Anonymous

στατός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0930.png Seite 930]] adj. verb. von [[ἵστημι]], gestellt, stehend; [[ἵππος]], das im Stalle stehende, Stallroß, Il. 5, 506. 15, 263; στατὸν ἐς [[ὕδωρ]], das stehende Wasser, Soph. Phil. 708; [[χιτών]], = [[ὀρθοσταδίας]], Plut. Alc. 37 u. A.; – οἱ στατοί, eine Obrigkeit, = ἀγαθοεργοί, Hesych. u. B. A. 305.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0930.png Seite 930]] adj. verb. von [[ἵστημι]], gestellt, stehend; [[ἵππος]], das im Stalle stehende, Stallroß, Il. 5, 506. 15, 263; στατὸν ἐς [[ὕδωρ]], das stehende Wasser, Soph. Phil. 708; [[χιτών]], = [[ὀρθοσταδίας]], Plut. Alc. 37 u. A.; – οἱ στατοί, eine Obrigkeit, = ἀγαθοεργοί, Hesych. u. B. A. 305.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> stationnaire : στατὸς [[ἵππος]] IL cheval qui reste à l'écurie ; στατὸν [[ὕδωρ]] SOPH eau stagnante;<br /><b>2</b> qui se tient raide : στατὸς [[χιτών]] PLUT <i>ou subst.</i> ὁ [[στατός]] tunique qui tombe droite jusqu’à terre.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἵστημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στᾰτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ [[ἵστημι]], τοποθετημένος, στατὸς [[ἵππος]], ὁ ἐπὶ πολὺν χρόνον ἐν τῷ στάβλῳ μένων ἀργὸς καὶ τρεφόμενος, Ἰλ. Ζ. 506, Ο. 263· στατὸν [[ὕδωρ]], στάσιμον [[ὕδωρ]], Σοφ. Φιλ. 716· στατοῖς λίκνοισι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 724· στ. [[λίθος]], ἐστημένος, ἱδρυμένος, [[ὄρθιος]], Ἀνθ. Π. 9. 806· - στατὸς χιτὼν = ὀρθοσταδίας ἢ [[στάδιος]] χιτὼν (ἴδε [[στάδιος]] Ι. 3), Πλουτ. Ἀλκιβ. 32· καὶ μόνον στατὸς ([[ἄνευ]] τοῦ [[χιτών]]), Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16, 9· στ. θώραξ = [[στάδιος]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1227. ΙΙ. οἱ στατοί, = ἀγαθοεργοί, Α. Β. 305, πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ.
|lstext='''στᾰτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ [[ἵστημι]], τοποθετημένος, στατὸς [[ἵππος]], ὁ ἐπὶ πολὺν χρόνον ἐν τῷ στάβλῳ μένων ἀργὸς καὶ τρεφόμενος, Ἰλ. Ζ. 506, Ο. 263· στατὸν [[ὕδωρ]], στάσιμον [[ὕδωρ]], Σοφ. Φιλ. 716· στατοῖς λίκνοισι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 724· στ. [[λίθος]], ἐστημένος, ἱδρυμένος, [[ὄρθιος]], Ἀνθ. Π. 9. 806· - στατὸς χιτὼν = ὀρθοσταδίας ἢ [[στάδιος]] χιτὼν (ἴδε [[στάδιος]] Ι. 3), Πλουτ. Ἀλκιβ. 32· καὶ μόνον στατὸς ([[ἄνευ]] τοῦ [[χιτών]]), Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16, 9· στ. θώραξ = [[στάδιος]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1227. ΙΙ. οἱ στατοί, = ἀγαθοεργοί, Α. Β. 305, πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> stationnaire : στατὸς [[ἵππος]] IL cheval qui reste à l'écurie ; στατὸν [[ὕδωρ]] SOPH eau stagnante;<br /><b>2</b> qui se tient raide : στατὸς [[χιτών]] PLUT <i>ou subst.</i> ὁ [[στατός]] tunique qui tombe droite jusqu’à terre.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἵστημι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth