3,277,218
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1009.png Seite 1009]] (s. [[δοκέω]]), zusammen meinen, zu-, beistimmen; gew. impers., es gefällt mir auch, ich stimme bei; εἰ ξυνδοκοίη τοῖσιν ἄλλοις ὀρνέοις, Ar. Av. 197; εἴ τοι δοκεῖ [[σφῷν]] [[ταῦτα]], χἡμῖν ξυνδοκεῖ, Lys. 167; u. öfter; πολλοῖς συνδοκεῖ, Isocr. 4, 31; ἢ καὶ σοὶ συνδοκεῖ [[οὕτως]], Plat. Prot. 331 b; εἰ σοὶ συνδοκεῖ [[ὅπερ]] [[ἐμοί]], 340 b, wie Phaed. 64 c; συνεδόκει ἡμῖν ἀμφοῖν, Prot. 354 a, u. öfter; τὸ [[τέλος]] τῶν λόγων [[κοινῇ]] πᾶσιν ἔοικε συνδεδογμένον εἶναι, Phaedr. 267 d; ξυνεδόκει καὶ τοῖς ἄλλοις συμμάχοις [[ταῦτα]], Thuc. 8, 84; Folgde; ἢ καὶ σοὶ [[ταῦτα]] συνδοκεῖ, Luc. D. D. 20, 2; Pol. 1, 62, 8. – Absolut συνδόξαν, da ihnen dies Allen gut geschienen hatte, Xen. Cyr. 8, 1, 8; συνδόξαν τῷ πατρί, 8, 5, 28, mit Genehmigung des Vaters. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1009.png Seite 1009]] (s. [[δοκέω]]), zusammen meinen, zu-, beistimmen; gew. impers., es gefällt mir auch, ich stimme bei; εἰ ξυνδοκοίη τοῖσιν ἄλλοις ὀρνέοις, Ar. Av. 197; εἴ τοι δοκεῖ [[σφῷν]] [[ταῦτα]], χἡμῖν ξυνδοκεῖ, Lys. 167; u. öfter; πολλοῖς συνδοκεῖ, Isocr. 4, 31; ἢ καὶ σοὶ συνδοκεῖ [[οὕτως]], Plat. Prot. 331 b; εἰ σοὶ συνδοκεῖ [[ὅπερ]] [[ἐμοί]], 340 b, wie Phaed. 64 c; συνεδόκει ἡμῖν ἀμφοῖν, Prot. 354 a, u. öfter; τὸ [[τέλος]] τῶν λόγων [[κοινῇ]] πᾶσιν ἔοικε συνδεδογμένον εἶναι, Phaedr. 267 d; ξυνεδόκει καὶ τοῖς ἄλλοις συμμάχοις [[ταῦτα]], Thuc. 8, 84; Folgde; ἢ καὶ σοὶ [[ταῦτα]] συνδοκεῖ, Luc. D. D. 20, 2; Pol. 1, 62, 8. – Absolut συνδόξαν, da ihnen dies Allen gut geschienen hatte, Xen. Cyr. 8, 1, 8; συνδόξαν τῷ πατρί, 8, 5, 28, mit Genehmigung des Vaters. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=sembler bon également : πᾶσι συνέδοξε [[ταῦτα]] XÉN tous furent de cet avis ; • <i>impers.</i> συνδοκεῖ μοι il me paraît bon également, j’en conviens, j’y consens ; avec un inf., convenir également que, consentir également à ce que ; <i>participe abs.</i> • συνδοκοῦν [[ὑμῖν]] XÉN puisque vous consentez ; • [[συνδόξαν]] [[τῷ]] πατρί XÉN le père ayant consenti.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δοκέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνδοκέω''': μέλλ. -δόξω καὶ μεταγεν. -δοκήσω˙ ― φαίνομαι ὁμοίως ἢ [[ἐπίσης]] [[εὔλογος]], [[ταῦτα]] κἀμοὶ συνδοκεῖ, καὶ εἰς ἐμὲ φαίνονται εὔλογα, καὶ ἐγὼ τὰ [[ἐγκρίνω]]. Ἀριστοφ. Ὄρν. 811· εἴ τοι δοκεῖ [[σφῷν]] [[ταῦτα]], κἀμοὶ ξυνδοκεῖ [[αὐτόθι]] 1630, πρβλ. Λυσ. 167˙ [[ταῦτα]] ξυνέδοξε τοῖς ἄλλοις Θουκ. 8. 84˙ ὅ τι ἂν καὶ τοῖς ἄλλοις... ξυνδοκῇ ὁ αὐτ. 6. 44˙ εἰ σοὶ συνδοκεῖ [[ὅπερ]] ἐμοὶ Πλάτ. Πρωτ. 340Β˙ πᾶσι συνέδοξε [[ταῦτα]] Ξεν. Κύρ. 2. 2, 28˙ συνδοκεῖ μοι [[μέτριος]] [[χρόνος]] Πλάτ. Πολ. 460Ε˙ διάνοιαν ἣ σ. τοῖς πολλοῖς Ἀριστ. Πολιτ. 2. 11, 8˙ τοῦτο οὕτω σ. [[περί]] τινος Πλάτ. Σοφιστ. 235Β˙ ― ἀπολ., ἐν ἀποκρίσεσι, ξυνεδόκει ἡμῖν... [[ταῦτα]] ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 289Β˙ ξυνεδόκει [[αὐτόθι]] C· κ. ἀλλ. 2) ἀλλὰ συνηθέστερον ἀπροσ., φαίνεται ὁμοίως καλόν, σοὶ δὲ συνδοκεῖν χρεὼν Εὐρ. Ι. Τ. 71˙ εἰ ξυνδοκοίη τοῖσιν ἄλλοις ὀρνέοις Ἀριστοφ. Ὄρν. 197, πρβλ. 811˙ ἢ καὶ σοὶ ξυνδοκεῖ [[οὕτως]] Πλάτ. Πρωτ. 331Β˙ σ. ὅτι... ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζ. 283Β˙ μετ’ ἀπαρ., Ξενοφ. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 8˙ ξυνέδοξε... τὸν ἐλάττονα αἱρετέον (ἐξυπακ. [[εἶναι]]) Πλάτ. Τίμ. 75C. 3) μετοχ., συνδοκοῦντά τινι, πράγματα ἃ καὶ εἰς αὐτὸν ἀρεστά εἰσι, Διον. Ἁλ. 6. 44˙ ἀλλ’ ἡ μετοχ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπολ., ὡς τὸ ἐξόν, παρόν, κτλ., συνδοκοῦν ἅπασιν ὑμῖν Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 51· συνδόξαν τῷ πατρί, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 8. 5, 28, πρβλ. 8. 1, 8. β) ὁ [[Πλάτων]] ποιεῖται χρῆσιν καὶ τῆς μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ., [[λόγος]] τοῖς ἐπιεικεστάτοις συνδεδογμένος, ὃν καὶ οἱ ἐπιεικέστατοι ἐπιδοκιμάζουσιν, ἐγκρίνουσιν, Νόμ. 659D, πρβλ. 719C, Φαῖδρ. 267D· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπων, συνδεδογμένοι τινί, ἔχοντες τὴν αὐτὴν γνώμην μετά τινος, Νουμήν. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 727D. | |lstext='''συνδοκέω''': μέλλ. -δόξω καὶ μεταγεν. -δοκήσω˙ ― φαίνομαι ὁμοίως ἢ [[ἐπίσης]] [[εὔλογος]], [[ταῦτα]] κἀμοὶ συνδοκεῖ, καὶ εἰς ἐμὲ φαίνονται εὔλογα, καὶ ἐγὼ τὰ [[ἐγκρίνω]]. Ἀριστοφ. Ὄρν. 811· εἴ τοι δοκεῖ [[σφῷν]] [[ταῦτα]], κἀμοὶ ξυνδοκεῖ [[αὐτόθι]] 1630, πρβλ. Λυσ. 167˙ [[ταῦτα]] ξυνέδοξε τοῖς ἄλλοις Θουκ. 8. 84˙ ὅ τι ἂν καὶ τοῖς ἄλλοις... ξυνδοκῇ ὁ αὐτ. 6. 44˙ εἰ σοὶ συνδοκεῖ [[ὅπερ]] ἐμοὶ Πλάτ. Πρωτ. 340Β˙ πᾶσι συνέδοξε [[ταῦτα]] Ξεν. Κύρ. 2. 2, 28˙ συνδοκεῖ μοι [[μέτριος]] [[χρόνος]] Πλάτ. Πολ. 460Ε˙ διάνοιαν ἣ σ. τοῖς πολλοῖς Ἀριστ. Πολιτ. 2. 11, 8˙ τοῦτο οὕτω σ. [[περί]] τινος Πλάτ. Σοφιστ. 235Β˙ ― ἀπολ., ἐν ἀποκρίσεσι, ξυνεδόκει ἡμῖν... [[ταῦτα]] ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 289Β˙ ξυνεδόκει [[αὐτόθι]] C· κ. ἀλλ. 2) ἀλλὰ συνηθέστερον ἀπροσ., φαίνεται ὁμοίως καλόν, σοὶ δὲ συνδοκεῖν χρεὼν Εὐρ. Ι. Τ. 71˙ εἰ ξυνδοκοίη τοῖσιν ἄλλοις ὀρνέοις Ἀριστοφ. Ὄρν. 197, πρβλ. 811˙ ἢ καὶ σοὶ ξυνδοκεῖ [[οὕτως]] Πλάτ. Πρωτ. 331Β˙ σ. ὅτι... ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζ. 283Β˙ μετ’ ἀπαρ., Ξενοφ. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 8˙ ξυνέδοξε... τὸν ἐλάττονα αἱρετέον (ἐξυπακ. [[εἶναι]]) Πλάτ. Τίμ. 75C. 3) μετοχ., συνδοκοῦντά τινι, πράγματα ἃ καὶ εἰς αὐτὸν ἀρεστά εἰσι, Διον. Ἁλ. 6. 44˙ ἀλλ’ ἡ μετοχ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπολ., ὡς τὸ ἐξόν, παρόν, κτλ., συνδοκοῦν ἅπασιν ὑμῖν Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 51· συνδόξαν τῷ πατρί, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 8. 5, 28, πρβλ. 8. 1, 8. β) ὁ [[Πλάτων]] ποιεῖται χρῆσιν καὶ τῆς μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ., [[λόγος]] τοῖς ἐπιεικεστάτοις συνδεδογμένος, ὃν καὶ οἱ ἐπιεικέστατοι ἐπιδοκιμάζουσιν, ἐγκρίνουσιν, Νόμ. 659D, πρβλ. 719C, Φαῖδρ. 267D· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπων, συνδεδογμένοι τινί, ἔχοντες τὴν αὐτὴν γνώμην μετά τινος, Νουμήν. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 727D. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |