Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμβιόω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />vivre ensemble <i>ou</i> avec ; <i>fig.</i> vivre avec (la sagesse, le bonheur, <i>etc.</i>) τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύμβιος]].
|btext=-ῶ :<br />vivre ensemble <i>ou</i> avec ; <i>fig.</i> vivre avec (la sagesse, le bonheur, <i>etc.</i>) τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύμβιος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμβιόω''': μέλλ. -βιώσομαι· πρκμ. -βεβίωκα· ἀόρ. -εβίων, ἀπαρ. -βιῶναι, ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἀόρ. α΄ -βιῶσαι Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 1, 2, Διόδ. 4, 54. Ζῶ μετά τινος, τινι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 97, Δημ. 313. 5· μετά τινος Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγ. 2. 15, 9· πρὸς τινα (ἴδε [[συμβιωτέον]][[ἥδιστος]] συμβιῶναι Ἰσοκρ. 414Α· χείρου, πρὸς τὸ συμβιοῦν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 11, 12· ὡς [[κοινῇ]] συμβιωσόμενοι Πλάτ. Συμπ. 181D· ἐπὶ ζεύγους διὰ γάμου ἡνωμένου κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς ἁπλῆν συγκατοίκησιν, (συνοικεῖν), Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 142F. 2) ἐπὶ φυτῶν, [[ἐλαία]] πρὸς κιττὸν σ. Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ. 3) μεταφορ., σ. τῷ φρονεῖν, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 548D· ἀγαθῇ τύχῃ Δημ. 315. 18· χαρὰ σ. τινι Πλούτ. 2. 1099F· σ. [[μέσφι]] θανάτου, ἐπὶ νόσου, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 4.
|elnltext=συμ-βιόω samenleven:; ὡς κοινῇ συμβιωσόμενοι met de bedoeling gemeenschappelijk samen te leven Plat. Smp. 181d; met dat. met iem.; overdr. met dat. van zaken:. σ. ἀγαθῇ τύχῃ leven met een goed lot Dem. 18.266.
}}
{{elru
|elrutext='''συμβιόω:''' (fut. συμβιώσομαι, aor. 2 συνεβίων; inf. aor. συμβιῶναι и συμβιῶσαι)<br /><b class="num">1)</b> [[вести совместную жизнь]], [[жить вместе]] (τινι Isocr., Dem.; [[μετά]] τινος и πρός τινα Arst.): πρὸς τὸ συμβιοῦν [[χείρων]] Arst. невыносимый в общежитии, неуживчивый;<br /><b class="num">2)</b> [[проводить жизнь]]: ἀγαθῇ τύχῃ συμβεβιωκώς Dem. проживший счастливую жизнь, насладившийся счастьем.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμβιόω:''' μέλ. <i>-βιώσομαι</i>, παρακ. <i>-βεβίωκα</i>, αόρ. βʹ <i>-εβίων</i>, απαρ. -[[βιῶναι]]· ζω με κάποιον [[άλλο]], [[συζώ]], [[συμβιώνω]], [[συνυπάρχω]], με δοτ., σε Δημ.· στον πληθ., ζουν μαζί, ὡς [[κοινῇ]] συμβιωσόμενοι, σε Πλάτ.
|lsmtext='''συμβιόω:''' μέλ. <i>-βιώσομαι</i>, παρακ. <i>-βεβίωκα</i>, αόρ. βʹ <i>-εβίων</i>, απαρ. -[[βιῶναι]]· ζω με κάποιον [[άλλο]], [[συζώ]], [[συμβιώνω]], [[συνυπάρχω]], με δοτ., σε Δημ.· στον πληθ., ζουν μαζί, ὡς [[κοινῇ]] συμβιωσόμενοι, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμβιόω:''' (fut. συμβιώσομαι, aor. 2 συνεβίων; inf. aor. συμβιῶναι и συμβιῶσαι)<br /><b class="num">1)</b> [[вести совместную жизнь]], [[жить вместе]] (τινι Isocr., Dem.; [[μετά]] τινος и πρός τινα Arst.): πρὸς τὸ συμβιοῦν [[χείρων]] Arst. невыносимый в общежитии, неуживчивый;<br /><b class="num">2)</b> [[проводить жизнь]]: ἀγαθῇ τύχῃ συμβεβιωκώς Dem. проживший счастливую жизнь, насладившийся счастьем.
|lstext='''συμβιόω''': μέλλ. -βιώσομαι· πρκμ. -βεβίωκα· ἀόρ. -εβίων, ἀπαρ. -βιῶναι, ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἀόρ. α΄ -βιῶσαι Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 1, 2, Διόδ. 4, 54. Ζῶ μετά τινος, τινι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 97, Δημ. 313. 5· μετά τινος Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγ. 2. 15, 9· πρὸς τινα (ἴδε [[συμβιωτέον]][[ἥδιστος]] συμβιῶναι Ἰσοκρ. 414Α· χείρου, πρὸς τὸ συμβιοῦν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 11, 12· ὡς [[κοινῇ]] συμβιωσόμενοι Πλάτ. Συμπ. 181D· ἐπὶ ζεύγους διὰ γάμου ἡνωμένου κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς ἁπλῆν συγκατοίκησιν, (συνοικεῖν), Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 142F. 2) ἐπὶ φυτῶν, [[ἐλαία]] πρὸς κιττὸν σ. Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ. 3) μεταφορ., σ. τῷ φρονεῖν, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 548D· ἀγαθῇ τύχῃ Δημ. 315. 18· χαρὰ σ. τινι Πλούτ. 2. 1099F· σ. [[μέσφι]] θανάτου, ἐπὶ νόσου, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 4.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-βιόω samenleven:; ὡς κοινῇ συμβιωσόμενοι met de bedoeling gemeenschappelijk samen te leven Plat. Smp. 181d; met dat. met iem.; overdr. met dat. van zaken:. σ. ἀγαθῇ τύχῃ leven met een goed lot Dem. 18.266.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -βιώσομαι perf. -βεβίωκα aor2 -εβίων inf. -[[βιῶναι]]<br />to [[live]] with [[another]], c. dat., Dem.; in plural to [[live]] [[together]], ὡς [[κοινῇ]] συμβιωσόμενοι Plat.
|mdlsjtxt=fut. -βιώσομαι perf. -βεβίωκα aor2 -εβίων inf. -[[βιῶναι]]<br />to [[live]] with [[another]], c. dat., Dem.; in plural to [[live]] [[together]], ὡς [[κοινῇ]] συμβιωσόμενοι Plat.
}}
}}