Anonymous

συνδοκέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=sembler bon également : πᾶσι συνέδοξε [[ταῦτα]] XÉN tous furent de cet avis ; • <i>impers.</i> συνδοκεῖ μοι il me paraît bon également, j’en conviens, j’y consens ; avec un inf., convenir également que, consentir également à ce que ; <i>participe abs.</i> • συνδοκοῦν [[ὑμῖν]] XÉN puisque vous consentez ; • [[συνδόξαν]] [[τῷ]] πατρί XÉN le père ayant consenti.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δοκέω]].
|btext=sembler bon également : πᾶσι συνέδοξε [[ταῦτα]] XÉN tous furent de cet avis ; • <i>impers.</i> συνδοκεῖ μοι il me paraît bon également, j’en conviens, j’y consens ; avec un inf., convenir également que, consentir également à ce que ; <i>participe abs.</i> • συνδοκοῦν [[ὑμῖν]] XÉN puisque vous consentez ; • [[συνδόξαν]] [[τῷ]] πατρί XÉN le père ayant consenti.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δοκέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνδοκέω''': μέλλ. -δόξω καὶ μεταγεν. -δοκήσω˙ ― φαίνομαι ὁμοίως ἢ [[ἐπίσης]] [[εὔλογος]], [[ταῦτα]] κἀμοὶ συνδοκεῖ, καὶ εἰς ἐμὲ φαίνονται εὔλογα, καὶ ἐγὼ τὰ [[ἐγκρίνω]]. Ἀριστοφ. Ὄρν. 811· εἴ τοι δοκεῖ [[σφῷν]] [[ταῦτα]], κἀμοὶ ξυνδοκεῖ [[αὐτόθι]] 1630, πρβλ. Λυσ. 167˙ [[ταῦτα]] ξυνέδοξε τοῖς ἄλλοις Θουκ. 8. 84˙ ὅ τι ἂν καὶ τοῖς ἄλλοις... ξυνδοκῇ ὁ αὐτ. 6. 44˙ εἰ σοὶ συνδοκεῖ [[ὅπερ]] ἐμοὶ Πλάτ. Πρωτ. 340Β˙ πᾶσι συνέδοξε [[ταῦτα]] Ξεν. Κύρ. 2. 2, 28˙ συνδοκεῖ μοι [[μέτριος]] [[χρόνος]] Πλάτ. Πολ. 460Ε˙ διάνοιαν ἣ σ. τοῖς πολλοῖς Ἀριστ. Πολιτ. 2. 11, 8˙ τοῦτο οὕτω σ. [[περί]] τινος Πλάτ. Σοφιστ. 235Β˙ ― ἀπολ., ἐν ἀποκρίσεσι, ξυνεδόκει ἡμῖν... [[ταῦτα]] ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 289Β˙ ξυνεδόκει [[αὐτόθι]] C· κ. ἀλλ. 2) ἀλλὰ συνηθέστερον ἀπροσ., φαίνεται ὁμοίως καλόν, σοὶ δὲ συνδοκεῖν χρεὼν Εὐρ. Ι. Τ. 71˙ εἰ ξυνδοκοίη τοῖσιν ἄλλοις ὀρνέοις Ἀριστοφ. Ὄρν. 197, πρβλ. 811˙ ἢ καὶ σοὶ ξυνδοκεῖ [[οὕτως]] Πλάτ. Πρωτ. 331Β˙ σ. ὅτι... ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζ. 283Β˙ μετ’ ἀπαρ., Ξενοφ. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 8˙ ξυνέδοξε... τὸν ἐλάττονα αἱρετέον (ἐξυπακ. [[εἶναι]]) Πλάτ. Τίμ. 75C. 3) μετοχ., συνδοκοῦντά τινι, πράγματα ἃ καὶ εἰς αὐτὸν ἀρεστά εἰσι, Διον. Ἁλ. 6. 44˙ ἀλλ’ ἡ μετοχ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπολ., ὡς τὸ ἐξόν, παρόν, κτλ., συνδοκοῦν ἅπασιν ὑμῖν Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 51· συνδόξαν τῷ πατρί, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 8. 5, 28, πρβλ. 8. 1, 8. β) ὁ [[Πλάτων]] ποιεῖται χρῆσιν καὶ τῆς μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ., [[λόγος]] τοῖς ἐπιεικεστάτοις συνδεδογμένος, ὃν καὶ οἱ ἐπιεικέστατοι ἐπιδοκιμάζουσιν, ἐγκρίνουσιν, Νόμ. 659D, πρβλ. 719C, Φαῖδρ. 267D· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπων, συνδεδογμένοι τινί, ἔχοντες τὴν αὐτὴν γνώμην μετά τινος, Νουμήν. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 727D.
|elnltext=συν-δοκέω, Att. ook ξυνδοκέω mede (goed) toeschijnen aan, instemming vinden bij, met dat..; εἰ σοὶ συνδοκεῖ ὅπερ ἐμοί of jou hetzelfde toeschijnt als mij (of jij er net zo over denkt als ik) Plat. Prot. 340b; συνεδόκει ἡμῖν πάντα ταῦτα al die dingen vonden wij ook Plat. Euthyd. 289b; ξυνεδόκει … καὶ τοῖς ἄλλοις ξυμμάχοις ταῦτα ook de andere bondgenoten waren het daarmee eens Thuc. 8.84.4; vaak onpers..; εἰ ξυνδοκοίη τοῖσιν ἄλλοις ὀρνέοις als de andere vogels het ermee eens zijn Aristoph. Av. 197; abs..; συνεδόκει dat leek hem ook Plat. Euthyd. 289c; acc. abs..; συνδοκοῦν ἅπασιν ἡμῖν met instemming van ons allen Xen. Hell. 2.3.51; συνδόξαν ( aor. ) τῷ πατρὶ καὶ τῇ μητρί nadat zijn vader en moeder ermee hadden ingestemd Xen. Cyr. 8.5.28; met ὅτι -zin; Plat. HpMa 283b; met AcI (ook met aan te vullen inf. ); συνέδοξε τὸν ἐλάττονα αἱρετέον ( sc. εἶναι ) ze werden het erover eens dat het kortere (leven) gekozen moest worden Plat. Tim. 75c; perf. pass. ptc.. τό … τέλος τῶν λόγων κοινῇ πᾶσιν ἔοικε συνδεδογμένον εἶναι over het slot van redevoeringen lijkt iedereen het met elkaar eens te zijn Plat. Phaedr. 267d.
}}
{{elru
|elrutext='''συνδοκέω:''' [[также казаться]], [[тоже представляться правильным]] ([[ταῦτα]] κἀμοὶ συνδοκεῖ Arph.): πᾶσι συνέδοξε [[ταῦτα]] Xen. все согласились с этим; преимущ. impers.: ἔμοιγε, σοὶ δὲ συνδοκεῖν [[χρεών]] Eur. мне кажется, да и тебе должно казаться так же; εἴ τοι δοκεῖ [[σφῷν]] [[ταῦτα]], χἠμῖν ξυνδοκεῖ Arph. если вам это угодно, то угодно и нам; συνδοκοῦν [[ὑμῖν]] Xen. поскольку вы согласны; [[συνδόξαν]] πᾶσι τοῖς ἀρίστοις Xen. ввиду единодушного мнения всех выдающихся людей; τὸ [[τέλος]] τῶν λόγων πᾶσιν συνδεδογμένον Plat. единогласный вывод всех речей.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνδοκέω:''' μέλ. -[[δόξω]] και <i>-δοκήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φαίνομαι]] επίσης [[εύλογος]], <i>ταῦτακἀμοὶ συνδεκεῖ</i>, σε Αριστοφ.· [[ταῦτα]] ξυνέδοξε τοῖς ἄλλοις, σε Θουκ.· απόλ., σε απαντήσεις, ξυνεδόκει [[ἡμῖν]] [[ταῦτα]]; είχαμε συμφωνήσει στα [[σημεία]] αυτά; δηλ. είχαμε συμφωνήσει, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., φαίνεται εύλογο επίσης, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· ομοίως, απόλ. σε μτχ., συνδοκοῦν ἅπασιν [[ὑμῖν]], εφόσον όλοι συμφωνείτε, σε Ξεν.· [[συνδόξαν]] τῷ πατρί, εφόσον ο [[πατέρας]] έδωσε την έγκρισή του, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ομοίως στη μτχ. Παθ. παρακ., [[λόγος]] τοῖς ἐπιεικεστάτοις συνδεδογμένος, στον οποίο επίσης συμφωνούν, σε Πλάτ.
|lsmtext='''συνδοκέω:''' μέλ. -[[δόξω]] και <i>-δοκήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φαίνομαι]] επίσης [[εύλογος]], <i>ταῦτακἀμοὶ συνδεκεῖ</i>, σε Αριστοφ.· [[ταῦτα]] ξυνέδοξε τοῖς ἄλλοις, σε Θουκ.· απόλ., σε απαντήσεις, ξυνεδόκει [[ἡμῖν]] [[ταῦτα]]; είχαμε συμφωνήσει στα [[σημεία]] αυτά; δηλ. είχαμε συμφωνήσει, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., φαίνεται εύλογο επίσης, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· ομοίως, απόλ. σε μτχ., συνδοκοῦν ἅπασιν [[ὑμῖν]], εφόσον όλοι συμφωνείτε, σε Ξεν.· [[συνδόξαν]] τῷ πατρί, εφόσον ο [[πατέρας]] έδωσε την έγκρισή του, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ομοίως στη μτχ. Παθ. παρακ., [[λόγος]] τοῖς ἐπιεικεστάτοις συνδεδογμένος, στον οποίο επίσης συμφωνούν, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνδοκέω:''' [[также казаться]], [[тоже представляться правильным]] ([[ταῦτα]] κἀμοὶ συνδοκεῖ Arph.): πᾶσι συνέδοξε [[ταῦτα]] Xen. все согласились с этим; преимущ. impers.: ἔμοιγε, σοὶ δὲ συνδοκεῖν [[χρεών]] Eur. мне кажется, да и тебе должно казаться так же; εἴ τοι δοκεῖ [[σφῷν]] [[ταῦτα]], χἠμῖν ξυνδοκεῖ Arph. если вам это угодно, то угодно и нам; συνδοκοῦν [[ὑμῖν]] Xen. поскольку вы согласны; [[συνδόξαν]] πᾶσι τοῖς ἀρίστοις Xen. ввиду единодушного мнения всех выдающихся людей; τὸ [[τέλος]] τῶν λόγων πᾶσιν συνδεδογμένον Plat. единогласный вывод всех речей.
|lstext='''συνδοκέω''': μέλλ. -δόξω καὶ μεταγεν. -δοκήσω˙ ― φαίνομαι ὁμοίως ἢ [[ἐπίσης]] [[εὔλογος]], [[ταῦτα]] κἀμοὶ συνδοκεῖ, καὶ εἰς ἐμὲ φαίνονται εὔλογα, καὶ ἐγὼ τὰ [[ἐγκρίνω]]. Ἀριστοφ. Ὄρν. 811· εἴ τοι δοκεῖ [[σφῷν]] [[ταῦτα]], κἀμοὶ ξυνδοκεῖ [[αὐτόθι]] 1630, πρβλ. Λυσ. 167˙ [[ταῦτα]] ξυνέδοξε τοῖς ἄλλοις Θουκ. 8. 84˙ ὅ τι ἂν καὶ τοῖς ἄλλοις... ξυνδοκῇ ὁ αὐτ. 6. 44˙ εἰ σοὶ συνδοκεῖ [[ὅπερ]] ἐμοὶ Πλάτ. Πρωτ. 340Β˙ πᾶσι συνέδοξε [[ταῦτα]] Ξεν. Κύρ. 2. 2, 28˙ συνδοκεῖ μοι [[μέτριος]] [[χρόνος]] Πλάτ. Πολ. 460Ε˙ διάνοιαν ἣ σ. τοῖς πολλοῖς Ἀριστ. Πολιτ. 2. 11, 8˙ τοῦτο οὕτω σ. [[περί]] τινος Πλάτ. Σοφιστ. 235Β˙ ― ἀπολ., ἐν ἀποκρίσεσι, ξυνεδόκει ἡμῖν... [[ταῦτα]] ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 289Β˙ ξυνεδόκει [[αὐτόθι]] C· κ. ἀλλ. 2) ἀλλὰ συνηθέστερον ἀπροσ., φαίνεται ὁμοίως καλόν, σοὶ δὲ συνδοκεῖν χρεὼν Εὐρ. Ι. Τ. 71˙ εἰ ξυνδοκοίη τοῖσιν ἄλλοις ὀρνέοις Ἀριστοφ. Ὄρν. 197, πρβλ. 811˙ ἢ καὶ σοὶ ξυνδοκεῖ [[οὕτως]] Πλάτ. Πρωτ. 331Β˙ σ. ὅτι... ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζ. 283Β˙ μετ’ ἀπαρ., Ξενοφ. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 8˙ ξυνέδοξε... τὸν ἐλάττονα αἱρετέον (ἐξυπακ. [[εἶναι]]) Πλάτ. Τίμ. 75C. 3) μετοχ., συνδοκοῦντά τινι, πράγματα ἃ καὶ εἰς αὐτὸν ἀρεστά εἰσι, Διον. Ἁλ. 6. 44˙ ἀλλ’ ἡ μετοχ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπολ., ὡς τὸ ἐξόν, παρόν, κτλ., συνδοκοῦν ἅπασιν ὑμῖν Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 51· συνδόξαν τῷ πατρί, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 8. 5, 28, πρβλ. 8. 1, 8. β) ὁ [[Πλάτων]] ποιεῖται χρῆσιν καὶ τῆς μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ., [[λόγος]] τοῖς ἐπιεικεστάτοις συνδεδογμένος, ὃν καὶ οἱ ἐπιεικέστατοι ἐπιδοκιμάζουσιν, ἐγκρίνουσιν, Νόμ. 659D, πρβλ. 719C, Φαῖδρ. 267D· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπων, συνδεδογμένοι τινί, ἔχοντες τὴν αὐτὴν γνώμην μετά τινος, Νουμήν. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 727D.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-δοκέω, Att. ook ξυνδοκέω mede (goed) toeschijnen aan, instemming vinden bij, met dat..; εἰ σοὶ συνδοκεῖ ὅπερ ἐμοί of jou hetzelfde toeschijnt als mij (of jij er net zo over denkt als ik) Plat. Prot. 340b; συνεδόκει ἡμῖν πάντα ταῦτα al die dingen vonden wij ook Plat. Euthyd. 289b; ξυνεδόκει … καὶ τοῖς ἄλλοις ξυμμάχοις ταῦτα ook de andere bondgenoten waren het daarmee eens Thuc. 8.84.4; vaak onpers..; εἰ ξυνδοκοίη τοῖσιν ἄλλοις ὀρνέοις als de andere vogels het ermee eens zijn Aristoph. Av. 197; abs..; συνεδόκει dat leek hem ook Plat. Euthyd. 289c; acc. abs..; συνδοκοῦν ἅπασιν ἡμῖν met instemming van ons allen Xen. Hell. 2.3.51; συνδόξαν ( aor. ) τῷ πατρὶ καὶ τῇ μητρί nadat zijn vader en moeder ermee hadden ingestemd Xen. Cyr. 8.5.28; met ὅτι -zin; Plat. HpMa 283b; met AcI (ook met aan te vullen inf. ); συνέδοξε τὸν ἐλάττονα αἱρετέον ( sc. εἶναι ) ze werden het erover eens dat het kortere (leven) gekozen moest worden Plat. Tim. 75c; perf. pass. ptc.. τό … τέλος τῶν λόγων κοινῇ πᾶσιν ἔοικε συνδεδογμένον εἶναι over het slot van redevoeringen lijkt iedereen het met elkaar eens te zijn Plat. Phaedr. 267d.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[δόξω]] fut. -δοκήσω<br /><b class="num">I.</b> to [[seem]] [[good]] also, [[ταῦτα]] κἀμοὶ συνδοκεῖ Ar.; [[ταῦτα]] ξυνέδοξε τοῖς ἄλλοις Thuc.:—absol., in answers, ξυνεδόκει [[ἡμῖν]] [[ταῦτα]]; were we agreed on these points? i. e. we were agreed, Plat.<br /><b class="num">2.</b> impers. it seems [[good]] also, Eur., Ar., etc.:—so, absol., in [[part]]., συνδοκοῦν ἅπασιν [[ὑμῖν]] [[since]] you all [[agree]], Xen.; [[συνδόξαν]] τῷ πατρί [[since]] the [[father]] approved, Xen.<br /><b class="num">II.</b> so in perf. [[pass]]. [[part]]., [[λόγος]] τοῖς ἐπιεικεστάτοις συνδεδογμένος in [[which]] they also [[agree]], Plat.
|mdlsjtxt=fut. -[[δόξω]] fut. -δοκήσω<br /><b class="num">I.</b> to [[seem]] [[good]] also, [[ταῦτα]] κἀμοὶ συνδοκεῖ Ar.; [[ταῦτα]] ξυνέδοξε τοῖς ἄλλοις Thuc.:—absol., in answers, ξυνεδόκει [[ἡμῖν]] [[ταῦτα]]; were we agreed on these points? i. e. we were agreed, Plat.<br /><b class="num">2.</b> impers. it seems [[good]] also, Eur., Ar., etc.:—so, absol., in [[part]]., συνδοκοῦν ἅπασιν [[ὑμῖν]] [[since]] you all [[agree]], Xen.; [[συνδόξαν]] τῷ πατρί [[since]] the [[father]] approved, Xen.<br /><b class="num">II.</b> so in perf. [[pass]]. [[part]]., [[λόγος]] τοῖς ἐπιεικεστάτοις συνδεδογμένος in [[which]] they also [[agree]], Plat.
}}
}}