. samenpersen, van vuur of lucht; subst. pass.. τὰ συγκρινόμενα alles wat samengevoegd wordt Anaxag. B 4. vergelijken, tegelijk beoordelen, met acc. en πρός + acc. iem. met iem.; met ἑαυτόν en dat. zichzelf met iem.; ook; πρὸς ἀρετήν σ. (vergelijkend) beoordelen met het oog op voortreffelijkheid Aristot. Pol. 1295a27; uitbr. pass. zich vergelijken, meten met, met dat.. τίς... φιλόσοφος... ἄξιος συγκριθῆναι παρασίτου τῷ σώματι welke filosoof is het waard zich met het lichaam van een parasiet te meten? Luc. 33.51. pass. intrans. samenklonteren, stollen, coaguleren. Hp.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj