Anonymous

συκοφαντία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0974.png Seite 974]] ἡ, das Wesen oder Betragen eines Sykophanten, die falsche Anklage, Verleumdung; Ar. Equ. 435 [[συκοφαντίας]] πνεῖν (s. aber das Folgde); Xen. Hell. 2, 3, 13; συκοφαντίαν δέδωκε, Dem. 23, 67, Gelegenheit zu falschen Beschuldigungen; συκοφαντίαν τοῖς πράγμασι προσάγειν, 19, 98.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0974.png Seite 974]] ἡ, das Wesen oder Betragen eines Sykophanten, die falsche Anklage, Verleumdung; Ar. Equ. 435 [[συκοφαντίας]] πνεῖν (s. aber das Folgde); Xen. Hell. 2, 3, 13; συκοφαντίαν δέδωκε, Dem. 23, 67, Gelegenheit zu falschen Beschuldigungen; συκοφαντίαν τοῖς πράγμασι προσάγειν, 19, 98.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> métier de sycophante, délation, calomnie;<br /><b>2</b> fraude, sophisme.<br />'''Étymologie:''' [[συκοφάντης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σῡκοφαντία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[ψευδὴς]] [[κατηγορία]], [[διαβολή]], Λυσί. 102. 5., 180. 2, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 12, Δημ., κλπ.· σ. τινὶ διδόναι, παρέχειν ἀφορμὴν εἰς ψευδῆ κατηγορίαν [[ἐναντίον]] τινός, ὁ αὐτ. 642. 11· [[συκοφαντίας]] γραφὴ Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. 87. 3 (ἔκδ. Blass). II. λογικὴ [[ἀπάτη]], [[σόφισμα]], Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 10, πρβλ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 11· σ. τοῖς πράγμασι προσάγειν, διαστρέφειν τὰ πράγματα. Δημ. 372. 25. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130.
|lstext='''σῡκοφαντία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[ψευδὴς]] [[κατηγορία]], [[διαβολή]], Λυσί. 102. 5., 180. 2, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 12, Δημ., κλπ.· σ. τινὶ διδόναι, παρέχειν ἀφορμὴν εἰς ψευδῆ κατηγορίαν [[ἐναντίον]] τινός, ὁ αὐτ. 642. 11· [[συκοφαντίας]] γραφὴ Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. 87. 3 (ἔκδ. Blass). II. λογικὴ [[ἀπάτη]], [[σόφισμα]], Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 10, πρβλ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 11· σ. τοῖς πράγμασι προσάγειν, διαστρέφειν τὰ πράγματα. Δημ. 372. 25. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> métier de sycophante, délation, calomnie;<br /><b>2</b> fraude, sophisme.<br />'''Étymologie:''' [[συκοφάντης]].
}}
}}
{{grml
{{grml