Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συλλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> συλλήψομαι, <i>ao.2</i> συνέλαβον, <i>pf.</i> [[συνείληφα]];<br /><b>1</b> rassembler, réunir : τὸ ἕτερον [[στράτευμα]] XÉN rassembler le reste de l'armée ; <i>particul.</i> embrasser dans le discours : σ. [[πᾶν]] HDT, ἑνὶ ἔπεϊ πάντα σ. HDT résumer tout d'un mot;<br /><b>2</b> comprimer, fermer : τὸ [[στόμα]] καὶ τοὺς ὀφθαλμούς PLAT la bouche et les yeux à un mort;<br /><b>3</b> prendre avec soi, emporter, emmener : τινα qqn ; σ. ἑαυτὸν [[ἐκ]] γῆς SOPH partir à la hâte du pays ; <i>avec idée de violence</i> κόμην σ. χερί SOPH s'arracher les cheveux ; avec le gén. : σ. τέττιγα [[τοῦ]] πτεροῦ LUC tenir, saisir une cigale par l'aile ; σ. τινα saisir, arrêter qqn;<br /><b>4</b> <i>fig.</i> embrasser par la pensée, comprendre : τὸν λόγον HDT le discours ; τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν HDT savoir la langue grecque;<br /><b>5</b> concevoir, devenir enceinte <i>ou</i> pleine <i>en parl. de <i>pers.</i> ou d'animaux</i>;<br /><b>6</b> prendre avec qqn, <i>càd</i> mettre la main avec qqn, aider, assister, secourir : σ. τινι venir en aide à qqn ; σ. τὸ [[δέον]] XÉN aider dans ce qui est nécessaire ; σ. τινί [[τι]] <i>ou</i> τινί τινος assister qqn en qch, aider qqn pour qch ; [[εἴς]] [[τι]] aider à qch, contribuer à qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> συλλαμβάνομαι aider, assister : τινος (τινι) EUR qqn en qch ; σ. νόσου κάμνοντι SOPH soulager un homme qui souffre (<i>litt.</i> prendre avec celui qui souffre une part de son mal) ; ξυνελάβοντο [[τοῦ]] τοιούτου [[οὐχ]] [[ἥκιστα]] [[ὥστε]] THC ils ne contribuèrent pas peu à cela que….<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[λαμβάνω]].
|btext=<i>f.</i> συλλήψομαι, <i>ao.2</i> συνέλαβον, <i>pf.</i> [[συνείληφα]];<br /><b>1</b> rassembler, réunir : τὸ ἕτερον [[στράτευμα]] XÉN rassembler le reste de l'armée ; <i>particul.</i> embrasser dans le discours : σ. [[πᾶν]] HDT, ἑνὶ ἔπεϊ πάντα σ. HDT résumer tout d'un mot;<br /><b>2</b> comprimer, fermer : τὸ [[στόμα]] καὶ τοὺς ὀφθαλμούς PLAT la bouche et les yeux à un mort;<br /><b>3</b> prendre avec soi, emporter, emmener : τινα qqn ; σ. ἑαυτὸν [[ἐκ]] γῆς SOPH partir à la hâte du pays ; <i>avec idée de violence</i> κόμην σ. χερί SOPH s'arracher les cheveux ; avec le gén. : σ. τέττιγα [[τοῦ]] πτεροῦ LUC tenir, saisir une cigale par l'aile ; σ. τινα saisir, arrêter qqn;<br /><b>4</b> <i>fig.</i> embrasser par la pensée, comprendre : τὸν λόγον HDT le discours ; τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν HDT savoir la langue grecque;<br /><b>5</b> concevoir, devenir enceinte <i>ou</i> pleine <i>en parl. de <i>pers.</i> ou d'animaux</i>;<br /><b>6</b> prendre avec qqn, <i>càd</i> mettre la main avec qqn, aider, assister, secourir : σ. τινι venir en aide à qqn ; σ. τὸ [[δέον]] XÉN aider dans ce qui est nécessaire ; σ. τινί [[τι]] <i>ou</i> τινί τινος assister qqn en qch, aider qqn pour qch ; [[εἴς]] [[τι]] aider à qch, contribuer à qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> συλλαμβάνομαι aider, assister : τινος (τινι) EUR qqn en qch ; σ. νόσου κάμνοντι SOPH soulager un homme qui souffre (<i>litt.</i> prendre avec celui qui souffre une part de son mal) ; ξυνελάβοντο [[τοῦ]] τοιούτου [[οὐχ]] [[ἥκιστα]] [[ὥστε]] THC ils ne contribuèrent pas peu à cela que….<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[λαμβάνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συλλαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι· πρκμ. -είλημμαι· ἀόρ. συνέλᾰβον· ἀπαρ. συλλᾰβεῖν· ― ὁ [[μέσος]] ἐνεστ. ἀπαντᾷ παρὰ Φιλήμ. ἐν «Παγκρατιαστῇ» 1· ὁ [[μέσος]] ἀόρ. [[συχνάκις]]· (παρὰ Ξεν. ἐν Ἀναβ. 7. 2, 1 συλληφθήσεται ἐκ διορθώσεως ἀντὶ συλλήψεται). Λαμβάνω καὶ [[φέρω]] [[ὁμοῦ]], [[φέρω]] ἐπὶ τὸ αὐτό, [[συνάγω]], [[συναθροίζω]], ἰδίως [[συναθροίζω]] διεσπαρμένα στρατεύματα, τῆς στρατιῆς τοὺς περιγενομένους Ἡρόδ. 5. 46· τὸ [[στράτευμα]] Ξεν. Κύρ. 3. 3, 1· τὰς δυνάμεις Πλάτ. Γοργ. 456Α· οὕτω, ξ. θοινάτορας Εὐρ. Ἴων 1217. 2) [[ἁπλῶς]], [[λαμβάνω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], [[ἀπάγω]], Σοφ. Τρ. 1153, κτλ.· ξυλλαβὼν κατέκλινεν εἰς Ἀσκληπιοῦ Ἀριστοφ. Σφ. 122, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 53· ξυλλαβὼν θεσπίσματα κεῖται παρ’ Ἅιδῃ, μετὰ πάντων τῶν θεσπισμάτων, Σοφ. Ο. Τ. 971· ἔρρε, τάσδε συλλαβὼν ἀρὰς ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1384· ἔκπλει σεαυτὸν συλλαβὼν ἐκ τῆσδε γῆς, πάρε τὸν ἑαυτόν σου καὶ φύγε, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 577. 2) [[συνάπτω]], ἑνώνω, [[κλείω]], τὸ [[στόμα]] καὶ ὀφθαλμοὺς (ἐπὶ νεκροῦ) Πλάτ. Φαίδων ἐν τέλ.· σ. [[αὐτοῦ]] τὸ [[στόμα]], [[κλείω]] τὸ [[στόμα]] του, Ἀριστοφ. Ἀχ. 926, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 7. 4) ἐν ὁμιλίᾳ, [[περιλαμβάνω]], [[περικλείω]], ἐνὶ ἔπεϊ πάντα συλλαβὼν εἰπεῖν Ἡρόδ. 3. 82· πᾶν... συλλαβὼν εἴρηκας ὁ αὐτ. 7. 16, 3· ξ. εἰς ἓν πάντα Πλάτ. Σοφ. 234Β, πρβλ. Θεαίτ. 147D· τὰ ἄλλα εἰς ταὐτὸ ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 263D. ― Παθ., περιλαμβάνομαι (λογικῶς), μετὰ τοῦ γένους αἱ συλλαμβανόμεναι διαφοραὶ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 12, 5, πρβλ. 2. 3, 8· συνειλῆφθαι τῇ ὕλῃ, εἶμαι συγκεκριμένος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀφῃρημένον, [[αὐτόθι]] 6. 10, 9, πρβλ. 6. 15, 1, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπιθέτω χεῖρα, [[λαμβάνω]], πιάνω, [[ἁρπάζω]], ἐπιλαμβάνομαι, Ἡρόδ. 6. 26· κόμην ἀπρὶξ ὄνυξι συλλαβὼν χερὶ Σοφοκλ. Αἴ. 310· συλ. τέττιγα τοῦ πτεροῦ, [[συλλαμβάνω]] καὶ κρατῶ ἐκ τῆς πτέρυγος, Ἀρχίλ. παρὰ Λουκ. Ψευδολ. 1· σ. τῶν [[σχοινίων]], ἐπιλαμβάνομαι αὐτῶν, κρατῶ τὰ σχοινία, βοηθῶ σύρων αὐτά, Ἀριστοφ. Εἰρ. 437· [[ὅθεν]] ἐν τῇ μετοχ. ξυλλαβὼν ποιῶ τι, [[κάμνω]] τι [[ταχέως]], ἐν σπουδῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 21· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ξυλλαβέσθαι τοῦ ξύλου ὁ αὐτ. ἐν Λυσιστρ. 313, ἐν Εἰρ. 465· ― [[ἀγοράζω]] ἀμέσως, τὰ τρύβλια ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 650. 2) ὡς καὶ νῦν, [[συλλαμβάνω]] τινά, Ἡρόδ. 1. 80., 2. 114, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 206, Ἀντιφῶν 133. 3, Ἀνδοκ., κλπ.· σ. ζῶντα, [[ὅμηρον]] Εὐρ. Ρῆσ. 513, Ὀρ. 1189· τινὰ ἐπὶ θανάτῳ Ἰσοκρ. 73Α. ― Παθ., πρὶν ξυλληφθῆναι Θουκ. 1. 20. 3) ἐπὶ τῆς διανοίας, [[συναρπάζω]] τὴν σημασίαν τινός, ἀντιλαμβάνομαι [[ὀξέως]], ἐννοῶ, [[καταλαμβάνω]], τὸ [[χρηστήριον]], τὸ ῥηθέν, τὸν λόγον, τὴν φωνὴν Ἡρόδ. 1. 63, 91., 2. 49., 4. 114· παρκείμενον συλλαβὼν [[τέρας]] Πινδ. Ο. 13. 103, πρβλ. Πλάτ. Σοφιστ. 218C. ΙΙΙ. [[δέχομαι]], [[λαμβάνω]] συγχρόνως, [[ὁμοῦ]] [[ἀπολαύω]], Ἡρόδ. 1. 32. IV. [[συλλαμβάνω]] ἐν γαστρί, ἐγγαστρώνομαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 16, π. Ζ. Γεν. 1. 19, 19, κ. ἀλλ.· ἐν γαστρὶ Ἱππ. Ἀφ. 125· σ. [[ἔμβρυον]] Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 22· ― ἐπὶ τῆς μήτρας, σ. τὸ [[σπέρμα]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 1, κ. ἀλλ. V. [[λαμβάνω]] [[ὁμοῦ]] ἢ [[προσέτι]], [[λαμβάνω]] ὡς βοηθόν, τὴν δίκην σ. Εὐρ. Ἀποσπ. 588· ἄτεγκτον ξ. καρδίαν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 883. VI. μετὰ δοτ. προσ., [[λαμβάνω]] [[μέρος]] μετά τινος ἄλλου, βοηθῶ τινα, οὐ τοῖς ἀθύμοις ἡ [[τύχη]] ξ. Σοφ. Ἀποσπ. 666, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 813, Ἡρόδ. 6. 125, κτλ.· τὰ δυνατὰ τῇ πόλει ξ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 861· σ. τινί τι, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] μετά τινος, βοηθῶ τινα εἴς τι, ὁ αὐτ. ἐν Λυσιστρ. 540, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 49, κλπ.· οὕτω, σ. τινί τινος Εὐρ. Μήδ. 9. 6, Ἀριστοφ. Σφ. 734· σ. τινί τινι Δημ. 231. 25· [[ὡσαύτως]] μετὰ προθ., συνέλαβε γὰρ ἄλλα... ἐς τὸ πείθεσθαι, συνετέλεσεν εἰς κατάπεισιν, Ἡρόδ. 7. 6, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 28· ― ἀπολ., συντελῶ, βοηθῶ, Αἰσχύλ. Χο. 812, Σοφ. Τρ. 1019, Ἀριστοφ. Ἱππ. 229, Θουκ. 1. 118, κλπ. VII. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, μετὰ γεν. πράγμ., [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἴς τι, συνελάβετο τοῦ στρατεύματος Ἡρόδ. 3. 49· [[ὅστις]] νόσου κάμνοντι συλλάβοιτο Σοφ. Φιλ. 282· ξυνελάβοντο τοῦ τοιούτου, οὐχ ἥκιστα [[ὥστε]]..., ἰδιαιτέρως συντέλεσαν εἰς τοῦτο, Θουκ. 4. 47· ― σπανίως μετ’ αἰτ., σ. κυβερνητικὴν Πλάτ. Νόμ. 709C· ― [[ἐνίοτε]] ἐν τμήσει ἔτι καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ξύμ μοι λάβεσθε τοῦ μύθου ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 237Α, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 559. ― Πρβλ. [[συνεπιλαμβάνομαι]]. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 157-158.
|elnltext=συλ-λαμβάνω, Att. ξυλλαμβάνω, ook in tmesis bijeenbrengen, verzamelen, verenigen, m. n. van troepen:; τὸ στράτευμα het leger Xen. Cyr. 3.3.1; ook alg..; τὰ πάντα … ταῦτα συλλαβεῖν ἄνθρωπον ἐόντα ἀδύνατόν ἐστι het is onmogelijk om dat alles als mens in jezelf te verenigen Hdt. 1.32.8; overdr..; σ. καρδίαν het hart verzamelen, d.w.z. moed verzamelen Eur. HF 833; in het spreken bij elkaar nemen:; ἑνί … ἔπεϊ πάντα συλλαβὼν εἰπεῖν om alles met één woord samen te vatten Hdt. 3.82.5; σ. εἰς ἕν onder één noemer brengen Plat.; om één woord te maken uit een aantal lettergrepen; Aristoph. Eq. 21; van ogen en monden, de oogleden of lippen bij elkaar nemen: sluiten, dichtdoen. vastgrijpen, vastpakken:; κόμην χερί het haar met de hand Soph. Ai. 310; met acc. en gen. ( spreekw. ); τέττιγα τοῦ πτεροῦ συνείληφας je hebt een cicade bij de vleugel te pakken (d.w.z. je hebt beet!) Luc. 51.1; de handen leggen op, zich meester maken van; van personen oppakken, arresteren, gevangennemen:; ὅμηρον als gijzelaar Eur. Or. 1189; ἐπὶ θανάτῳ om hem ter dood te brengen Isocr. 4.154; overdr. begrijpen:. τὸ ῥηθέν het gezegde Hdt. 1.91.4. pakken (om mee te nemen), meenemen:. ἔρρε, τάσδε συλλαβὼν ἀράς wegwezen, en neem deze vervloekingen mee Soph. OC 1384. helpen, bijstaan, ook med.; met dat. iem. of iets; met dat. en acc. iem. met of in iets = met dat. en gen. = met dat. en εἰς + acc.:; ξύμ μοι λάβεσθε τοῦ μύθου help me met de vertelling Plat. Phaedr. 237a; met alleen gen..; σ. τοῦ ξύλου helpen met het brandhout Aristoph. Lys. 313; τῶν σχοινίων met de kabels Aristoph. Pax 437; deelnemen, alleen med.; met gen. aan iets:. τοῦ στρατεύματος aan de expeditie Hdt. 3.49.1. van vrouwen (een kind) ontvangen, zwanger worden, ook med.: ἐν γαστρί in de buik.
}}
{{elru
|elrutext='''συλλαμβάνω:''' (βᾰ) (fut. συλλήψομαι, aor. 2 [[συνέλαβον]], pf. [[συνείληφα]])<br /><b class="num">1)</b> [[собирать]], [[соединять]], [[объединять]] (τοὺς περιγενομένους τῆς στρατιῆς Her.; ἁπάσας τὰς δυνάμεις Plat.): ἑνὶ ἔπεϊ πάντα συλλαβόντα [[εἰπεῖν]] Her. чтобы охватить все (это) в одном слове, т. е. одним словом, короче говоря; ξ. εἰς [[ταὐτό]] Plat. объединять в одну группу, сводить воедино;<br /><b class="num">2)</b> [[закрывать]] (τὸ [[στόμα]] τε καὶ ὀφθαλμούς Plat.): σ. τὸ [[στόμα]] τινός Arst. зажимать рот кому-л.;<br /><b class="num">3)</b> [[забирать]] (с собою), уводить (τινά Soph., Eur., Arph., NT): ξ. ἑαυτὸν ἐκ τῆς γῆς Soph. поспешно уходить из страны;<br /><b class="num">4)</b> [[захватывать]]: σ. τινὰ ζῶντα Eur. захватывать кого-л. живьем; σ. τινὰ [[ὅμηρον]] Eur. брать кого-л. в качестве заложника; κόμην [[συλλαβεῖν]] χερί Soph. схватиться руками за волосы; [[συλλαβεῖν]] τέττιγα τοῦ πτεροῦ Luc. поймать цикаду за крылышко;<br /><b class="num">5)</b> [[задерживать]], [[подвергать аресту]] (τινά Soph.): σ. ἐπὶ θανάτῳ Isocr., Luc. арестовать для предания смерти;<br /><b class="num">6)</b> [[охватывать]]: πάντα σ. τὸν λόγον Her. охватывать вопрос полностью; ξ. τῷ λόγῳ τι Plat. выражать что-л. словами;<br /><b class="num">7)</b> [[усваивать]] (τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν Her.): ἄτεγκτον συλλαβοῦσα καρδίαν Eur. обладательница неумолимого сердца, жестокосердая;<br /><b class="num">8)</b> [[постигать]], [[понимать]] (τι Plat.): σ. τὸ [[χρηστήριον]] Her. понять смысл прорицания;<br /><b class="num">9)</b> [[принимать в себя]] (τὸ [[σπέρμα]] Arst.): [[συλλαβεῖν]] τὸ [[ἔμβρυον]] Luc. понести, забеременеть;<br /><b class="num">10)</b> [[становиться беременной]] (τὸ [[θῆλυ]] συλλαμβάνει Arst.; συνέλαβεν γυνὴ [[αὐτοῦ]] NT);<br /><b class="num">11)</b> тж. med. помогать, оказывать поддержку (τοῖς ἀθύμοις Soph.; τῇ πόλει Arph.; τινί NT): σ. τινί τινος Eur., Xen., τινί τι Her., Xen. и τινὶ εἴς τι Xen. помогать кому-л. в чем-л.; σ. τινί τινι Dem. помогать кому-л. чем-л.; σ. εἴς τι Xen. содействовать или способствовать чему-л.; νόσου κάμνοντι συλλαβέσθαι Soph. помочь больному в его страданиях; οὐχ [[ἥκιστα]] [[συλλαβεῖν]] τινος Thuc. немало способствовать чему-л.; συλλαβέσθαι τοῦ στρατεύματος Her. принять участие в походе; ξύμ μοι λάβεσθε τοῦ μύθου Plat. помогите мне в (моем) повествовании.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''συλλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], παρακ. [[συνείληφα]] — Παθ. <i>-είλημμαι</i>, αόρ. αʹ <i>συνέλᾰβον</i>, απαρ. <i>συλλᾰβεῖν</i> — Παθ., μέλ. <i>-ληφθήσομαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συλλέγω]], [[συνάγω]], [[μαζεύω]], [[συμμαζεύω]], [[ιδίως]] [[συναθροίζω]] διεσπαρμένα στρατεύματα, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[απλώς]], [[παίρνω]] μαζί μου, [[παίρνω]] [[μακριά]], [[απάγω]], σε Σοφ., Αριστοφ.· [[αγοράζω]] [[ταχέως]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[συνάπτω]], [[συγκλείω]], [[κλείνω]] το [[στόμα]] ενός πτώματος, σε Πλάτ.· [[συλλαμβάνω]] [[αὐτοῦ]] τὸ [[στόμα]], του [[κλείνω]] το [[στόμα]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> στην [[ομιλία]], [[περιλαμβάνω]], [[περιέχω]], [[εμπερικλείω]], σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[απλώνω]] [[χέρι]] σε [[κάτι]], [[αρπάζω]], γραπώνω, [[πιάνω]], με αιτ., σε Ηρόδ., Σοφ.· με γεν., [[συλλαμβάνω]] [[τῶν]] [[σχοινίων]], [[κρατώ]] τα [[σχοινιά]], τα λουριά, έχω τον έλεγχό τους, σε Αριστοφ.· απόλ. μτχ., <i>ξυλλαβών</i>, [[γρήγορα]], βιαστικά, με [[βιασύνη]], στον ίδ.· επίσης στη Μέσ. με γεν., <i>ξυλλαβέσθαι τοῦξύλου</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> συλλαμβάάνω, [[πιάνω]], [[θέτω]] υπό [[κράτηση]], σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., <i>πρὶν ξυλληφθῆναι</i>, [[προτού]] συλληφθούν, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για το νου, [[εννοώ]], [[καταλαβαίνω]], [[αντιλαμβάνομαι]], σε Ηρόδ., Πίνδ.<br /><b class="num">III.</b> [[δέχομαι]], [[λαμβάνω]] συγχρόνως, [[απολαμβάνω]] από κοινού, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">IV.</b> λέγεται για γυναίκες ή θηλυκά ζώα, [[συλλαμβάνω]], [[μένω]] [[έγκυος]], [[κυοφορώ]], [[εγκυμονώ]], σε Λουκ.<br /><b class="num">V. 1.</b> με δοτ. προσ., [[λαμβάνω]] [[μέρος]] από κοινού με άλλον, [[βοηθώ]], [[συνεργώ]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ., [[συμμετέχω]] με κάποιον σε [[κάτι]], σε Ευρ., Αριστοφ.· ομοίως στη Μέσ., <i>συνελάβετο τοῦ στρατεύματος</i>, σε Ηρόδ.· <i>νόσου συλλαβέσθαι</i>, σε Σοφ.· [[συνεισφέρω]] σε [[κάτι]], σε Θουκ.
|lsmtext='''συλλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], παρακ. [[συνείληφα]] — Παθ. <i>-είλημμαι</i>, αόρ. αʹ <i>συνέλᾰβον</i>, απαρ. <i>συλλᾰβεῖν</i> — Παθ., μέλ. <i>-ληφθήσομαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συλλέγω]], [[συνάγω]], [[μαζεύω]], [[συμμαζεύω]], [[ιδίως]] [[συναθροίζω]] διεσπαρμένα στρατεύματα, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[απλώς]], [[παίρνω]] μαζί μου, [[παίρνω]] [[μακριά]], [[απάγω]], σε Σοφ., Αριστοφ.· [[αγοράζω]] [[ταχέως]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[συνάπτω]], [[συγκλείω]], [[κλείνω]] το [[στόμα]] ενός πτώματος, σε Πλάτ.· [[συλλαμβάνω]] [[αὐτοῦ]] τὸ [[στόμα]], του [[κλείνω]] το [[στόμα]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> στην [[ομιλία]], [[περιλαμβάνω]], [[περιέχω]], [[εμπερικλείω]], σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[απλώνω]] [[χέρι]] σε [[κάτι]], [[αρπάζω]], γραπώνω, [[πιάνω]], με αιτ., σε Ηρόδ., Σοφ.· με γεν., [[συλλαμβάνω]] [[τῶν]] [[σχοινίων]], [[κρατώ]] τα [[σχοινιά]], τα λουριά, έχω τον έλεγχό τους, σε Αριστοφ.· απόλ. μτχ., <i>ξυλλαβών</i>, [[γρήγορα]], βιαστικά, με [[βιασύνη]], στον ίδ.· επίσης στη Μέσ. με γεν., <i>ξυλλαβέσθαι τοῦξύλου</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> συλλαμβάάνω, [[πιάνω]], [[θέτω]] υπό [[κράτηση]], σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., <i>πρὶν ξυλληφθῆναι</i>, [[προτού]] συλληφθούν, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για το νου, [[εννοώ]], [[καταλαβαίνω]], [[αντιλαμβάνομαι]], σε Ηρόδ., Πίνδ.<br /><b class="num">III.</b> [[δέχομαι]], [[λαμβάνω]] συγχρόνως, [[απολαμβάνω]] από κοινού, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">IV.</b> λέγεται για γυναίκες ή θηλυκά ζώα, [[συλλαμβάνω]], [[μένω]] [[έγκυος]], [[κυοφορώ]], [[εγκυμονώ]], σε Λουκ.<br /><b class="num">V. 1.</b> με δοτ. προσ., [[λαμβάνω]] [[μέρος]] από κοινού με άλλον, [[βοηθώ]], [[συνεργώ]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ., [[συμμετέχω]] με κάποιον σε [[κάτι]], σε Ευρ., Αριστοφ.· ομοίως στη Μέσ., <i>συνελάβετο τοῦ στρατεύματος</i>, σε Ηρόδ.· <i>νόσου συλλαβέσθαι</i>, σε Σοφ.· [[συνεισφέρω]] σε [[κάτι]], σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συλλαμβάνω:''' (βᾰ) (fut. συλλήψομαι, aor. 2 [[συνέλαβον]], pf. [[συνείληφα]])<br /><b class="num">1)</b> [[собирать]], [[соединять]], [[объединять]] (τοὺς περιγενομένους τῆς στρατιῆς Her.; ἁπάσας τὰς δυνάμεις Plat.): ἑνὶ ἔπεϊ πάντα συλλαβόντα [[εἰπεῖν]] Her. чтобы охватить все (это) в одном слове, т. е. одним словом, короче говоря; ξ. εἰς [[ταὐτό]] Plat. объединять в одну группу, сводить воедино;<br /><b class="num">2)</b> [[закрывать]] (τὸ [[στόμα]] τε καὶ ὀφθαλμούς Plat.): σ. τὸ [[στόμα]] τινός Arst. зажимать рот кому-л.;<br /><b class="num">3)</b> [[забирать]] (с собою), уводить (τινά Soph., Eur., Arph., NT): ξ. ἑαυτὸν ἐκ τῆς γῆς Soph. поспешно уходить из страны;<br /><b class="num">4)</b> [[захватывать]]: σ. τινὰ ζῶντα Eur. захватывать кого-л. живьем; σ. τινὰ [[ὅμηρον]] Eur. брать кого-л. в качестве заложника; κόμην [[συλλαβεῖν]] χερί Soph. схватиться руками за волосы; [[συλλαβεῖν]] τέττιγα τοῦ πτεροῦ Luc. поймать цикаду за крылышко;<br /><b class="num">5)</b> [[задерживать]], [[подвергать аресту]] (τινά Soph.): σ. ἐπὶ θανάτῳ Isocr., Luc. арестовать для предания смерти;<br /><b class="num">6)</b> [[охватывать]]: πάντα σ. τὸν λόγον Her. охватывать вопрос полностью; ξ. τῷ λόγῳ τι Plat. выражать что-л. словами;<br /><b class="num">7)</b> [[усваивать]] (τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν Her.): ἄτεγκτον συλλαβοῦσα καρδίαν Eur. обладательница неумолимого сердца, жестокосердая;<br /><b class="num">8)</b> [[постигать]], [[понимать]] (τι Plat.): σ. τὸ [[χρηστήριον]] Her. понять смысл прорицания;<br /><b class="num">9)</b> [[принимать в себя]] (τὸ [[σπέρμα]] Arst.): [[συλλαβεῖν]] τὸ [[ἔμβρυον]] Luc. понести, забеременеть;<br /><b class="num">10)</b> [[становиться беременной]] (τὸ [[θῆλυ]] συλλαμβάνει Arst.; συνέλαβεν ἡ γυνὴ [[αὐτοῦ]] NT);<br /><b class="num">11)</b> тж. med. помогать, оказывать поддержку (τοῖς ἀθύμοις Soph.; τῇ πόλει Arph.; τινί NT): σ. τινί τινος Eur., Xen., τινί τι Her., Xen. и τινὶ εἴς τι Xen. помогать кому-л. в чем-л.; σ. τινί τινι Dem. помогать кому-л. чем-л.; σ. εἴς τι Xen. содействовать или способствовать чему-л.; νόσου κάμνοντι συλλαβέσθαι Soph. помочь больному в его страданиях; οὐχ [[ἥκιστα]] [[συλλαβεῖν]] τινος Thuc. немало способствовать чему-л.; συλλαβέσθαι τοῦ στρατεύματος Her. принять участие в походе; ξύμ μοι λάβεσθε τοῦ μύθου Plat. помогите мне в (моем) повествовании.
|lstext='''συλλαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι· πρκμ. -είλημμαι· ἀόρ. συνέλᾰβον· ἀπαρ. συλλᾰβεῖν· ― ὁ [[μέσος]] ἐνεστ. ἀπαντᾷ παρὰ Φιλήμ. ἐν «Παγκρατιαστῇ» 1· ὁ [[μέσος]] ἀόρ. [[συχνάκις]]· (παρὰ Ξεν. ἐν Ἀναβ. 7. 2, 1 συλληφθήσεται ἐκ διορθώσεως ἀντὶ συλλήψεται). Λαμβάνω καὶ [[φέρω]] [[ὁμοῦ]], [[φέρω]] ἐπὶ τὸ αὐτό, [[συνάγω]], [[συναθροίζω]], ἰδίως [[συναθροίζω]] διεσπαρμένα στρατεύματα, τῆς στρατιῆς τοὺς περιγενομένους Ἡρόδ. 5. 46· τὸ [[στράτευμα]] Ξεν. Κύρ. 3. 3, 1· τὰς δυνάμεις Πλάτ. Γοργ. 456Α· οὕτω, ξ. θοινάτορας Εὐρ. Ἴων 1217. 2) [[ἁπλῶς]], [[λαμβάνω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], [[ἀπάγω]], Σοφ. Τρ. 1153, κτλ.· ξυλλαβὼν κατέκλινεν εἰς Ἀσκληπιοῦ Ἀριστοφ. Σφ. 122, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 53· ξυλλαβὼν θεσπίσματα κεῖται παρ’ Ἅιδῃ, μετὰ πάντων τῶν θεσπισμάτων, Σοφ. Ο. Τ. 971· ἔρρε, τάσδε συλλαβὼν ἀρὰς ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1384· ἔκπλει σεαυτὸν συλλαβὼν ἐκ τῆσδε γῆς, πάρε τὸν ἑαυτόν σου καὶ φύγε, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 577. 2) [[συνάπτω]], ἑνώνω, [[κλείω]], τὸ [[στόμα]] καὶ ὀφθαλμοὺς (ἐπὶ νεκροῦ) Πλάτ. Φαίδων ἐν τέλ.· σ. [[αὐτοῦ]] τὸ [[στόμα]], [[κλείω]] τὸ [[στόμα]] του, Ἀριστοφ. Ἀχ. 926, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 7. 4) ἐν ὁμιλίᾳ, [[περιλαμβάνω]], [[περικλείω]], ἐνὶ ἔπεϊ πάντα συλλαβὼν εἰπεῖν Ἡρόδ. 3. 82· πᾶν... συλλαβὼν εἴρηκας ὁ αὐτ. 7. 16, 3· ξ. εἰς ἓν πάντα Πλάτ. Σοφ. 234Β, πρβλ. Θεαίτ. 147D· τὰ ἄλλα εἰς ταὐτὸ ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 263D. ― Παθ., περιλαμβάνομαι (λογικῶς), μετὰ τοῦ γένους αἱ συλλαμβανόμεναι διαφοραὶ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 12, 5, πρβλ. 2. 3, 8· συνειλῆφθαι τῇ ὕλῃ, εἶμαι συγκεκριμένος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀφῃρημένον, [[αὐτόθι]] 6. 10, 9, πρβλ. 6. 15, 1, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπιθέτω χεῖρα, [[λαμβάνω]], πιάνω, [[ἁρπάζω]], ἐπιλαμβάνομαι, Ἡρόδ. 6. 26· κόμην ἀπρὶξ ὄνυξι συλλαβὼν χερὶ Σοφοκλ. Αἴ. 310· συλ. τέττιγα τοῦ πτεροῦ, [[συλλαμβάνω]] καὶ κρατῶ ἐκ τῆς πτέρυγος, Ἀρχίλ. παρὰ Λουκ. Ψευδολ. σ. τῶν [[σχοινίων]], ἐπιλαμβάνομαι αὐτῶν, κρατῶ τὰ σχοινία, βοηθῶ σύρων αὐτά, Ἀριστοφ. Εἰρ. 437· [[ὅθεν]] ἐν τῇ μετοχ. ξυλλαβὼν ποιῶ τι, [[κάμνω]] τι [[ταχέως]], ἐν σπουδῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 21· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ξυλλαβέσθαι τοῦ ξύλου ὁ αὐτ. ἐν Λυσιστρ. 313, ἐν Εἰρ. 465· ― [[ἀγοράζω]] ἀμέσως, τὰ τρύβλια ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 650. 2) ὡς καὶ νῦν, [[συλλαμβάνω]] τινά, Ἡρόδ. 1. 80., 2. 114, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 206, Ἀντιφῶν 133. 3, Ἀνδοκ., κλπ.· σ. ζῶντα, [[ὅμηρον]] Εὐρ. Ρῆσ. 513, Ὀρ. 1189· τινὰ ἐπὶ θανάτῳ Ἰσοκρ. 73Α. ― Παθ., πρὶν ξυλληφθῆναι Θουκ. 1. 20. 3) ἐπὶ τῆς διανοίας, [[συναρπάζω]] τὴν σημασίαν τινός, ἀντιλαμβάνομαι [[ὀξέως]], ἐννοῶ, [[καταλαμβάνω]], τὸ [[χρηστήριον]], τὸ ῥηθέν, τὸν λόγον, τὴν φωνὴν Ἡρόδ. 1. 63, 91., 2. 49., 4. 114· παρκείμενον συλλαβὼν [[τέρας]] Πινδ. Ο. 13. 103, πρβλ. Πλάτ. Σοφιστ. 218C. ΙΙΙ. [[δέχομαι]], [[λαμβάνω]] συγχρόνως, [[ὁμοῦ]] [[ἀπολαύω]], Ἡρόδ. 1. 32. IV. [[συλλαμβάνω]] ἐν γαστρί, ἐγγαστρώνομαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 16, π. Ζ. Γεν. 1. 19, 19, κ. ἀλλ.· ἐν γαστρὶ Ἱππ. Ἀφ. 125· σ. [[ἔμβρυον]] Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 22· ― ἐπὶ τῆς μήτρας, σ. τὸ [[σπέρμα]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 1, κ. ἀλλ. V. [[λαμβάνω]] [[ὁμοῦ]] ἢ [[προσέτι]], [[λαμβάνω]] ὡς βοηθόν, τὴν δίκην σ. Εὐρ. Ἀποσπ. 588· ἄτεγκτον ξ. καρδίαν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 883. VI. μετὰ δοτ. προσ., [[λαμβάνω]] [[μέρος]] μετά τινος ἄλλου, βοηθῶ τινα, οὐ τοῖς ἀθύμοις ἡ [[τύχη]] ξ. Σοφ. Ἀποσπ. 666, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 813, Ἡρόδ. 6. 125, κτλ.· τὰ δυνατὰ τῇ πόλει ξ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 861· σ. τινί τι, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] μετά τινος, βοηθῶ τινα εἴς τι, ὁ αὐτ. ἐν Λυσιστρ. 540, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 49, κλπ.· οὕτω, σ. τινί τινος Εὐρ. Μήδ. 9. 6, Ἀριστοφ. Σφ. 734· σ. τινί τινι Δημ. 231. 25· [[ὡσαύτως]] μετὰ προθ., συνέλαβε γὰρ ἄλλα... ἐς τὸ πείθεσθαι, συνετέλεσεν εἰς κατάπεισιν, Ἡρόδ. 7. 6, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 28· ― ἀπολ., συντελῶ, βοηθῶ, Αἰσχύλ. Χο. 812, Σοφ. Τρ. 1019, Ἀριστοφ. Ἱππ. 229, Θουκ. 1. 118, κλπ. VII. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, μετὰ γεν. πράγμ., [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἴς τι, συνελάβετο τοῦ στρατεύματος Ἡρόδ. 3. 49· [[ὅστις]] νόσου κάμνοντι συλλάβοιτο Σοφ. Φιλ. 282· ξυνελάβοντο τοῦ τοιούτου, οὐχ ἥκιστα [[ὥστε]]..., ἰδιαιτέρως συντέλεσαν εἰς τοῦτο, Θουκ. 4. 47· ― σπανίως μετ’ αἰτ., σ. κυβερνητικὴν Πλάτ. Νόμ. 709C· ― [[ἐνίοτε]] ἐν τμήσει ἔτι καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ξύμ μοι λάβεσθε τοῦ μύθου ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 237Α, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 559. ― Πρβλ. [[συνεπιλαμβάνομαι]]. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 157-158.
}}
{{elnl
|elnltext=συλ-λαμβάνω, Att. ξυλλαμβάνω, ook in tmesis bijeenbrengen, verzamelen, verenigen, m. n. van troepen:; τὸ στράτευμα het leger Xen. Cyr. 3.3.1; ook alg..; τὰ πάντα … ταῦτα συλλαβεῖν ἄνθρωπον ἐόντα ἀδύνατόν ἐστι het is onmogelijk om dat alles als mens in jezelf te verenigen Hdt. 1.32.8; overdr..; σ. καρδίαν het hart verzamelen, d.w.z. moed verzamelen Eur. HF 833; in het spreken bij elkaar nemen:; ἑνί … ἔπεϊ πάντα συλλαβὼν εἰπεῖν om alles met één woord samen te vatten Hdt. 3.82.5; σ. εἰς ἕν onder één noemer brengen Plat.; om één woord te maken uit een aantal lettergrepen; Aristoph. Eq. 21; van ogen en monden, de oogleden of lippen bij elkaar nemen: sluiten, dichtdoen. vastgrijpen, vastpakken:; κόμην χερί het haar met de hand Soph. Ai. 310; met acc. en gen. ( spreekw. ); τέττιγα τοῦ πτεροῦ συνείληφας je hebt een cicade bij de vleugel te pakken (d.w.z. je hebt beet!) Luc. 51.1; de handen leggen op, zich meester maken van; van personen oppakken, arresteren, gevangennemen:; ὅμηρον als gijzelaar Eur. Or. 1189; ἐπὶ θανάτῳ om hem ter dood te brengen Isocr. 4.154; overdr. begrijpen:. τὸ ῥηθέν het gezegde Hdt. 1.91.4. pakken (om mee te nemen), meenemen:. ἔρρε, τάσδε συλλαβὼν ἀράς wegwezen, en neem deze vervloekingen mee Soph. OC 1384. helpen, bijstaan, ook med.; met dat. iem. of iets; met dat. en acc. iem. met of in iets = met dat. en gen. = met dat. en εἰς + acc.:; ξύμ μοι λάβεσθε τοῦ μύθου help me met de vertelling Plat. Phaedr. 237a; met alleen gen..; σ. τοῦ ξύλου helpen met het brandhout Aristoph. Lys. 313; τῶν σχοινίων met de kabels Aristoph. Pax 437; deelnemen, alleen med.; met gen. aan iets:. τοῦ στρατεύματος aan de expeditie Hdt. 3.49.1. van vrouwen (een kind) ontvangen, zwanger worden, ook med.: ἐν γαστρί in de buik.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj