Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμβιόω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0978.png Seite 978]] (s. [[βιόω]]), mit, zugleich, zusammen leben, ὡς [[κοινῇ]] συμβιωσόμενοι, Plat. Conv. 181 d; Arist. eth. 4, 11, Pol. 10, 25, 2 u. öfter, u. Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0978.png Seite 978]] (s. [[βιόω]]), mit, zugleich, zusammen leben, ὡς [[κοινῇ]] συμβιωσόμενοι, Plat. Conv. 181 d; Arist. eth. 4, 11, Pol. 10, 25, 2 u. öfter, u. Folgde.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />vivre ensemble <i>ou</i> avec ; <i>fig.</i> vivre avec (la sagesse, le bonheur, <i>etc.</i>) τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύμβιος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμβιόω''': μέλλ. -βιώσομαι· πρκμ. -βεβίωκα· ἀόρ. -εβίων, ἀπαρ. -βιῶναι, ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἀόρ. α΄ -βιῶσαι Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 1, 2, Διόδ. 4, 54. Ζῶ μετά τινος, τινι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 97, Δημ. 313. 5· μετά τινος Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγ. 2. 15, 9· πρὸς τινα (ἴδε [[συμβιωτέον]])· [[ἥδιστος]] συμβιῶναι Ἰσοκρ. 414Α· χείρου, πρὸς τὸ συμβιοῦν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 11, 12· ὡς [[κοινῇ]] συμβιωσόμενοι Πλάτ. Συμπ. 181D· ἐπὶ ζεύγους διὰ γάμου ἡνωμένου κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς ἁπλῆν συγκατοίκησιν, (συνοικεῖν), Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 142F. 2) ἐπὶ φυτῶν, [[ἐλαία]] πρὸς κιττὸν σ. Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ. 3) μεταφορ., σ. τῷ φρονεῖν, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 548D· ἀγαθῇ τύχῃ Δημ. 315. 18· χαρὰ σ. τινι Πλούτ. 2. 1099F· σ. [[μέσφι]] θανάτου, ἐπὶ νόσου, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 4.
|lstext='''συμβιόω''': μέλλ. -βιώσομαι· πρκμ. -βεβίωκα· ἀόρ. -εβίων, ἀπαρ. -βιῶναι, ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἀόρ. α΄ -βιῶσαι Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 1, 2, Διόδ. 4, 54. Ζῶ μετά τινος, τινι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 97, Δημ. 313. 5· μετά τινος Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγ. 2. 15, 9· πρὸς τινα (ἴδε [[συμβιωτέον]])· [[ἥδιστος]] συμβιῶναι Ἰσοκρ. 414Α· χείρου, πρὸς τὸ συμβιοῦν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 11, 12· ὡς [[κοινῇ]] συμβιωσόμενοι Πλάτ. Συμπ. 181D· ἐπὶ ζεύγους διὰ γάμου ἡνωμένου κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς ἁπλῆν συγκατοίκησιν, (συνοικεῖν), Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 142F. 2) ἐπὶ φυτῶν, [[ἐλαία]] πρὸς κιττὸν σ. Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ. 3) μεταφορ., σ. τῷ φρονεῖν, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 548D· ἀγαθῇ τύχῃ Δημ. 315. 18· χαρὰ σ. τινι Πλούτ. 2. 1099F· σ. [[μέσφι]] θανάτου, ἐπὶ νόσου, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 4.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />vivre ensemble <i>ou</i> avec ; <i>fig.</i> vivre avec (la sagesse, le bonheur, <i>etc.</i>) τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύμβιος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm