Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνάπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1003.png Seite 1003]] bei Sp. kommt ein aor. pass. συναφῆναι vor, – 1) zusammenknüpfen, verknüpfen, μηχανήν, Aesch. Ag. 1591; vgl. Eur. Hel. 1040; sprichwörtlich οὐ [[λίνον]] λίνῳ συνάπτεις, Plat. Euthyd. 298 c; σύναπτε αὐτὰ εἰς ἓν [[τρία]] [[ὄντα]], Rep. IX, 588, d. Bes. – a) im feindlichen Sinne, στρατεύματι μάχην ξυνάψαι, den Kampf beginnen, handgemein werden, Aesch. Pers. 328; u. so ist auch Soph. Ai. 1296 zu nehmen, wo es im Ggstz von [[συλλύω]] steht und der Schol. erkl. ξυνάψων αὐτοὺς [[δηλονότι]] εἰς μάχην; Her. πόλεμον, 1, 18, Krieg beginnen, μάχην 6, 108, auch συνάπτειν τὰ στρατόπεδα εἰς μάχην, 5, 75, u. ohne μάχην, eine Schlacht liefern, mit einander anbinden, 4, 80, u. pass., νεῖκός μοι συνῆπτο [[πρός]] τινα, ich war in Streit gerathen mit Einem, 7, 158; ξυνῆψαν ἔγχη, Eur. Phoen. 1199, μάχην Suppl. 144 u. öfter; ξυνῆψέ μοι πόλεμον, Rhes. 428; κακά τινι, Med. 1232; φασγάνων ἀκμὰς συνήψαμεν, Or. 1482; πόλεμον Thuc. 6, 13; μ άχην Xen. Cyr. 1, 6, 41 u. öfter; vgl. noch πληγὰς συναψάμενος Dem. 40, 32. – b) im freundlichen Sinne, συνάπτεσθαι φιλίαν, Freundschaft unter einander knüpfen, D. Sic. 13, 32; sich anschließen, gemeinschaftliche Sache mit Einem machen, beistehen, χὡ θεὸς συνάπτεται, Aesch. Pers. 729, vgl. 710 u. Soph. frg. 710; ξυνάπτετον πόδα ἐς ταὐτὸν [[ἄμφω]], Eur. Phoen. 37, vgl. Suppl. 1014 Ion 538; ματρὶ γάμους συνάπτει, Phoen. 1056, wie λέκτρα ἀλλήλοισιν, Herc. Für. 1317; χειρὶ χεῖρα, Ar. Thesm. 955; τὰς χεῖρας, Plat. Legg. III, 698 d; εἰκὸς δὲ καὶ τὸ [[κῆδος]] ξυνάψασθαι τῆς θυγατρός, Thuc. 2, 29; τὶ [[πρός]] τι, Pol. 1, 75, 4 u. öfter, wie a. Sp. – 2) intrans., daranstoßen, angränzen, berühren, Τήνῳ τε συνάπτουσ' Ἄνδρος [[ἀγχιγείτων]], Aesch. Pers. 859; Eur. Hipp. 187; Her. 2, 75; Plat. ep. VIII, 353, d. – Dah. ὥρα συνάπτει, Pind. P. 4, 247, die Zeit steht nahe bevor, sie drängt; χρόνου συνάψαντος, als die Zeit sich näherte, Pol. 2, 2, 8. 4, 27, 1 u. öfter, διὰ τὸ συνάπ τειν τὴν τῆς Πλειάδος δύσιν, 3, 54, 1, – ξυνάπτετον λόγοισιν, sc. ἀλλήλοιν, Soph. El. 21, sich in ein Gespräch einlassen; vgl. συνάπτει ἐν αὐτῇ πάντα ὅσα δεῖ, Arist. eth. 8, 4; auch εἰς λόγους συνῆψα Πολυνείκει, Eur. Phoen. 709, wie Ar. Lys. 468 vollständig sagt τί τοῖσδε σαυτὸν ἐς λόγους τοῖς θηρίοις συνάπτεις; Plat. ξυνάπτει δὲ ἀεὶ παλαιὰ τελευτὴ δοκοῦσα ἀρχῇ φυομένῃ νέᾳ, Ep. VIII, 353 d; συνάπτειν τοῖς ἄκροις, auf die Bergspitzen gelangen, Pol. 5, 98, 5; γεώλοφοι συνάπτοντες τῷ ποταμῷ, 3, 67, 9; auch [[πρός]] τι, 3, 84, 1; οὗ συνάπτει τὰ Γαλατικὰ πεδία πρὸς τὴν [[ἄλλην]] Ἰταλίαν, 3, 86, 2; u. feindlich, συνάψαι τοῖς πολεμίοις, 3, 83, 6; auch εἰς συνάπτον ἥκειν ἀλλήλοις, sich nähern zum Kampfe, 1, 76, 2; τῶν ὁπλιτῶν συναπτόντων σὺν βοῇ, Plut. Ant. 39. – Bei Nicom. ar. 2, 21 u. sonst ist συνημμένη [[ἀναλογία]] eine stetige Proportion.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1003.png Seite 1003]] bei Sp. kommt ein aor. pass. συναφῆναι vor, – 1) zusammenknüpfen, verknüpfen, μηχανήν, Aesch. Ag. 1591; vgl. Eur. Hel. 1040; sprichwörtlich οὐ [[λίνον]] λίνῳ συνάπτεις, Plat. Euthyd. 298 c; σύναπτε αὐτὰ εἰς ἓν [[τρία]] [[ὄντα]], Rep. IX, 588, d. Bes. – a) im feindlichen Sinne, στρατεύματι μάχην ξυνάψαι, den Kampf beginnen, handgemein werden, Aesch. Pers. 328; u. so ist auch Soph. Ai. 1296 zu nehmen, wo es im Ggstz von [[συλλύω]] steht und der Schol. erkl. ξυνάψων αὐτοὺς [[δηλονότι]] εἰς μάχην; Her. πόλεμον, 1, 18, Krieg beginnen, μάχην 6, 108, auch συνάπτειν τὰ στρατόπεδα εἰς μάχην, 5, 75, u. ohne μάχην, eine Schlacht liefern, mit einander anbinden, 4, 80, u. pass., νεῖκός μοι συνῆπτο [[πρός]] τινα, ich war in Streit gerathen mit Einem, 7, 158; ξυνῆψαν ἔγχη, Eur. Phoen. 1199, μάχην Suppl. 144 u. öfter; ξυνῆψέ μοι πόλεμον, Rhes. 428; κακά τινι, Med. 1232; φασγάνων ἀκμὰς συνήψαμεν, Or. 1482; πόλεμον Thuc. 6, 13; μ άχην Xen. Cyr. 1, 6, 41 u. öfter; vgl. noch πληγὰς συναψάμενος Dem. 40, 32. – b) im freundlichen Sinne, συνάπτεσθαι φιλίαν, Freundschaft unter einander knüpfen, D. Sic. 13, 32; sich anschließen, gemeinschaftliche Sache mit Einem machen, beistehen, χὡ θεὸς συνάπτεται, Aesch. Pers. 729, vgl. 710 u. Soph. frg. 710; ξυνάπτετον πόδα ἐς ταὐτὸν [[ἄμφω]], Eur. Phoen. 37, vgl. Suppl. 1014 Ion 538; ματρὶ γάμους συνάπτει, Phoen. 1056, wie λέκτρα ἀλλήλοισιν, Herc. Für. 1317; χειρὶ χεῖρα, Ar. Thesm. 955; τὰς χεῖρας, Plat. Legg. III, 698 d; εἰκὸς δὲ καὶ τὸ [[κῆδος]] ξυνάψασθαι τῆς θυγατρός, Thuc. 2, 29; τὶ [[πρός]] τι, Pol. 1, 75, 4 u. öfter, wie a. Sp. – 2) intrans., daranstoßen, angränzen, berühren, Τήνῳ τε συνάπτουσ' Ἄνδρος [[ἀγχιγείτων]], Aesch. Pers. 859; Eur. Hipp. 187; Her. 2, 75; Plat. ep. VIII, 353, d. – Dah. ὥρα συνάπτει, Pind. P. 4, 247, die Zeit steht nahe bevor, sie drängt; χρόνου συνάψαντος, als die Zeit sich näherte, Pol. 2, 2, 8. 4, 27, 1 u. öfter, διὰ τὸ συνάπ τειν τὴν τῆς Πλειάδος δύσιν, 3, 54, 1, – ξυνάπτετον λόγοισιν, sc. ἀλλήλοιν, Soph. El. 21, sich in ein Gespräch einlassen; vgl. συνάπτει ἐν αὐτῇ πάντα ὅσα δεῖ, Arist. eth. 8, 4; auch εἰς λόγους συνῆψα Πολυνείκει, Eur. Phoen. 709, wie Ar. Lys. 468 vollständig sagt τί τοῖσδε σαυτὸν ἐς λόγους τοῖς θηρίοις συνάπτεις; Plat. ξυνάπτει δὲ ἀεὶ παλαιὰ τελευτὴ δοκοῦσα ἀρχῇ φυομένῃ νέᾳ, Ep. VIII, 353 d; συνάπτειν τοῖς ἄκροις, auf die Bergspitzen gelangen, Pol. 5, 98, 5; γεώλοφοι συνάπτοντες τῷ ποταμῷ, 3, 67, 9; auch [[πρός]] τι, 3, 84, 1; οὗ συνάπτει τὰ Γαλατικὰ πεδία πρὸς τὴν [[ἄλλην]] Ἰταλίαν, 3, 86, 2; u. feindlich, συνάψαι τοῖς πολεμίοις, 3, 83, 6; auch εἰς συνάπτον ἥκειν ἀλλήλοις, sich nähern zum Kampfe, 1, 76, 2; τῶν ὁπλιτῶν συναπτόντων σὺν βοῇ, Plut. Ant. 39. – Bei Nicom. ar. 2, 21 u. sonst ist συνημμένη [[ἀναλογία]] eine stetige Proportion.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> συνῆψα;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> nouer ensemble, lier l'un à l'autre, lier : μὴ συνάψων, ἀλλὰ συλλύσων SOPH non pour faire le nœud, mais pour le défaire, <i>càd</i> non pour compliquer la difficulté, mais pour en apporter la solution ; avec un acc. : σ. τὰ [[ἄκρα]] XÉN réunir les extrémités ; σ. [[στόμα]] EUR baiser ; σ. δεξιὰν χερί EUR se tendre les mains ; <i>avec idée d'hostilité</i> σ. μάχην HDT engager le combat ; σ. πόλεμόν τινι HDT, [[πρός]] τινα THC engager une guerre avec qqn ; σ. τινὰς [[εἰς]] μάχην HDT, <i>abs.</i> συνάπτειν τινάς PLUT exciter à la lutte <i>ou</i> au combat ; σ. πᾶσαν μηχανήν ESCHL mettre en mouvement tous les ressorts ; σ. κακά τινι EUR faire du mal à qqn ; σ. ὅρκους EUR se jurer réciproquement;<br /><b>2</b> <i>t. de mus.</i> τετράχορδα συνημμένα PLUT suite de sons sur quatre cordes dans l'ancienne gamme;<br /><b>3</b> <i>t. de philos.</i> τὸ συνημμένον [[ἀξίωμα]] et <i>subst.</i> τὸ συνημμένον proposition dans la laquelle, étant donnée une hypothèse, la conclusion suit nécessairement;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> <i>avec idée de lieu</i> confiner à, toucher à, être limitrophe de, τινι : τὸ [[πεδίον]] [[τοῦτο]] συνάπτει [[τῷ]] Αἰγυπτίῳ πεδίῳ HDT cette plaine touche à celle d'Égypte;<br /><b>2</b> s'attacher à, s'unir à ; <i>fig.</i> s'unir, se joindre, se rattacher;<br /><b>3</b> <i>avec idée de temps</i> s'approcher, approcher, être imminent ; <i>en parl. d'événements</i> σ. τινι s'approcher de qqn, menacer qqn;<br /><b>4</b> <i>avec un suj. de pers.</i> s'approcher ; <i>particul. avec idée d'hostilité</i> s'approcher pour combattre, en venir aux mains, combattre;<br /><i><b>Moy.</b></i> συνάπτομαι;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> avoir du rapport avec, τινι ; dépendre de, <i>avec</i> ἔκ τινος;<br /><b>2</b> se lier, s'attacher à une personne <i>ou</i> à une chose ; assister, aider : τινι qqn ; τινος en qch;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> lier <i>ou</i> attacher qch de soi ; σ. [[κῆδος]] THC former des liens d'alliance (marier sa fille).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἅπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνάπτω''': μέλλ. -άψω, συνενώνω, [[συνδέω]], [[συναρμόζω]], σχετίζω, 1) ἐπὶ φυσικῆς ἐννοίας, σ. χειρὶ χεῖρα ἐπὶ χορευτῶν, Ἀριστοφ. Θεσμ. 955· σ. καὶ ξυνωρίζου χέρα, εἰς [[σημεῖον]] φιλίας, Εὐρ. Βάκχ. 198, πρβλ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 832, Πλάτ. Νόμ. 698D· ἰδού, ξύναψον (ἐνν. τὴν χέρα) Εὐρ. Φοίν. 105· [[ἀλλά]], [[οὐδέ]] σου συνῆψε χεῖρα δεσμίοισιν ἐν βρόχοις; οὐδὲ συνέδεσε τὴν μίαν χεῖρα μετὰ τῆς ἄλλης διὰ δεσμῶν; ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 615, πρβλ. 545· ― συνάπτειν [[πόδα]] ἢ [[ἴχνος]] τινί, συναντᾶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 538, 663· [[πόδα]] ἐς ταὐτὸν ὁδοῦ ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 37· σ. δρόμῳ [[αὐτόθι]] 1101· σ. [[κῶλον]] τάφῳ, [[πλησιάζω]] τὸν τάφον, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 544: οὕτω, [[φόνος]] σ. τινὰ γᾷ ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 674· ― ξ. βλέφαρα, κλείειν τὰ βλέφαρα, τοὺς ὀφθαλμούς, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 747· σ. [[στόμα]], φιλῶ τινα, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 375· ― σ. κακὰ κακοῖς ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 1212· ([[ἀλλά]], [[συνάπτω]] κακόν τινι, [[συνδέω]] αὐτὸν πρὸς τὴν δυστυχίαν, ἔοιχ’ ὁ [[δαίμων]] πολλὰ τῇδ’ ἐν ἡμέρᾳ κακὰ ξυνάπτειν ἐνδίκως Ἰάσονι ὁ αὐτ. ἐν Μήδ. 1232)· παροιμ., σ. [[λίνον]] λίνῳ, [[συνδέω]] κλωστὴν πρὸς κλωστήν, δηλ. [[παραβάλλω]] πράγματα ὁμοειδῆ, Πλάτ. Εὐθυδ. 298C· «[[λίνον]] λίνῳ συνάπτεις: ἐπὶ τῶν τὰ αὐτὰ διὰ τῶν αὐτῶν δρώντων· Στράττις Ποταμίοις» Φώτ. σ. 284, 23, Ἀριστ. Φυσ. 3. 6, 12· ἴδε Σχόλ. Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― [[ὡσαύτως]], σ. τι ἔκ τινος Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 488, πρβλ. Ἱππ. 515· [[κοινῇ]] ξ. τινὶ δαῖτα, [[παρέχω]] εἴς τινα κοινὸν [[φαγητόν]], ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 807. 2) μεταφ., ἐπὶ συνάψεως ἢ συνδέσεως κατὰ διάνοιαν γιγνομένης, σ. αὐτὰ εἰς ἓν [[τρία]] [[ὄντα]] Πλάτ. Πολ. 588D· σ. ἐν τοῖς λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 252C: ἔχουσί τι κοινὸν [αἱ ἀρχαὶ] τὸ συνάπτειν αὐτὰς Ἀριστ. Ἀποσπ. 16· εἴ τι σ. ἢ ἀφαιρεῖ ἡ [[διάνοια]] ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 4, 3· ἀδύνατα σ. ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 22, 5· [[ὡσαύτως]], σ. τὸ γίγνεσθαί θ’ ἅμα καὶ τὴν τελευτὴν τοῦ βίου Ἄλεξ. ἐν «Μιλησίᾳ» 1. 18· ― σ. μηχανήν, [[σχηματίζω]] σχέδιόν τι, ἐπινοῶ τι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1609, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1034· σ. [[ὄναρ]] εἴς τινα, σχετίζω τὸ [[ὄνειρον]] μέ τινα, [[ἀναφέρω]] τὸ [[ὄνειρον]] εἴς τινα, ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Ταύρ. 59· οὕτω, σ. λόγον [[πρός]] τι Δημ. 1392. 21· ἀλλὰ σ. τὸν λόγον, [[συντέμνω]] αὐτόν, «[[συντομεύω]]», Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Καλλαίσχρῳ» 2. ― Παθ., συνάπτεται ἕτερον ἐξ ἑτέρου Πλάτ. Σοφ. 245Ε, πρβλ. Φαίδωνα 60Β. ΙΙ. ἐν ἀναφορᾷ πρὸς πρόσωπα 1) σ. τὰ στρατόπεδα ἐς μάχην, [[φέρω]] αὐτὰ εἰς μάχην, εἰς σύναψιν μάχης, Ἡρόδ. 5. 75 [[ἐλπίς]]... ἣ πολλὰς πόλεις ξυνῆψε, ἤγειρεν εἰς πόλεμον, Εὐρ. Ἱκέτ. 480· οὕτω, συνῆψε πάντας ἐς μίαν βλάβην, περιέπλεξεν, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1304· περὶ τοῦ παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 1317, ἴδε [[συλλύω]] ΙΙ· ― [[ὡσαύτως]], β) σ. μάχην, ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 6. 108· τινί, [[πρός]] τινα, ὁ αὐτ. 1. 18, Αἰσχύλ. Πέρσ. 336, πρβλ. Helmsl. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 808· [[πρός]] τινα Θουκ. 6. 13, κ. ἀλλ.· συνάψαι πόλεμον Ἑλλήνων μέγαν Εὐρ. Ἑλ. 55· σοφῷ ἔχθραν ξυνάπτειν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 459· σ. ἀλκὴν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 683· ― [[ὡσαύτως]] ([[ἄνευ]] τοῦ μάχην), [[μάχομαι]], πολεμῶ, Ἡρόδ. 4. 80, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 686· ― αἱ φράσεις αὗται προέκυψαν ἐκ τῆς ἁπλουστέρας ἐννοίας τοῦ σ. φέσγανα, Λατ. conserere manus, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1482, Φοίν. 1192. ― Παθ., [[νεῖκος]] συνῆπταί τινι [[πρός]] τινα Ἡρόδ. 7. 158, πρβλ. 6. 95. 2) ἐπὶ φιλικῆς σημασίας, σ. ἑαυτὸν εἰς λόγους τινί, ἔρχεσθαι εἰς συνομιλίαν, Ἀριστοφ. Λυσ. 468 (πρβλ. κατωτ. Β. 3)· [[φιλία]] σ. τοὺς κακούς τε κἀγαφοὺς Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 22. ― Παθητ., συνάπτεσθαί τινι, ἔχειν σχέσιν μετά τινος, συναναστρέφεσθαί τινα, Ἀνθολ. Π. [[παράρτημα]] 321. β) μετ’ αἰτιατ. πράγματος, σ. μῦθον Εὐρ. Ἱκέτ. 566· σ. ὅρκους ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1241· κοινωνίαν Ξεν. Λακ. 6, 3· φιλίαν [[πρός]] τινα Διον. Ἁλ. Ἐκλογ. σ. 2345 Reiske, καὶ συχν. παρ’ Εὐρ., σ. τινὶ γάμους, λέκτρα, [[κῆδος]], [[συνάπτω]] σχέσεις διὰ γάμου, Φοίν. 1049, 49, Ἀνδρ. 620, κτλ.· ἀλλ’ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ξυνάπτομαι [[κῆδος]] τῆς θυγατρός, ὑπανδρεύω τὴν θυγατέρα μου, Θουκ. 2. 29. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς μαθηματικοῖς συγγραφ., σ. ἑαυτούς, προσκλίνειν εἰς τὸ αὐτὸ [[σημεῖον]] καὶ συναντᾶσθαι, Εὐκλ.· [[ἀναλογία]] συνημμένη, συνεχὴς (ἴδε συνεχὴς Ι. 3), Νικομ. Ἀριθμ. 2. 21. 2) ἐν τῇ μουσικῇ, ἴδε ἐν λ. συναφὴ ΙΙΙ. 3) ἐν τῇ λογικῇ, συνημμένον [[ἀξίωμα]] ἢ τὸ σ., Λατ. connexum, ὑποθετικὸς [[συλλογισμός]], ὡς π. χ. [[εἴπερ]] [[ἡμέρα]] ἐστί, φῶς ἐστι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 109, Α. Γέλλ. 16. 8, 9, πρβλ. Πλούτ. 2. 43C ([[ἔνθα]] ἴδε Wytt.)· οὕτω, κοῖα συνῆπται; ποῖον [[συμπέρασμα]] ἀκολουθεῖ; Καλλ. Ἀποσπ. 70. 3· ― πρβλ. [[συνάρτησις]] ΙΙ. Β. ἀμεταβ. Ι. ἐπὶ τοπικῆς σημασίας, συνορεύω, [[κεῖμαι]] πλησιέστατα [[πρός]]..., τὸ [[πεδίον]] τοῦτο συνάπτει τῷ Αἰγυπτίῳ πεδίῳ Ἡρόδ. 2. 75· Τήνῳ… συνάπτουσ’ Ἄνδρος Αἰσχ. Πέρσ. 885· γεώλοφοι συνάπτοντες τῷ ποταμῷ, ἐξικνούμενοι [[μέχρι]]..., Πολύβ. 3. 67, 9 ― ἀκολούθως ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, οὐ σ. αὗται αἱ φιλίαι, δὲν ἑνοῦνται, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 4, 5· αὗται μὲν σ., αἱ δ’ ἄλλαι ἀσύναπτοι ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 7, 6· οἱ πόροι σ. [[αὐτόθι]] 2. 17, 4· τὰ βράγχια σ. ἀλλήλοις [[αὐτόθι]] 2· ἡ [[κοιλία]] σ. πρὸς τὸ [[στόμα]] [[αὐτόθι]] 6, πρβλ. Κατηγ. 6, 2, Πολυδ. Γ΄, 2. 5. 2) ἐπὶ χρόνου, [[ἐγγίζω]], εἶμαι ἐγγύς, πλησίον, ὥρα συνάπτει Πινδ. Π. 4. 440· σ. πρὸς τὸν χειμῶνα Ἱππ. Ἀφ. 1245· χρόνου συνάψαντος Πολύβ. 2. 2, 8· συνάψαντος τοῦ καιροῦ ὁ αὐτ. 6. 36, 1, κτλ.· [[οὕτως]], ἐπὶ γεγονότων, [[λύπη]] σ. τινι Εὐρ. Ἱππ. 188, πρβλ. Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1054C. 3) μεταφ., κατὰ διάνοιαν, σ. ἐν αὐτῇ πάνθ’ ὅσα δεῖ, συναντῶνται, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 4, 7· τῷ γένει αἱ ἰδέαι σ. ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 1, 3· ― [[ὡσαύτως]], σχετίζομαι [[πρός]] τι, σ. [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 3. 3, 1· ἀλλ’ ὁμοίως, [[πλησιάζω]], [[ὁμοιάζω]], ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 35, 1· σ. εἴς τι, ἔχω σχέσιν ἢ ἀναφορὰν [[πρός]] τι, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 1, 2. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, σ. λόγοισι, [[ἔρχομαι]] εἰς συνομιλίαν, Σοφ. Ἠλέκ. 21· οὕτω, ἐς λόγους ξ. τινι Εὐρ. Φοίν. 702· [[ὡσαύτως]], σ. εἰς χορεύματα, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς τὸν χορόν, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 133· σ. ἐς χεῖρα γῇ, δηλ. [[ἔρχομαι]] πολὺ πλησίον τῆς γῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. 429· σ. εἰς τὸν καιρόν, [[ἔρχομαι]] ἀκριβῶς κατὰ τὸν προσήκοντα χρόνον, Πολύβ. 3. 19, 2· σ. τοῖς ἄκροις, [[φθάνω]] [[μέχρι]] τῶν [[ἄκρων]], ὁ αὐτ. 3. 93, 5, κτλ.· σ. εἰς Σελεύκειαν ὁ αὐτ. 5. 66, 4· πρὸς τὴν παρεμβολὴν ὁ αὐτ. 3. 53, 10, κτλ. 2) τύχα δέ μοι ξυνάπτοι ποδὸς ἅλματι… τᾶσδ’ ἀπὸ πέτρας, [[εἴθε]] ἡ [[τύχη]] νὰ ὁδηγήσῃ τὸ [[πήδημα]] τοῦ ποδός μου ἀπὸ ταύτης τῆς πέτρας, Εὐρ. Ἱκ. 1014. Γ. Μέσ., [[συνάπτω]] δι’ ἐμαυτόν, φιλίαν Διόδ. 13. 32 [[κῆδος]] Δίων Κ. 41. 57· ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 2. 2) ἡ προβατευτικὴ [[τέχνη]] συνῆπται τῇ γεωργίᾳ, [[εἶναι]] στενῶς συνδεδεμένη μετὰ τῆς γεωργίας, Ξεν. Οἰκ. 5. 3. 3) ἐπιλαμβάνομαί τινος, ἐὰν μὴ συνάψωνται τοῦ καιροῦ Πολύβ. 15. 28, 8 ― συμβοηθῶ, τινι Εὐρ. Ἑλ. 1444· ἀπολ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 742· τινος [[αὐτόθι]] 724, Σοφ. Ἀποσπ. 710. 4) [[ἐπιφέρω]] εἰς ἐμαυτόν, πληγὰς Δημ. 1018. 8. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 457, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σελ. 145.
|lstext='''συνάπτω''': μέλλ. -άψω, συνενώνω, [[συνδέω]], [[συναρμόζω]], σχετίζω, 1) ἐπὶ φυσικῆς ἐννοίας, σ. χειρὶ χεῖρα ἐπὶ χορευτῶν, Ἀριστοφ. Θεσμ. 955· σ. καὶ ξυνωρίζου χέρα, εἰς [[σημεῖον]] φιλίας, Εὐρ. Βάκχ. 198, πρβλ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 832, Πλάτ. Νόμ. 698D· ἰδού, ξύναψον (ἐνν. τὴν χέρα) Εὐρ. Φοίν. 105· [[ἀλλά]], [[οὐδέ]] σου συνῆψε χεῖρα δεσμίοισιν ἐν βρόχοις; οὐδὲ συνέδεσε τὴν μίαν χεῖρα μετὰ τῆς ἄλλης διὰ δεσμῶν; ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 615, πρβλ. 545· ― συνάπτειν [[πόδα]] ἢ [[ἴχνος]] τινί, συναντᾶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 538, 663· [[πόδα]] ἐς ταὐτὸν ὁδοῦ ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 37· σ. δρόμῳ [[αὐτόθι]] 1101· σ. [[κῶλον]] τάφῳ, [[πλησιάζω]] τὸν τάφον, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 544: οὕτω, [[φόνος]] σ. τινὰ γᾷ ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 674· ― ξ. βλέφαρα, κλείειν τὰ βλέφαρα, τοὺς ὀφθαλμούς, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 747· σ. [[στόμα]], φιλῶ τινα, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 375· ― σ. κακὰ κακοῖς ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 1212· ([[ἀλλά]], [[συνάπτω]] κακόν τινι, [[συνδέω]] αὐτὸν πρὸς τὴν δυστυχίαν, ἔοιχ’ ὁ [[δαίμων]] πολλὰ τῇδ’ ἐν ἡμέρᾳ κακὰ ξυνάπτειν ἐνδίκως Ἰάσονι ὁ αὐτ. ἐν Μήδ. 1232)· παροιμ., σ. [[λίνον]] λίνῳ, [[συνδέω]] κλωστὴν πρὸς κλωστήν, δηλ. [[παραβάλλω]] πράγματα ὁμοειδῆ, Πλάτ. Εὐθυδ. 298C· «[[λίνον]] λίνῳ συνάπτεις: ἐπὶ τῶν τὰ αὐτὰ διὰ τῶν αὐτῶν δρώντων· Στράττις Ποταμίοις» Φώτ. σ. 284, 23, Ἀριστ. Φυσ. 3. 6, 12· ἴδε Σχόλ. Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― [[ὡσαύτως]], σ. τι ἔκ τινος Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 488, πρβλ. Ἱππ. 515· [[κοινῇ]] ξ. τινὶ δαῖτα, [[παρέχω]] εἴς τινα κοινὸν [[φαγητόν]], ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 807. 2) μεταφ., ἐπὶ συνάψεως ἢ συνδέσεως κατὰ διάνοιαν γιγνομένης, σ. αὐτὰ εἰς ἓν [[τρία]] [[ὄντα]] Πλάτ. Πολ. 588D· σ. ἐν τοῖς λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 252C: ἔχουσί τι κοινὸν [αἱ ἀρχαὶ] τὸ συνάπτειν αὐτὰς Ἀριστ. Ἀποσπ. 16· εἴ τι σ. ἢ ἀφαιρεῖ ἡ [[διάνοια]] ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 4, 3· ἀδύνατα σ. ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 22, 5· [[ὡσαύτως]], σ. τὸ γίγνεσθαί θ’ ἅμα καὶ τὴν τελευτὴν τοῦ βίου Ἄλεξ. ἐν «Μιλησίᾳ» 1. 18· ― σ. μηχανήν, [[σχηματίζω]] σχέδιόν τι, ἐπινοῶ τι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1609, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1034· σ. [[ὄναρ]] εἴς τινα, σχετίζω τὸ [[ὄνειρον]] μέ τινα, [[ἀναφέρω]] τὸ [[ὄνειρον]] εἴς τινα, ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Ταύρ. 59· οὕτω, σ. λόγον [[πρός]] τι Δημ. 1392. 21· ἀλλὰ σ. τὸν λόγον, [[συντέμνω]] αὐτόν, «[[συντομεύω]]», Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Καλλαίσχρῳ» 2. ― Παθ., συνάπτεται ἕτερον ἐξ ἑτέρου Πλάτ. Σοφ. 245Ε, πρβλ. Φαίδωνα 60Β. ΙΙ. ἐν ἀναφορᾷ πρὸς πρόσωπα 1) σ. τὰ στρατόπεδα ἐς μάχην, [[φέρω]] αὐτὰ εἰς μάχην, εἰς σύναψιν μάχης, Ἡρόδ. 5. 75 [[ἐλπίς]]... ἣ πολλὰς πόλεις ξυνῆψε, ἤγειρεν εἰς πόλεμον, Εὐρ. Ἱκέτ. 480· οὕτω, συνῆψε πάντας ἐς μίαν βλάβην, περιέπλεξεν, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1304· περὶ τοῦ παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 1317, ἴδε [[συλλύω]] ΙΙ· ― [[ὡσαύτως]], β) σ. μάχην, ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 6. 108· τινί, [[πρός]] τινα, ὁ αὐτ. 1. 18, Αἰσχύλ. Πέρσ. 336, πρβλ. Helmsl. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 808· [[πρός]] τινα Θουκ. 6. 13, κ. ἀλλ.· συνάψαι πόλεμον Ἑλλήνων μέγαν Εὐρ. Ἑλ. 55· σοφῷ ἔχθραν ξυνάπτειν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 459· σ. ἀλκὴν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 683· ― [[ὡσαύτως]] ([[ἄνευ]] τοῦ μάχην), [[μάχομαι]], πολεμῶ, Ἡρόδ. 4. 80, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 686· ― αἱ φράσεις αὗται προέκυψαν ἐκ τῆς ἁπλουστέρας ἐννοίας τοῦ σ. φέσγανα, Λατ. conserere manus, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1482, Φοίν. 1192. ― Παθ., [[νεῖκος]] συνῆπταί τινι [[πρός]] τινα Ἡρόδ. 7. 158, πρβλ. 6. 95. 2) ἐπὶ φιλικῆς σημασίας, σ. ἑαυτὸν εἰς λόγους τινί, ἔρχεσθαι εἰς συνομιλίαν, Ἀριστοφ. Λυσ. 468 (πρβλ. κατωτ. Β. 3)· [[φιλία]] σ. τοὺς κακούς τε κἀγαφοὺς Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 22. ― Παθητ., συνάπτεσθαί τινι, ἔχειν σχέσιν μετά τινος, συναναστρέφεσθαί τινα, Ἀνθολ. Π. [[παράρτημα]] 321. β) μετ’ αἰτιατ. πράγματος, σ. μῦθον Εὐρ. Ἱκέτ. 566· σ. ὅρκους ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1241· κοινωνίαν Ξεν. Λακ. 6, 3· φιλίαν [[πρός]] τινα Διον. Ἁλ. Ἐκλογ. σ. 2345 Reiske, καὶ συχν. παρ’ Εὐρ., σ. τινὶ γάμους, λέκτρα, [[κῆδος]], [[συνάπτω]] σχέσεις διὰ γάμου, Φοίν. 1049, 49, Ἀνδρ. 620, κτλ.· ἀλλ’ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ξυνάπτομαι [[κῆδος]] τῆς θυγατρός, ὑπανδρεύω τὴν θυγατέρα μου, Θουκ. 2. 29. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς μαθηματικοῖς συγγραφ., σ. ἑαυτούς, προσκλίνειν εἰς τὸ αὐτὸ [[σημεῖον]] καὶ συναντᾶσθαι, Εὐκλ.· [[ἀναλογία]] συνημμένη, συνεχὴς (ἴδε συνεχὴς Ι. 3), Νικομ. Ἀριθμ. 2. 21. 2) ἐν τῇ μουσικῇ, ἴδε ἐν λ. συναφὴ ΙΙΙ. 3) ἐν τῇ λογικῇ, συνημμένον [[ἀξίωμα]] ἢ τὸ σ., Λατ. connexum, ὑποθετικὸς [[συλλογισμός]], ὡς π. χ. [[εἴπερ]] [[ἡμέρα]] ἐστί, φῶς ἐστι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 109, Α. Γέλλ. 16. 8, 9, πρβλ. Πλούτ. 2. 43C ([[ἔνθα]] ἴδε Wytt.)· οὕτω, κοῖα συνῆπται; ποῖον [[συμπέρασμα]] ἀκολουθεῖ; Καλλ. Ἀποσπ. 70. 3· ― πρβλ. [[συνάρτησις]] ΙΙ. Β. ἀμεταβ. Ι. ἐπὶ τοπικῆς σημασίας, συνορεύω, [[κεῖμαι]] πλησιέστατα [[πρός]]..., τὸ [[πεδίον]] τοῦτο συνάπτει τῷ Αἰγυπτίῳ πεδίῳ Ἡρόδ. 2. 75· Τήνῳ… συνάπτουσ’ Ἄνδρος Αἰσχ. Πέρσ. 885· γεώλοφοι συνάπτοντες τῷ ποταμῷ, ἐξικνούμενοι [[μέχρι]]..., Πολύβ. 3. 67, 9 ― ἀκολούθως ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, οὐ σ. αὗται αἱ φιλίαι, δὲν ἑνοῦνται, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 4, 5· αὗται μὲν σ., αἱ δ’ ἄλλαι ἀσύναπτοι ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 7, 6· οἱ πόροι σ. [[αὐτόθι]] 2. 17, 4· τὰ βράγχια σ. ἀλλήλοις [[αὐτόθι]] 2· ἡ [[κοιλία]] σ. πρὸς τὸ [[στόμα]] [[αὐτόθι]] 6, πρβλ. Κατηγ. 6, 2, Πολυδ. Γ΄, 2. 5. 2) ἐπὶ χρόνου, [[ἐγγίζω]], εἶμαι ἐγγύς, πλησίον, ὥρα συνάπτει Πινδ. Π. 4. 440· σ. πρὸς τὸν χειμῶνα Ἱππ. Ἀφ. 1245· χρόνου συνάψαντος Πολύβ. 2. 2, 8· συνάψαντος τοῦ καιροῦ ὁ αὐτ. 6. 36, 1, κτλ.· [[οὕτως]], ἐπὶ γεγονότων, [[λύπη]] σ. τινι Εὐρ. Ἱππ. 188, πρβλ. Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1054C. 3) μεταφ., κατὰ διάνοιαν, σ. ἐν αὐτῇ πάνθ’ ὅσα δεῖ, συναντῶνται, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 4, 7· τῷ γένει αἱ ἰδέαι σ. ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 1, 3· ― [[ὡσαύτως]], σχετίζομαι [[πρός]] τι, σ. [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 3. 3, 1· ἀλλ’ ὁμοίως, [[πλησιάζω]], [[ὁμοιάζω]], ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 35, 1· σ. εἴς τι, ἔχω σχέσιν ἢ ἀναφορὰν [[πρός]] τι, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 1, 2. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, σ. λόγοισι, [[ἔρχομαι]] εἰς συνομιλίαν, Σοφ. Ἠλέκ. 21· οὕτω, ἐς λόγους ξ. τινι Εὐρ. Φοίν. 702· [[ὡσαύτως]], σ. εἰς χορεύματα, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς τὸν χορόν, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 133· σ. ἐς χεῖρα γῇ, δηλ. [[ἔρχομαι]] πολὺ πλησίον τῆς γῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. 429· σ. εἰς τὸν καιρόν, [[ἔρχομαι]] ἀκριβῶς κατὰ τὸν προσήκοντα χρόνον, Πολύβ. 3. 19, 2· σ. τοῖς ἄκροις, [[φθάνω]] [[μέχρι]] τῶν [[ἄκρων]], ὁ αὐτ. 3. 93, 5, κτλ.· σ. εἰς Σελεύκειαν ὁ αὐτ. 5. 66, 4· πρὸς τὴν παρεμβολὴν ὁ αὐτ. 3. 53, 10, κτλ. 2) τύχα δέ μοι ξυνάπτοι ποδὸς ἅλματι… τᾶσδ’ ἀπὸ πέτρας, [[εἴθε]] ἡ [[τύχη]] νὰ ὁδηγήσῃ τὸ [[πήδημα]] τοῦ ποδός μου ἀπὸ ταύτης τῆς πέτρας, Εὐρ. Ἱκ. 1014. Γ. Μέσ., [[συνάπτω]] δι’ ἐμαυτόν, φιλίαν Διόδ. 13. 32 [[κῆδος]] Δίων Κ. 41. 57· ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 2. 2) ἡ προβατευτικὴ [[τέχνη]] συνῆπται τῇ γεωργίᾳ, [[εἶναι]] στενῶς συνδεδεμένη μετὰ τῆς γεωργίας, Ξεν. Οἰκ. 5. 3. 3) ἐπιλαμβάνομαί τινος, ἐὰν μὴ συνάψωνται τοῦ καιροῦ Πολύβ. 15. 28, 8 ― συμβοηθῶ, τινι Εὐρ. Ἑλ. 1444· ἀπολ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 742· τινος [[αὐτόθι]] 724, Σοφ. Ἀποσπ. 710. 4) [[ἐπιφέρω]] εἰς ἐμαυτόν, πληγὰς Δημ. 1018. 8. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 457, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σελ. 145.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> συνῆψα;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> nouer ensemble, lier l'un à l'autre, lier : μὴ συνάψων, ἀλλὰ συλλύσων SOPH non pour faire le nœud, mais pour le défaire, <i>càd</i> non pour compliquer la difficulté, mais pour en apporter la solution ; avec un acc. : σ. τὰ [[ἄκρα]] XÉN réunir les extrémités ; σ. [[στόμα]] EUR baiser ; σ. δεξιὰν χερί EUR se tendre les mains ; <i>avec idée d'hostilité</i> σ. μάχην HDT engager le combat ; σ. πόλεμόν τινι HDT, [[πρός]] τινα THC engager une guerre avec qqn ; σ. τινὰς [[εἰς]] μάχην HDT, <i>abs.</i> συνάπτειν τινάς PLUT exciter à la lutte <i>ou</i> au combat ; σ. πᾶσαν μηχανήν ESCHL mettre en mouvement tous les ressorts ; σ. κακά τινι EUR faire du mal à qqn ; σ. ὅρκους EUR se jurer réciproquement;<br /><b>2</b> <i>t. de mus.</i> τετράχορδα συνημμένα PLUT suite de sons sur quatre cordes dans l'ancienne gamme;<br /><b>3</b> <i>t. de philos.</i> τὸ συνημμένον [[ἀξίωμα]] et <i>subst.</i> τὸ συνημμένον proposition dans la laquelle, étant donnée une hypothèse, la conclusion suit nécessairement;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> <i>avec idée de lieu</i> confiner à, toucher à, être limitrophe de, τινι : τὸ [[πεδίον]] [[τοῦτο]] συνάπτει [[τῷ]] Αἰγυπτίῳ πεδίῳ HDT cette plaine touche à celle d'Égypte;<br /><b>2</b> s'attacher à, s'unir à ; <i>fig.</i> s'unir, se joindre, se rattacher;<br /><b>3</b> <i>avec idée de temps</i> s'approcher, approcher, être imminent ; <i>en parl. d'événements</i> σ. τινι s'approcher de qqn, menacer qqn;<br /><b>4</b> <i>avec un suj. de pers.</i> s'approcher ; <i>particul. avec idée d'hostilité</i> s'approcher pour combattre, en venir aux mains, combattre;<br /><i><b>Moy.</b></i> συνάπτομαι;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> avoir du rapport avec, τινι ; dépendre de, <i>avec</i> ἔκ τινος;<br /><b>2</b> se lier, s'attacher à une personne <i>ou</i> à une chose ; assister, aider : τινι qqn ; τινος en qch;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> lier <i>ou</i> attacher qch de soi ; σ. [[κῆδος]] THC former des liens d'alliance (marier sa fille).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἅπτω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater