Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγγιγνώσκω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0961.png Seite 961]] später συγγινώσκω (s. [[γιγνώσκω]]), 1) mit Einem denken, gleiche Ansicht mit ihm haben, mit ihm übereinstimmen; τινί, Her. 4, 43, [[πρός]] τι, 4, 5, absolut, 7, 13. 9, 122; auch im med., 3, 99. 7, 12; zugeben, anerkennen, eingestehen, τί, 4, 3. 9, 122; c. inf., 6, 92; mit acc. c. int., συγγνόντες ποιέειν σε δίκαια, 1, 89. 91; u. mit partic., παθόντες ἂν ξυγγνοῖμεν ἡμαρτηκότες, Soph. Ant. 917; med. von sich zugeben, eingestehen, Her. 5, 94. 9, 41; c. inf., 1, 45. 4, 126. 5, 86 u. öfter; dah. auch sich bewußt sein, ἑαυτῷ, c. int., 3, 53, wie συγγνῶναι ἑαυτῷ c. partic. 5, 91, einsehen; Ar. Equ. 425, wie Thuc. οἱ δὲ ξυνεγίγνωσκον καὶ αὐτοὶ οὐχ ἦσσον ἐκείνου, 7, 73; Plat. Legg. IV, 717, d u. Folgde. – 2) gnädig sein, verzeihen, vergeben; εἰδὼς ἂν αἶσαν τήνδε συγγνοίη βροτοῖς, Aesch. Suppl. 212; u. med., συγγνοῖτο [[δῆτα]] καὶ παρασταίη [[πρόφρων]], ib. 213; Soph. Trach. 278 El. 249; σύγγνωθι, Eur. Hipp. 615; σύγγνωθι ἡμῖν τοῖς λελεγμένοις, Hel. 81; u. τινί τι, wie συγγνώσεταί σοι τήνδ' ἁμαρτίαν, Andr. 841; σύγγνωθί μοι, Ar. Nub. 139, wie Vesp. 1001; Xen. Cyr. 5, 1, 12. 7, 5, 50; οὐ ξυγγιγνώσκεις τοῖς ἀνδράσιν, Plat. Rep. IV, 426 d; συγγνώσεσθε γὰρ τοῖς τε [[τότε]] πραχθεῖσι καὶ τοῖς νῦν λεγομένοις, Conv. 218 b; Ggstz χαλεπαίνειν, Phaedr. 269 b, wie Euthyd. 306 c, u. [[ἀγανακτέω]], Menex. 244 b; – pass. sich verzeihen lassen, Verzeihung erhalten, συγγιγνώσκεταί μοι, mir wird verziehen, vulg. Xen. Cyr. 7, 1, 44.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0961.png Seite 961]] später συγγινώσκω (s. [[γιγνώσκω]]), 1) mit Einem denken, gleiche Ansicht mit ihm haben, mit ihm übereinstimmen; τινί, Her. 4, 43, [[πρός]] τι, 4, 5, absolut, 7, 13. 9, 122; auch im med., 3, 99. 7, 12; zugeben, anerkennen, eingestehen, τί, 4, 3. 9, 122; c. inf., 6, 92; mit acc. c. int., συγγνόντες ποιέειν σε δίκαια, 1, 89. 91; u. mit partic., παθόντες ἂν ξυγγνοῖμεν ἡμαρτηκότες, Soph. Ant. 917; med. von sich zugeben, eingestehen, Her. 5, 94. 9, 41; c. inf., 1, 45. 4, 126. 5, 86 u. öfter; dah. auch sich bewußt sein, ἑαυτῷ, c. int., 3, 53, wie συγγνῶναι ἑαυτῷ c. partic. 5, 91, einsehen; Ar. Equ. 425, wie Thuc. οἱ δὲ ξυνεγίγνωσκον καὶ αὐτοὶ οὐχ ἦσσον ἐκείνου, 7, 73; Plat. Legg. IV, 717, d u. Folgde. – 2) gnädig sein, verzeihen, vergeben; εἰδὼς ἂν αἶσαν τήνδε συγγνοίη βροτοῖς, Aesch. Suppl. 212; u. med., συγγνοῖτο [[δῆτα]] καὶ παρασταίη [[πρόφρων]], ib. 213; Soph. Trach. 278 El. 249; σύγγνωθι, Eur. Hipp. 615; σύγγνωθι ἡμῖν τοῖς λελεγμένοις, Hel. 81; u. τινί τι, wie συγγνώσεταί σοι τήνδ' ἁμαρτίαν, Andr. 841; σύγγνωθί μοι, Ar. Nub. 139, wie Vesp. 1001; Xen. Cyr. 5, 1, 12. 7, 5, 50; οὐ ξυγγιγνώσκεις τοῖς ἀνδράσιν, Plat. Rep. IV, 426 d; συγγνώσεσθε γὰρ τοῖς τε [[τότε]] πραχθεῖσι καὶ τοῖς νῦν λεγομένοις, Conv. 218 b; Ggstz χαλεπαίνειν, Phaedr. 269 b, wie Euthyd. 306 c, u. [[ἀγανακτέω]], Menex. 244 b; – pass. sich verzeihen lassen, Verzeihung erhalten, συγγιγνώσκεταί μοι, mir wird verziehen, vulg. Xen. Cyr. 7, 1, 44.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συγγνώσομαι, <i>ao.2</i> συνέγνων, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> être du même avis : τινι que qqn ; [[τι]] <i>ou</i> [[πρός]] [[τι]] en qch, donner son assentiment à qch ; μετὰ πολλῶν τὴν ἁμαρτίαν ξ. THC partager l'erreur avec beaucoup de gens ; <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> convenir de, reconnaître : [[τι]] qch ; παθόντες ἂν ξυγγνοῖμεν ἡμαρτηκότες SOPH nous reconnaîtrons souffrir comme coupables d'une faute ; <i>abs.</i> reconnaître son erreur;<br /><b>2</b> se ranger à l'avis de, consentir à, accorder, avec une prop. inf.;<br /><b>II.</b> avoir conscience de : συγγινώσκομεν αὐτοῖσι [[ἡμῖν]] [[οὐ]] ποιήσασι [[ὀρθῶς]] HDT nous avons conscience de n’avoir pas bien agi ; συνέγνωσαν αὐτοὶ [[σφίσιν]] [[ὡς]] ἠδικηκότες LYS ils eurent conscience d'avoir commis un méfait;<br /><b>III.</b> pardonner : τινι à qqn ; τινί [[τι]] qch à qqn ; <i>avec</i> un seul dat. de chose : κλοπαῖς EUR pardonner des vols ; <i>avec</i> [[εἰ]], pardonner à qqn si <i>ou</i> de;<br /><i><b>Moy.</b></i> συγγιγνώσκομαι;<br /><b>1</b> être du même avis que, être d'accord avec, être d'accord ; consentir;<br /><b>2</b> avoir conscience de <i>ou</i> que ; avec l'inf., avoir conscience de;<br /><b>3</b> pardonner.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[γιγνώσκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συγγιγνώσκω''': Ἰων. καὶ μεταγεν. συγγῑν-· μέλλ. συγγνώσομαι, ἀόρ. β΄ συνέγνων, πρκμ. συνέγνωκα. Εἶμαι τῆς αὐτῆς γνώμης, φρονῶ τὰ αὐτά, συμφωνῶ, τινι Ξεν. Κύρ. 7. 2, 27· τινί τι Ἰσαῖ. 73. 21· μετὰ πολλῶν τὴν ἁμαρτίαν ξυνέγνωσαν, μετέσχον τῆς [[πλάνης]], τοῦ σφάλματος πολλῶν, Θουκ. 8. 24· - ἀπολ., ὡς τὸ Λατ. consentire, συναινῶ, συμφωνῶ, Ἡρόδ. 4. 5, Θουκ. 2. 60· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἡρόδ. 3. 99., 7. 12. 2) παρὰ μεταγεν., γινώσκω τι μυστικὸν μετ’ ἄλλου, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς συνωμοσίαν μετά τινος, τινι Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 6, Δίων Κ. 44. 13, κτλ.· συνεγνωκότες, συνωμόται, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 5. ΙΙ. [[συγγιγνώσκω]] ἐμαυτῷ, ἔχω τὴν συναίσθησιν ὅτι, μετὰ μετοχ. κατ’ ὀνομ., σ. καὶ αὐτοὶ σφίσιν ὡς ἠδικηκότες Λυσ. 115. 11· σ. ἑαυτοῖς κακῶς βουλευόμενοι Διον. Ἁλ. 2. 55· ἀλλὰ μετὰ μετοχ. κατὰ δοτ., σ. αὐτοῖσιν ὑμῖν οὐ ποιήσασι ὀρθῶς Ἡρόδ. 5. 91, πρβλ. Διον. Ἁλ. 3. 60· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, συνεγινώσκετο ἑωυτῷ [[οὐκέτι]] [[εἶναι]] δυνατὸς Ἡρόδ. 3. 53· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ ἑαυτῷ, εἰ συγγινώσκεται [[εἶναι]] [[ἕσσων]] ὁ αὐτ. 4. 120, πρβλ. 1. 45., 5. 86. 2) [[ἀναγνωρίζω]], [[παραδέχομαι]], ὁμολογῶ, τι ὁ αὐτ. 4. 3, Ἀριστοφ. Ἱππ. 427, Θουκ. 7. 73· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[ἀναγνωρίζω]], [[παραδέχομαι]], ὁμολογῶ ὅτι ..., συγγνόντες ποιέειν σε δίκαια Ἡρόδ. 1. 89· συνέγνω [[ἑωυτοῦ]] [[εἶναι]] τὴν ἁμαρτάδα [[αὐτόθι]] 91, πρβλ. 4. 43· - οὕτω μετὰ μετοχ., παθόντες ἂν ξυγγνοῖμεν ἡμαρτηκότες Σοφ. Ἀντ. 926· [[ὡσαύτως]], σ. ὡς ... Πλάτ. Νόμ. 71?D - ἀπολ., ὁμολογῶ τὸ [[σφάλμα]] μου, νῦν συγγνοὺς χρήσομαι τῇ ἐκείνου γνώμῃ Ἡρόδ. 7. 13, πρβλ. 9. 122· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[οὔτε]] συγγινωσκόμενοι (ἐνν. τοῦτο) ὁ αὐτ. 5. 94, πρβλ. 6. 92· μετ’ ἀπαρ., οὐ συνεγινώσκετο αὐτὸς ... [[εἶναι]] [[αἴτιος]] ὁ αὐτ. 6. 61, πρβλ. 140. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ., παραχωρῶ, Ξεν. Ἀθην. 2, 20. ΙΙΙ. [[συνάγω]] ἢ [[συμπεραίνω]] ἐκ δεδομένων, ἔκ τινος ὅτι ... Διον. Ἁλ. 4. 4. IV. ἔχω τὰ αὐτὰ καὶ [[ἄλλος]] τις αἰσθήματα, [[ὅθεν]] συμπαθῶ [[πρός]] τινα, συγχωρῶ, Σοφ. Ἠλ. 257, Εὐρ. Ἴων 1440, Ξεν. Κύρ. 5. 1, 13· τινι Σοφ. Τρ. 279, Εὐρ. Ἠλ. 1105, κτλ.· σ. τινι τὴν ἁμαρτίαν, Λατ. ignoscere alicui culpam, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 840, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 215· τινὶ τῆς ἐπιθυμίας Πλάτ. Εὐθύδ. 306C· τινὶ ὅτι ... ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 244Β· ξ. εἰ ... Ἀριστοφ. Σφ. 959· [[ὡσαύτως]], ξ. τοῖς εἰρημένοις Εὐρ. Ἠλ. 348, Πλάτ. Συμπ. 218Β· κλοπαῖς Εὐρ. Ι. Τ. 1400, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1299· ξ. ἡμῖν τοῖς λελεγμένοις Εὐρ. Ἑλ. 82· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 216. - Παθ., ἐν ἀπροσώπῳ χρήσει, συγγιγνώσκεταί μοι, Λατ. ignoscitur mihi, διάφ. γραφ. Ξεν. Κύρ. 7. 1, 44, καὶ μνημονεύεται ἐκ τοῦ Συνεσ. - Ἡ τελευταία αὕτη τοῦ ῥήματος [[σημασία]] ἀπαντᾷ πρῶτον παρ’ Ἀττ., ἂν καὶ ὁ Ἡρόδ. χρῆται τῇ λέξει [[συγγνώμη]] ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[ἄφεσις]], «[[συγχώρησις]]». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 999-201.
|lstext='''συγγιγνώσκω''': Ἰων. καὶ μεταγεν. συγγῑν-· μέλλ. συγγνώσομαι, ἀόρ. β΄ συνέγνων, πρκμ. συνέγνωκα. Εἶμαι τῆς αὐτῆς γνώμης, φρονῶ τὰ αὐτά, συμφωνῶ, τινι Ξεν. Κύρ. 7. 2, 27· τινί τι Ἰσαῖ. 73. 21· μετὰ πολλῶν τὴν ἁμαρτίαν ξυνέγνωσαν, μετέσχον τῆς [[πλάνης]], τοῦ σφάλματος πολλῶν, Θουκ. 8. 24· - ἀπολ., ὡς τὸ Λατ. consentire, συναινῶ, συμφωνῶ, Ἡρόδ. 4. 5, Θουκ. 2. 60· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἡρόδ. 3. 99., 7. 12. 2) παρὰ μεταγεν., γινώσκω τι μυστικὸν μετ’ ἄλλου, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς συνωμοσίαν μετά τινος, τινι Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 6, Δίων Κ. 44. 13, κτλ.· συνεγνωκότες, συνωμόται, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 5. ΙΙ. [[συγγιγνώσκω]] ἐμαυτῷ, ἔχω τὴν συναίσθησιν ὅτι, μετὰ μετοχ. κατ’ ὀνομ., σ. καὶ αὐτοὶ σφίσιν ὡς ἠδικηκότες Λυσ. 115. 11· σ. ἑαυτοῖς κακῶς βουλευόμενοι Διον. Ἁλ. 2. 55· ἀλλὰ μετὰ μετοχ. κατὰ δοτ., σ. αὐτοῖσιν ὑμῖν οὐ ποιήσασι ὀρθῶς Ἡρόδ. 5. 91, πρβλ. Διον. Ἁλ. 3. 60· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, συνεγινώσκετο ἑωυτῷ [[οὐκέτι]] [[εἶναι]] δυνατὸς Ἡρόδ. 3. 53· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ ἑαυτῷ, εἰ συγγινώσκεται [[εἶναι]] [[ἕσσων]] ὁ αὐτ. 4. 120, πρβλ. 1. 45., 5. 86. 2) [[ἀναγνωρίζω]], [[παραδέχομαι]], ὁμολογῶ, τι ὁ αὐτ. 4. 3, Ἀριστοφ. Ἱππ. 427, Θουκ. 7. 73· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[ἀναγνωρίζω]], [[παραδέχομαι]], ὁμολογῶ ὅτι ..., συγγνόντες ποιέειν σε δίκαια Ἡρόδ. 1. 89· συνέγνω [[ἑωυτοῦ]] [[εἶναι]] τὴν ἁμαρτάδα [[αὐτόθι]] 91, πρβλ. 4. 43· - οὕτω μετὰ μετοχ., παθόντες ἂν ξυγγνοῖμεν ἡμαρτηκότες Σοφ. Ἀντ. 926· [[ὡσαύτως]], σ. ὡς ... Πλάτ. Νόμ. 71?D - ἀπολ., ὁμολογῶ τὸ [[σφάλμα]] μου, νῦν συγγνοὺς χρήσομαι τῇ ἐκείνου γνώμῃ Ἡρόδ. 7. 13, πρβλ. 9. 122· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[οὔτε]] συγγινωσκόμενοι (ἐνν. τοῦτο) ὁ αὐτ. 5. 94, πρβλ. 6. 92· μετ’ ἀπαρ., οὐ συνεγινώσκετο αὐτὸς ... [[εἶναι]] [[αἴτιος]] ὁ αὐτ. 6. 61, πρβλ. 140. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ., παραχωρῶ, Ξεν. Ἀθην. 2, 20. ΙΙΙ. [[συνάγω]] ἢ [[συμπεραίνω]] ἐκ δεδομένων, ἔκ τινος ὅτι ... Διον. Ἁλ. 4. 4. IV. ἔχω τὰ αὐτὰ καὶ [[ἄλλος]] τις αἰσθήματα, [[ὅθεν]] συμπαθῶ [[πρός]] τινα, συγχωρῶ, Σοφ. Ἠλ. 257, Εὐρ. Ἴων 1440, Ξεν. Κύρ. 5. 1, 13· τινι Σοφ. Τρ. 279, Εὐρ. Ἠλ. 1105, κτλ.· σ. τινι τὴν ἁμαρτίαν, Λατ. ignoscere alicui culpam, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 840, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 215· τινὶ τῆς ἐπιθυμίας Πλάτ. Εὐθύδ. 306C· τινὶ ὅτι ... ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 244Β· ξ. εἰ ... Ἀριστοφ. Σφ. 959· [[ὡσαύτως]], ξ. τοῖς εἰρημένοις Εὐρ. Ἠλ. 348, Πλάτ. Συμπ. 218Β· κλοπαῖς Εὐρ. Ι. Τ. 1400, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1299· ξ. ἡμῖν τοῖς λελεγμένοις Εὐρ. Ἑλ. 82· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 216. - Παθ., ἐν ἀπροσώπῳ χρήσει, συγγιγνώσκεταί μοι, Λατ. ignoscitur mihi, διάφ. γραφ. Ξεν. Κύρ. 7. 1, 44, καὶ μνημονεύεται ἐκ τοῦ Συνεσ. - Ἡ τελευταία αὕτη τοῦ ῥήματος [[σημασία]] ἀπαντᾷ πρῶτον παρ’ Ἀττ., ἂν καὶ ὁ Ἡρόδ. χρῆται τῇ λέξει [[συγγνώμη]] ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[ἄφεσις]], «[[συγχώρησις]]». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 999-201.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συγγνώσομαι, <i>ao.2</i> συνέγνων, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> être du même avis : τινι que qqn ; [[τι]] <i>ou</i> [[πρός]] [[τι]] en qch, donner son assentiment à qch ; μετὰ πολλῶν τὴν ἁμαρτίαν ξ. THC partager l'erreur avec beaucoup de gens ; <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> convenir de, reconnaître : [[τι]] qch ; παθόντες ἂν ξυγγνοῖμεν ἡμαρτηκότες SOPH nous reconnaîtrons souffrir comme coupables d'une faute ; <i>abs.</i> reconnaître son erreur;<br /><b>2</b> se ranger à l'avis de, consentir à, accorder, avec une prop. inf.;<br /><b>II.</b> avoir conscience de : συγγινώσκομεν αὐτοῖσι [[ἡμῖν]] [[οὐ]] ποιήσασι [[ὀρθῶς]] HDT nous avons conscience de n’avoir pas bien agi ; συνέγνωσαν αὐτοὶ [[σφίσιν]] [[ὡς]] ἠδικηκότες LYS ils eurent conscience d'avoir commis un méfait;<br /><b>III.</b> pardonner : τινι à qqn ; τινί [[τι]] qch à qqn ; <i>avec</i> un seul dat. de chose : κλοπαῖς EUR pardonner des vols ; <i>avec</i> [[εἰ]], pardonner à qqn si <i>ou</i> de;<br /><i><b>Moy.</b></i> συγγιγνώσκομαι;<br /><b>1</b> être du même avis que, être d'accord avec, être d'accord ; consentir;<br /><b>2</b> avoir conscience de <i>ou</i> que ; avec l'inf., avoir conscience de;<br /><b>3</b> pardonner.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[γιγνώσκω]].
}}
}}
{{grml
{{grml