Anonymous

συμφορέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0992.png Seite 992]] = [[συμφέρω]], zusammentragen, sammeln, anhäufen; Her. 5, 92, 7. 9, 83; Thuc. 6, 99; εἰς μίαν οἴκησιν ξυμφορήσαντες πάντα χρήματα, Plat. Legg. VII, 805 e; [[εἰκῇ]] [[συμπεφορημένος]], Phaedr. 253 e; [[πνεῦμα]] συμφοροῦν τὴν χιόνα, Xen. Cyn. 8, 1; πρεσβεῖαι συμφοροῦσαι στεφάνους αὐτῷ, Pol. 22, 24, 1; auch αἰτίας καὶ σκώμματα καὶ λοιδορίας συμφορήσας, Dem. 18, 15; ἑταιρικὰ διηγήματα, Luc. Amor. 37.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0992.png Seite 992]] = [[συμφέρω]], zusammentragen, sammeln, anhäufen; Her. 5, 92, 7. 9, 83; Thuc. 6, 99; εἰς μίαν οἴκησιν ξυμφορήσαντες πάντα χρήματα, Plat. Legg. VII, 805 e; [[εἰκῇ]] [[συμπεφορημένος]], Phaedr. 253 e; [[πνεῦμα]] συμφοροῦν τὴν χιόνα, Xen. Cyn. 8, 1; πρεσβεῖαι συμφοροῦσαι στεφάνους αὐτῷ, Pol. 22, 24, 1; auch αἰτίας καὶ σκώμματα καὶ λοιδορίας συμφορήσας, Dem. 18, 15; ἑταιρικὰ διηγήματα, Luc. Amor. 37.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>part. pf. Pass.</i> ξυμπεφορημένος;<br />apporter ensemble, <i>d'où</i><br /><b>1</b> rassembler, acc.;<br /><b>2</b> construire de matériaux apportés ensemble : καλιάν LUC un nid.<br />'''Étymologie:''' [[σύμφορος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμφορέω''': [[συμφέρω]], ἀλλὰ μόνον ἐπὶ τῆς πρώτης σημασίας, [[φέρω]] [[ὁμοῦ]], [[συλλέγω]], [[συνάγω]], [[ἐπισωρεύω]], τὰ ὀστᾶ ἐς ἕνα χῶρον Ἡρόδ. 5. 92, 7., 9. 83· τὰ χρήματα 9. 81· τὰ γέρρα 9. 99· λίθους καὶ ξύλα Θουκ. 6. 99· εἰς μίαν οἴκησιν πάντα χρήματα Πλάτ. Νόμ. 805Ε· καλιὰν ἐκ δένδρων Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 2. 40· [[πνεῦμα]] σ. τὴν χιόνα Ξεν. Κυν. 8, 1· αἰτίας καὶ σκώμματα καὶ λοιδορίας σ. Δημ. 230. 6· λόγους Λουκ. Ἁλιεὺς 22. ― Μέσ., [[συλλέγω]] δι’ ἐμαυτόν, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 25· ἐπὶ πτηνῶν κτιζόντων φωλεάς, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 7. ― Παθ., συνάγομαι, συλλέγομαι, ἀντίθετ. τῷ διαφορεῖσθαι, Πλάτ. Νόμ. 693Α· [[ἵππος]] εἰκῇ ξυμπεφορημένος, κακῶς ἐσχηματισμένος, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 253Ε· ξυμπεφορημένη, συγκεχυμένη (μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως [[συμφορά]]), ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 64Ε· ― ἐπὶ ποταμῶν, [[ἔνθα]] μὲν Ἀπιδανὸς [[μέγας]] καὶ [[δῖος]] Ἐνιπεὺς [[ἄμφω]] συμφορέονται, ἀπόπροθεν εἰς ἓν ἰόντες Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 39, πρβλ. Δ. 134.
|lstext='''συμφορέω''': [[συμφέρω]], ἀλλὰ μόνον ἐπὶ τῆς πρώτης σημασίας, [[φέρω]] [[ὁμοῦ]], [[συλλέγω]], [[συνάγω]], [[ἐπισωρεύω]], τὰ ὀστᾶ ἐς ἕνα χῶρον Ἡρόδ. 5. 92, 7., 9. 83· τὰ χρήματα 9. 81· τὰ γέρρα 9. 99· λίθους καὶ ξύλα Θουκ. 6. 99· εἰς μίαν οἴκησιν πάντα χρήματα Πλάτ. Νόμ. 805Ε· καλιὰν ἐκ δένδρων Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 2. 40· [[πνεῦμα]] σ. τὴν χιόνα Ξεν. Κυν. 8, 1· αἰτίας καὶ σκώμματα καὶ λοιδορίας σ. Δημ. 230. 6· λόγους Λουκ. Ἁλιεὺς 22. ― Μέσ., [[συλλέγω]] δι’ ἐμαυτόν, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 25· ἐπὶ πτηνῶν κτιζόντων φωλεάς, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 7. ― Παθ., συνάγομαι, συλλέγομαι, ἀντίθετ. τῷ διαφορεῖσθαι, Πλάτ. Νόμ. 693Α· [[ἵππος]] εἰκῇ ξυμπεφορημένος, κακῶς ἐσχηματισμένος, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 253Ε· ξυμπεφορημένη, συγκεχυμένη (μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως [[συμφορά]]), ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 64Ε· ― ἐπὶ ποταμῶν, [[ἔνθα]] μὲν Ἀπιδανὸς [[μέγας]] καὶ [[δῖος]] Ἐνιπεὺς [[ἄμφω]] συμφορέονται, ἀπόπροθεν εἰς ἓν ἰόντες Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 39, πρβλ. Δ. 134.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>part. pf. Pass.</i> ξυμπεφορημένος;<br />apporter ensemble, <i>d'où</i><br /><b>1</b> rassembler, acc.;<br /><b>2</b> construire de matériaux apportés ensemble : καλιάν LUC un nid.<br />'''Étymologie:''' [[σύμφορος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm