Anonymous

συνδίδωμι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1008.png Seite 1008]] (s. [[δίδωμι]]), mit od. zugleich geben, zusammen geben, neben [[ἐποχετεύω]], Plut. Symp. 4, prooem.; – pass. nachgeben, nachlassen, schwanken, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1008.png Seite 1008]] (s. [[δίδωμι]]), mit od. zugleich geben, zusammen geben, neben [[ἐποχετεύω]], Plut. Symp. 4, prooem.; – pass. nachgeben, nachlassen, schwanken, Sp.
}}
{{bailly
|btext=amasser, contribuer : τινί [[τι]] en qch à qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δίδωμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνδίδωμι''': δίδω [[ὁμοῦ]], [[συνεισφέρω]], τινί τι Πλούτ. 2. 660Β. τι ἔς τι Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 8. 2) [[παρέχω]], χορηγῶ, παραχωρῶ [[ὡσαύτως]], Ἀπολλών. περὶ Ἐπιρρ. 587. ΙΙ. ἀμετάβ., [[συνεργάζομαι]], συνεργῶ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 797. 2) ὑποχωρῶ, ἐνδίδω, χαλαροῦμαι, ἐπὶ συμπτωμάτων νόσου, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1079· κλονοῦμαι, βυθίζομαι, ἀντίθετ. τῷ [[συντείνω]], ὁ αὐτ. 748D, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 13· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, βυθίζομαι, βαθύνομαι, Ἀριστ. Προβλ. 4. 2. 3) ἐκτείνομαι, ἁπλώνομαι, ξυνδιδοῖ τὸ κακὸν ἐς τὸ πᾶν Ἀριστ. Ὀξ. Παθ. Σημειωτ. 1. 6.
|lstext='''συνδίδωμι''': δίδω [[ὁμοῦ]], [[συνεισφέρω]], τινί τι Πλούτ. 2. 660Β. τι ἔς τι Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 8. 2) [[παρέχω]], χορηγῶ, παραχωρῶ [[ὡσαύτως]], Ἀπολλών. περὶ Ἐπιρρ. 587. ΙΙ. ἀμετάβ., [[συνεργάζομαι]], συνεργῶ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 797. 2) ὑποχωρῶ, ἐνδίδω, χαλαροῦμαι, ἐπὶ συμπτωμάτων νόσου, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1079· κλονοῦμαι, βυθίζομαι, ἀντίθετ. τῷ [[συντείνω]], ὁ αὐτ. 748D, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 13· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, βυθίζομαι, βαθύνομαι, Ἀριστ. Προβλ. 4. 2. 3) ἐκτείνομαι, ἁπλώνομαι, ξυνδιδοῖ τὸ κακὸν ἐς τὸ πᾶν Ἀριστ. Ὀξ. Παθ. Σημειωτ. 1. 6.
}}
{{bailly
|btext=amasser, contribuer : τινί [[τι]] en qch à qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δίδωμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml