Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συλλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0975.png Seite 975]] (s. [[λαμβάνω]]), [[zusammennehmen]], zusammenfassen; ἑνὶ ἔπεϊ πάντα συλλαβὼν εἶπεν, Her. 3, 82; [[πᾶν]] συλλαβὼν εἴρηκας, 7, 16, 3; κόμην ἀπρὶξ ὄνυξι συλλαβὼν χερί, Soph. Ai. 303; – τὸ [[στόμα]] καὶ τοὺς ὀφθαλμούς, einem Todten Mund und Augen zudrücken, Plat. Phaed. 118 c; – umfassen, zusammenbringen, z. B. zersprengte Krieger wieder sammeln, Her. 5, 46; εἰς ἓν πάντα συλλαβών, Plat. Soph. 234 b; ἁπάσας τὰς δυνάμεις συλλαβοῦσα ὑφ' αὑτῇ ἔχει, Gorg. 456 a; – [[ergreifen]], fassen; συλλαβὼν [[τέρας]], Pind. Ol. 13, 73; συλλαβὼν ἔμπρησον, Soph. Phil. 788; συλλάβετέ γ' αὐτόν, 991; auch ἔκπλει σεαυτὸν συλλαβὼν ἐκ τῆσδε γῆς, 573; οὐχὶ συλλήψεσθ' ἄγραν; Eur. Or. 1346; gefangen nehmen, μέλλων συλληφθήσεσθαι, Thuc. 1, 134; Xen. Cyr. 8, 8, 6 An. 1, 1, 3 u. öfter; τὸν πολιτικὸν [[οὐδαμοῦ]] συνελάβομεν, ἀλλ' ἡμᾶς ἔλαθεν ἐκφυγών, Plat. Polit. 275 d, vgl. Lach. 194 b; – empfangen, schwanger werden, Sp., wie Plut. de vit. aer. al. 4. – Übertr. = mit den Sinnen auffassen u. mit dem Verstande begreifen, vernehmen, [[verstehen]], τὸ ῥηθέν, τὴν φωνήν, τὸν λόγον, τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν, τὸ [[θεοπρόπιον]], Her. 1, 91. 2, 49. 56. 3, 64. 4, 114; Plat. Soph. 218 c u. öfter, u. Folgde; – mit Einem eine Sache anfassen, τινί, Her. 6, 125, vgl. 7, 6; τινί τινος, Ar. Ran. 441; mit Hand anlegen, be i [[ste ]][[hen]], [[helfen]], συλλάβοι δ' ἐνδίκως [[παῖς]] ὁ Μαίας, Aesch. Ch. 799; οὐδ' [[ὅστις]] νόσου κάμνοντι συλλάβοιτο, Soph. Phil. 282, wo Buttmann nicht νόσον zu ändern brauchte; vgl. σύλλαβε μόχθων Eur. H. A. 160; συλλήψομαι τοῦδέ σοι κἀγὼ πόνου, Med. 946; συλλαμβάνειν τινί, Her. 6, 125, vgl. 7, 6; τινὶ τοῦ πράγματος, Ar. Vesp. 734 u. öfter; ἡ [[τύχη]] συλλαμβάνει ἡμῖν, Isocr. 1, 3; Xen. Cyr. 2, 5, 49 Mem. 2, 6, 37; εἴς τι, zu Etwas behülflich sein, Cyr. 1, 6, 25; Plat. Legg. X, 905 c; gewöhnlicher ist in dieser Bdtg das med., Her. 3, 49; ξυνελάβοντο τοῦ τοιούτου οὐχ ἥκιστα οἱ στρατηγοί, Thuc. 4, 47, u. öfter; Xen. Ages. 2, 30; οἷς ἂν συλλάβηται τῆς συνουσίας ἡ τοῦ δαιμονίου [[δύναμις]], Plat. Theag. 129 e.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0975.png Seite 975]] (s. [[λαμβάνω]]), [[zusammennehmen]], zusammenfassen; ἑνὶ ἔπεϊ πάντα συλλαβὼν εἶπεν, Her. 3, 82; [[πᾶν]] συλλαβὼν εἴρηκας, 7, 16, 3; κόμην ἀπρὶξ ὄνυξι συλλαβὼν χερί, Soph. Ai. 303; – τὸ [[στόμα]] καὶ τοὺς ὀφθαλμούς, einem Todten Mund und Augen zudrücken, Plat. Phaed. 118 c; – umfassen, zusammenbringen, z. B. zersprengte Krieger wieder sammeln, Her. 5, 46; εἰς ἓν πάντα συλλαβών, Plat. Soph. 234 b; ἁπάσας τὰς δυνάμεις συλλαβοῦσα ὑφ' αὑτῇ ἔχει, Gorg. 456 a; – [[ergreifen]], fassen; συλλαβὼν [[τέρας]], Pind. Ol. 13, 73; συλλαβὼν ἔμπρησον, Soph. Phil. 788; συλλάβετέ γ' αὐτόν, 991; auch ἔκπλει σεαυτὸν συλλαβὼν ἐκ τῆσδε γῆς, 573; οὐχὶ συλλήψεσθ' ἄγραν; Eur. Or. 1346; gefangen nehmen, μέλλων συλληφθήσεσθαι, Thuc. 1, 134; Xen. Cyr. 8, 8, 6 An. 1, 1, 3 u. öfter; τὸν πολιτικὸν [[οὐδαμοῦ]] συνελάβομεν, ἀλλ' ἡμᾶς ἔλαθεν ἐκφυγών, Plat. Polit. 275 d, vgl. Lach. 194 b; – empfangen, schwanger werden, Sp., wie Plut. de vit. aer. al. 4. – Übertr. = mit den Sinnen auffassen u. mit dem Verstande begreifen, vernehmen, [[verstehen]], τὸ ῥηθέν, τὴν φωνήν, τὸν λόγον, τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν, τὸ [[θεοπρόπιον]], Her. 1, 91. 2, 49. 56. 3, 64. 4, 114; Plat. Soph. 218 c u. öfter, u. Folgde; – mit Einem eine Sache anfassen, τινί, Her. 6, 125, vgl. 7, 6; τινί τινος, Ar. Ran. 441; mit Hand anlegen, be i [[ste ]][[hen]], [[helfen]], συλλάβοι δ' ἐνδίκως [[παῖς]] ὁ Μαίας, Aesch. Ch. 799; οὐδ' [[ὅστις]] νόσου κάμνοντι συλλάβοιτο, Soph. Phil. 282, wo Buttmann nicht νόσον zu ändern brauchte; vgl. σύλλαβε μόχθων Eur. H. A. 160; συλλήψομαι τοῦδέ σοι κἀγὼ πόνου, Med. 946; συλλαμβάνειν τινί, Her. 6, 125, vgl. 7, 6; τινὶ τοῦ πράγματος, Ar. Vesp. 734 u. öfter; ἡ [[τύχη]] συλλαμβάνει ἡμῖν, Isocr. 1, 3; Xen. Cyr. 2, 5, 49 Mem. 2, 6, 37; εἴς τι, zu Etwas behülflich sein, Cyr. 1, 6, 25; Plat. Legg. X, 905 c; gewöhnlicher ist in dieser Bdtg das med., Her. 3, 49; ξυνελάβοντο τοῦ τοιούτου οὐχ ἥκιστα οἱ στρατηγοί, Thuc. 4, 47, u. öfter; Xen. Ages. 2, 30; οἷς ἂν συλλάβηται τῆς συνουσίας ἡ τοῦ δαιμονίου [[δύναμις]], Plat. Theag. 129 e.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συλλήψομαι, <i>ao.2</i> συνέλαβον, <i>pf.</i> [[συνείληφα]];<br /><b>1</b> rassembler, réunir : τὸ ἕτερον [[στράτευμα]] XÉN rassembler le reste de l'armée ; <i>particul.</i> embrasser dans le discours : σ. [[πᾶν]] HDT, ἑνὶ ἔπεϊ πάντα σ. HDT résumer tout d'un mot;<br /><b>2</b> comprimer, fermer : τὸ [[στόμα]] καὶ τοὺς ὀφθαλμούς PLAT la bouche et les yeux à un mort;<br /><b>3</b> prendre avec soi, emporter, emmener : τινα qqn ; σ. ἑαυτὸν [[ἐκ]] γῆς SOPH partir à la hâte du pays ; <i>avec idée de violence</i> κόμην σ. χερί SOPH s'arracher les cheveux ; avec le gén. : σ. τέττιγα [[τοῦ]] πτεροῦ LUC tenir, saisir une cigale par l'aile ; σ. τινα saisir, arrêter qqn;<br /><b>4</b> <i>fig.</i> embrasser par la pensée, comprendre : τὸν λόγον HDT le discours ; τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν HDT savoir la langue grecque;<br /><b>5</b> concevoir, devenir enceinte <i>ou</i> pleine <i>en parl. de <i>pers.</i> ou d'animaux</i>;<br /><b>6</b> prendre avec qqn, <i>càd</i> mettre la main avec qqn, aider, assister, secourir : σ. τινι venir en aide à qqn ; σ. τὸ [[δέον]] XÉN aider dans ce qui est nécessaire ; σ. τινί [[τι]] <i>ou</i> τινί τινος assister qqn en qch, aider qqn pour qch ; [[εἴς]] [[τι]] aider à qch, contribuer à qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> συλλαμβάνομαι aider, assister : τινος (τινι) EUR qqn en qch ; σ. νόσου κάμνοντι SOPH soulager un homme qui souffre (<i>litt.</i> prendre avec celui qui souffre une part de son mal) ; ξυνελάβοντο [[τοῦ]] τοιούτου [[οὐχ]] [[ἥκιστα]] [[ὥστε]] THC ils ne contribuèrent pas peu à cela que….<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[λαμβάνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συλλαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι· πρκμ. -είλημμαι· ἀόρ. συνέλᾰβον· ἀπαρ. συλλᾰβεῖν· ― ὁ [[μέσος]] ἐνεστ. ἀπαντᾷ παρὰ Φιλήμ. ἐν «Παγκρατιαστῇ» 1· ὁ [[μέσος]] ἀόρ. [[συχνάκις]]· (παρὰ Ξεν. ἐν Ἀναβ. 7. 2, 1 συλληφθήσεται ἐκ διορθώσεως ἀντὶ συλλήψεται). Λαμβάνω καὶ [[φέρω]] [[ὁμοῦ]], [[φέρω]] ἐπὶ τὸ αὐτό, [[συνάγω]], [[συναθροίζω]], ἰδίως [[συναθροίζω]] διεσπαρμένα στρατεύματα, τῆς στρατιῆς τοὺς περιγενομένους Ἡρόδ. 5. 46· τὸ [[στράτευμα]] Ξεν. Κύρ. 3. 3, 1· τὰς δυνάμεις Πλάτ. Γοργ. 456Α· οὕτω, ξ. θοινάτορας Εὐρ. Ἴων 1217. 2) [[ἁπλῶς]], [[λαμβάνω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], [[ἀπάγω]], Σοφ. Τρ. 1153, κτλ.· ξυλλαβὼν κατέκλινεν εἰς Ἀσκληπιοῦ Ἀριστοφ. Σφ. 122, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 53· ξυλλαβὼν θεσπίσματα κεῖται παρ’ Ἅιδῃ, μετὰ πάντων τῶν θεσπισμάτων, Σοφ. Ο. Τ. 971· ἔρρε, τάσδε συλλαβὼν ἀρὰς ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1384· ἔκπλει σεαυτὸν συλλαβὼν ἐκ τῆσδε γῆς, πάρε τὸν ἑαυτόν σου καὶ φύγε, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 577. 2) [[συνάπτω]], ἑνώνω, [[κλείω]], τὸ [[στόμα]] καὶ ὀφθαλμοὺς (ἐπὶ νεκροῦ) Πλάτ. Φαίδων ἐν τέλ.· σ. [[αὐτοῦ]] τὸ [[στόμα]], [[κλείω]] τὸ [[στόμα]] του, Ἀριστοφ. Ἀχ. 926, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 7. 4) ἐν ὁμιλίᾳ, [[περιλαμβάνω]], [[περικλείω]], ἐνὶ ἔπεϊ πάντα συλλαβὼν εἰπεῖν Ἡρόδ. 3. 82· πᾶν... συλλαβὼν εἴρηκας ὁ αὐτ. 7. 16, 3· ξ. εἰς ἓν πάντα Πλάτ. Σοφ. 234Β, πρβλ. Θεαίτ. 147D· τὰ ἄλλα εἰς ταὐτὸ ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 263D. ― Παθ., περιλαμβάνομαι (λογικῶς), μετὰ τοῦ γένους αἱ συλλαμβανόμεναι διαφοραὶ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 12, 5, πρβλ. 2. 3, 8· συνειλῆφθαι τῇ ὕλῃ, εἶμαι συγκεκριμένος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀφῃρημένον, [[αὐτόθι]] 6. 10, 9, πρβλ. 6. 15, 1, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπιθέτω χεῖρα, [[λαμβάνω]], πιάνω, [[ἁρπάζω]], ἐπιλαμβάνομαι, Ἡρόδ. 6. 26· κόμην ἀπρὶξ ὄνυξι συλλαβὼν χερὶ Σοφοκλ. Αἴ. 310· συλ. τέττιγα τοῦ πτεροῦ, [[συλλαμβάνω]] καὶ κρατῶ ἐκ τῆς πτέρυγος, Ἀρχίλ. παρὰ Λουκ. Ψευδολ. 1· σ. τῶν [[σχοινίων]], ἐπιλαμβάνομαι αὐτῶν, κρατῶ τὰ σχοινία, βοηθῶ σύρων αὐτά, Ἀριστοφ. Εἰρ. 437· [[ὅθεν]] ἐν τῇ μετοχ. ξυλλαβὼν ποιῶ τι, [[κάμνω]] τι [[ταχέως]], ἐν σπουδῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 21· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ξυλλαβέσθαι τοῦ ξύλου ὁ αὐτ. ἐν Λυσιστρ. 313, ἐν Εἰρ. 465· ― [[ἀγοράζω]] ἀμέσως, τὰ τρύβλια ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 650. 2) ὡς καὶ νῦν, [[συλλαμβάνω]] τινά, Ἡρόδ. 1. 80., 2. 114, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 206, Ἀντιφῶν 133. 3, Ἀνδοκ., κλπ.· σ. ζῶντα, [[ὅμηρον]] Εὐρ. Ρῆσ. 513, Ὀρ. 1189· τινὰ ἐπὶ θανάτῳ Ἰσοκρ. 73Α. ― Παθ., πρὶν ξυλληφθῆναι Θουκ. 1. 20. 3) ἐπὶ τῆς διανοίας, [[συναρπάζω]] τὴν σημασίαν τινός, ἀντιλαμβάνομαι [[ὀξέως]], ἐννοῶ, [[καταλαμβάνω]], τὸ [[χρηστήριον]], τὸ ῥηθέν, τὸν λόγον, τὴν φωνὴν Ἡρόδ. 1. 63, 91., 2. 49., 4. 114· παρκείμενον συλλαβὼν [[τέρας]] Πινδ. Ο. 13. 103, πρβλ. Πλάτ. Σοφιστ. 218C. ΙΙΙ. [[δέχομαι]], [[λαμβάνω]] συγχρόνως, [[ὁμοῦ]] [[ἀπολαύω]], Ἡρόδ. 1. 32. IV. [[συλλαμβάνω]] ἐν γαστρί, ἐγγαστρώνομαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 16, π. Ζ. Γεν. 1. 19, 19, κ. ἀλλ.· ἐν γαστρὶ Ἱππ. Ἀφ. 125· σ. [[ἔμβρυον]] Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 22· ― ἐπὶ τῆς μήτρας, σ. τὸ [[σπέρμα]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 1, κ. ἀλλ. V. [[λαμβάνω]] [[ὁμοῦ]] ἢ [[προσέτι]], [[λαμβάνω]] ὡς βοηθόν, τὴν δίκην σ. Εὐρ. Ἀποσπ. 588· ἄτεγκτον ξ. καρδίαν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 883. VI. μετὰ δοτ. προσ., [[λαμβάνω]] [[μέρος]] μετά τινος ἄλλου, βοηθῶ τινα, οὐ τοῖς ἀθύμοις ἡ [[τύχη]] ξ. Σοφ. Ἀποσπ. 666, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 813, Ἡρόδ. 6. 125, κτλ.· τὰ δυνατὰ τῇ πόλει ξ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 861· σ. τινί τι, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] μετά τινος, βοηθῶ τινα εἴς τι, ὁ αὐτ. ἐν Λυσιστρ. 540, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 49, κλπ.· οὕτω, σ. τινί τινος Εὐρ. Μήδ. 9. 6, Ἀριστοφ. Σφ. 734· σ. τινί τινι Δημ. 231. 25· [[ὡσαύτως]] μετὰ προθ., συνέλαβε γὰρ ἄλλα... ἐς τὸ πείθεσθαι, συνετέλεσεν εἰς κατάπεισιν, Ἡρόδ. 7. 6, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 28· ― ἀπολ., συντελῶ, βοηθῶ, Αἰσχύλ. Χο. 812, Σοφ. Τρ. 1019, Ἀριστοφ. Ἱππ. 229, Θουκ. 1. 118, κλπ. VII. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, μετὰ γεν. πράγμ., [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἴς τι, συνελάβετο τοῦ στρατεύματος Ἡρόδ. 3. 49· [[ὅστις]] νόσου κάμνοντι συλλάβοιτο Σοφ. Φιλ. 282· ξυνελάβοντο τοῦ τοιούτου, οὐχ ἥκιστα [[ὥστε]]..., ἰδιαιτέρως συντέλεσαν εἰς τοῦτο, Θουκ. 4. 47· ― σπανίως μετ’ αἰτ., σ. κυβερνητικὴν Πλάτ. Νόμ. 709C· ― [[ἐνίοτε]] ἐν τμήσει ἔτι καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ξύμ μοι λάβεσθε τοῦ μύθου ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 237Α, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 559. ― Πρβλ. [[συνεπιλαμβάνομαι]]. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 157-158.
|lstext='''συλλαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι· πρκμ. -είλημμαι· ἀόρ. συνέλᾰβον· ἀπαρ. συλλᾰβεῖν· ― ὁ [[μέσος]] ἐνεστ. ἀπαντᾷ παρὰ Φιλήμ. ἐν «Παγκρατιαστῇ» 1· ὁ [[μέσος]] ἀόρ. [[συχνάκις]]· (παρὰ Ξεν. ἐν Ἀναβ. 7. 2, 1 συλληφθήσεται ἐκ διορθώσεως ἀντὶ συλλήψεται). Λαμβάνω καὶ [[φέρω]] [[ὁμοῦ]], [[φέρω]] ἐπὶ τὸ αὐτό, [[συνάγω]], [[συναθροίζω]], ἰδίως [[συναθροίζω]] διεσπαρμένα στρατεύματα, τῆς στρατιῆς τοὺς περιγενομένους Ἡρόδ. 5. 46· τὸ [[στράτευμα]] Ξεν. Κύρ. 3. 3, 1· τὰς δυνάμεις Πλάτ. Γοργ. 456Α· οὕτω, ξ. θοινάτορας Εὐρ. Ἴων 1217. 2) [[ἁπλῶς]], [[λαμβάνω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], [[ἀπάγω]], Σοφ. Τρ. 1153, κτλ.· ξυλλαβὼν κατέκλινεν εἰς Ἀσκληπιοῦ Ἀριστοφ. Σφ. 122, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 53· ξυλλαβὼν θεσπίσματα κεῖται παρ’ Ἅιδῃ, μετὰ πάντων τῶν θεσπισμάτων, Σοφ. Ο. Τ. 971· ἔρρε, τάσδε συλλαβὼν ἀρὰς ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1384· ἔκπλει σεαυτὸν συλλαβὼν ἐκ τῆσδε γῆς, πάρε τὸν ἑαυτόν σου καὶ φύγε, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 577. 2) [[συνάπτω]], ἑνώνω, [[κλείω]], τὸ [[στόμα]] καὶ ὀφθαλμοὺς (ἐπὶ νεκροῦ) Πλάτ. Φαίδων ἐν τέλ.· σ. [[αὐτοῦ]] τὸ [[στόμα]], [[κλείω]] τὸ [[στόμα]] του, Ἀριστοφ. Ἀχ. 926, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 7. 4) ἐν ὁμιλίᾳ, [[περιλαμβάνω]], [[περικλείω]], ἐνὶ ἔπεϊ πάντα συλλαβὼν εἰπεῖν Ἡρόδ. 3. 82· πᾶν... συλλαβὼν εἴρηκας ὁ αὐτ. 7. 16, 3· ξ. εἰς ἓν πάντα Πλάτ. Σοφ. 234Β, πρβλ. Θεαίτ. 147D· τὰ ἄλλα εἰς ταὐτὸ ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 263D. ― Παθ., περιλαμβάνομαι (λογικῶς), μετὰ τοῦ γένους αἱ συλλαμβανόμεναι διαφοραὶ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 12, 5, πρβλ. 2. 3, 8· συνειλῆφθαι τῇ ὕλῃ, εἶμαι συγκεκριμένος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀφῃρημένον, [[αὐτόθι]] 6. 10, 9, πρβλ. 6. 15, 1, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπιθέτω χεῖρα, [[λαμβάνω]], πιάνω, [[ἁρπάζω]], ἐπιλαμβάνομαι, Ἡρόδ. 6. 26· κόμην ἀπρὶξ ὄνυξι συλλαβὼν χερὶ Σοφοκλ. Αἴ. 310· συλ. τέττιγα τοῦ πτεροῦ, [[συλλαμβάνω]] καὶ κρατῶ ἐκ τῆς πτέρυγος, Ἀρχίλ. παρὰ Λουκ. Ψευδολ. 1· σ. τῶν [[σχοινίων]], ἐπιλαμβάνομαι αὐτῶν, κρατῶ τὰ σχοινία, βοηθῶ σύρων αὐτά, Ἀριστοφ. Εἰρ. 437· [[ὅθεν]] ἐν τῇ μετοχ. ξυλλαβὼν ποιῶ τι, [[κάμνω]] τι [[ταχέως]], ἐν σπουδῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 21· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ξυλλαβέσθαι τοῦ ξύλου ὁ αὐτ. ἐν Λυσιστρ. 313, ἐν Εἰρ. 465· ― [[ἀγοράζω]] ἀμέσως, τὰ τρύβλια ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 650. 2) ὡς καὶ νῦν, [[συλλαμβάνω]] τινά, Ἡρόδ. 1. 80., 2. 114, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 206, Ἀντιφῶν 133. 3, Ἀνδοκ., κλπ.· σ. ζῶντα, [[ὅμηρον]] Εὐρ. Ρῆσ. 513, Ὀρ. 1189· τινὰ ἐπὶ θανάτῳ Ἰσοκρ. 73Α. ― Παθ., πρὶν ξυλληφθῆναι Θουκ. 1. 20. 3) ἐπὶ τῆς διανοίας, [[συναρπάζω]] τὴν σημασίαν τινός, ἀντιλαμβάνομαι [[ὀξέως]], ἐννοῶ, [[καταλαμβάνω]], τὸ [[χρηστήριον]], τὸ ῥηθέν, τὸν λόγον, τὴν φωνὴν Ἡρόδ. 1. 63, 91., 2. 49., 4. 114· παρκείμενον συλλαβὼν [[τέρας]] Πινδ. Ο. 13. 103, πρβλ. Πλάτ. Σοφιστ. 218C. ΙΙΙ. [[δέχομαι]], [[λαμβάνω]] συγχρόνως, [[ὁμοῦ]] [[ἀπολαύω]], Ἡρόδ. 1. 32. IV. [[συλλαμβάνω]] ἐν γαστρί, ἐγγαστρώνομαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 16, π. Ζ. Γεν. 1. 19, 19, κ. ἀλλ.· ἐν γαστρὶ Ἱππ. Ἀφ. 125· σ. [[ἔμβρυον]] Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 22· ― ἐπὶ τῆς μήτρας, σ. τὸ [[σπέρμα]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 1, κ. ἀλλ. V. [[λαμβάνω]] [[ὁμοῦ]] ἢ [[προσέτι]], [[λαμβάνω]] ὡς βοηθόν, τὴν δίκην σ. Εὐρ. Ἀποσπ. 588· ἄτεγκτον ξ. καρδίαν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 883. VI. μετὰ δοτ. προσ., [[λαμβάνω]] [[μέρος]] μετά τινος ἄλλου, βοηθῶ τινα, οὐ τοῖς ἀθύμοις ἡ [[τύχη]] ξ. Σοφ. Ἀποσπ. 666, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 813, Ἡρόδ. 6. 125, κτλ.· τὰ δυνατὰ τῇ πόλει ξ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 861· σ. τινί τι, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] μετά τινος, βοηθῶ τινα εἴς τι, ὁ αὐτ. ἐν Λυσιστρ. 540, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 49, κλπ.· οὕτω, σ. τινί τινος Εὐρ. Μήδ. 9. 6, Ἀριστοφ. Σφ. 734· σ. τινί τινι Δημ. 231. 25· [[ὡσαύτως]] μετὰ προθ., συνέλαβε γὰρ ἄλλα... ἐς τὸ πείθεσθαι, συνετέλεσεν εἰς κατάπεισιν, Ἡρόδ. 7. 6, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 28· ― ἀπολ., συντελῶ, βοηθῶ, Αἰσχύλ. Χο. 812, Σοφ. Τρ. 1019, Ἀριστοφ. Ἱππ. 229, Θουκ. 1. 118, κλπ. VII. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, μετὰ γεν. πράγμ., [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἴς τι, συνελάβετο τοῦ στρατεύματος Ἡρόδ. 3. 49· [[ὅστις]] νόσου κάμνοντι συλλάβοιτο Σοφ. Φιλ. 282· ξυνελάβοντο τοῦ τοιούτου, οὐχ ἥκιστα [[ὥστε]]..., ἰδιαιτέρως συντέλεσαν εἰς τοῦτο, Θουκ. 4. 47· ― σπανίως μετ’ αἰτ., σ. κυβερνητικὴν Πλάτ. Νόμ. 709C· ― [[ἐνίοτε]] ἐν τμήσει ἔτι καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ξύμ μοι λάβεσθε τοῦ μύθου ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 237Α, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 559. ― Πρβλ. [[συνεπιλαμβάνομαι]]. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 157-158.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συλλήψομαι, <i>ao.2</i> συνέλαβον, <i>pf.</i> [[συνείληφα]];<br /><b>1</b> rassembler, réunir : τὸ ἕτερον [[στράτευμα]] XÉN rassembler le reste de l'armée ; <i>particul.</i> embrasser dans le discours : σ. [[πᾶν]] HDT, ἑνὶ ἔπεϊ πάντα σ. HDT résumer tout d'un mot;<br /><b>2</b> comprimer, fermer : τὸ [[στόμα]] καὶ τοὺς ὀφθαλμούς PLAT la bouche et les yeux à un mort;<br /><b>3</b> prendre avec soi, emporter, emmener : τινα qqn ; σ. ἑαυτὸν [[ἐκ]] γῆς SOPH partir à la hâte du pays ; <i>avec idée de violence</i> κόμην σ. χερί SOPH s'arracher les cheveux ; avec le gén. : σ. τέττιγα [[τοῦ]] πτεροῦ LUC tenir, saisir une cigale par l'aile ; σ. τινα saisir, arrêter qqn;<br /><b>4</b> <i>fig.</i> embrasser par la pensée, comprendre : τὸν λόγον HDT le discours ; τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν HDT savoir la langue grecque;<br /><b>5</b> concevoir, devenir enceinte <i>ou</i> pleine <i>en parl. de <i>pers.</i> ou d'animaux</i>;<br /><b>6</b> prendre avec qqn, <i>càd</i> mettre la main avec qqn, aider, assister, secourir : σ. τινι venir en aide à qqn ; σ. τὸ [[δέον]] XÉN aider dans ce qui est nécessaire ; σ. τινί [[τι]] <i>ou</i> τινί τινος assister qqn en qch, aider qqn pour qch ; [[εἴς]] [[τι]] aider à qch, contribuer à qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> συλλαμβάνομαι aider, assister : τινος (τινι) EUR qqn en qch ; σ. νόσου κάμνοντι SOPH soulager un homme qui souffre (<i>litt.</i> prendre avec celui qui souffre une part de son mal) ; ξυνελάβοντο [[τοῦ]] τοιούτου [[οὐχ]] [[ἥκιστα]] [[ὥστε]] THC ils ne contribuèrent pas peu à cela que….<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[λαμβάνω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater