Anonymous

στατός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> stationnaire : στατὸς [[ἵππος]] IL cheval qui reste à l'écurie ; στατὸν [[ὕδωρ]] SOPH eau stagnante;<br /><b>2</b> qui se tient raide : στατὸς [[χιτών]] PLUT <i>ou subst.</i> ὁ [[στατός]] tunique qui tombe droite jusqu’à terre.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἵστημι]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> stationnaire : στατὸς [[ἵππος]] IL cheval qui reste à l'écurie ; στατὸν [[ὕδωρ]] SOPH eau stagnante;<br /><b>2</b> qui se tient raide : στατὸς [[χιτών]] PLUT <i>ou subst.</i> ὁ [[στατός]] tunique qui tombe droite jusqu’à terre.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἵστημι]].
}}
{{elnl
|elnltext=στατός -ή -όν [ἵστημι] geplaatst, (stil)staand:. σ. ἵππος een op stal gezet paard Il. 6.506; στατὸν... ὕδωρ stilstaand water Soph. Ph. 716. subst. ὁ στατός ( sc. χιτών) lange chiton.
}}
{{elru
|elrutext='''στᾰτός:''' [adj. verb. к [[ἵστημι]]<br /><b class="num">1)</b> [[застоявшийся]] ([[ἵππος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[стоячий]], [[неподвижный]] ([[ὕδωρ]] Soph.);<br /><b class="num">3)</b> [[поставленный прямо]], [[возвышающийся]] ([[λίθος]] Anth.);<br /><b class="num">4)</b> [[спускающийся до земли]], [[длиннополый]], [[длинный]] ([[χιτών]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στᾰτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ἵστημι]], αυτός που είναι τοποθετημένος ή [[στημένος]], που μένει [[ακίνητος]], στατὸς [[ἵππος]], [[άλογο]] που παραμένει επί [[πολύ]] κλεισμένο στο στάβλο, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· στατὸς [[χιτών]], [[ποδήρης]] [[χιτώνας]], αυτός που φτάνει [[μέχρι]] τα πόδια, σε Πλούτ.
|lsmtext='''στᾰτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ἵστημι]], αυτός που είναι τοποθετημένος ή [[στημένος]], που μένει [[ακίνητος]], στατὸς [[ἵππος]], [[άλογο]] που παραμένει επί [[πολύ]] κλεισμένο στο στάβλο, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· στατὸς [[χιτών]], [[ποδήρης]] [[χιτώνας]], αυτός που φτάνει [[μέχρι]] τα πόδια, σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=στατός -ή -όν [ἵστημι] geplaatst, (stil)staand:. σ. ἵππος een op stal gezet paard Il. 6.506; στατὸν... ὕδωρ stilstaand water Soph. Ph. 716. subst. ὁ στατός ( sc. χιτών) lange chiton.
}}
{{elru
|elrutext='''στᾰτός:''' [adj. verb. к [[ἵστημι]]<br /><b class="num">1)</b> [[застоявшийся]] ([[ἵππος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[стоячий]], [[неподвижный]] ([[ὕδωρ]] Soph.);<br /><b class="num">3)</b> [[поставленный прямо]], [[возвышающийся]] ([[λίθος]] Anth.);<br /><b class="num">4)</b> [[спускающийся до земли]], [[длиннополый]], [[длинный]] ([[χιτών]] Plut.).
}}
}}
{{etym
{{etym