Anonymous

συσκευάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1042.png Seite 1042]] zusammenpacken, bes. zur Abreise zurechtlegen, rüsten, Xen. Cyr. 1, 4, 25; überh. zusammenbringen, zurecht machen, zu- od. vorbereiten, τὸ [[δεῖπνον]], Ar. Vesp. 1251; bes. auch Listen u. Ränke ersinnen, πράγματα συσκευάσαι, Händel anstiften, Dem. 24, 206; τινὶ τὴν βασιλείαν, D. Hal. 3, 35, Einem die Herrschaft verschaffen. – Med. sein Geräth zusammenpacken und sich so zur Abreise fertig machen, ein- od. aufpacken, vasa colligere, οἷον [[στρωματόδεσμον]] μὴ ἐπιστάμενος συσκευάσασθαι, Plat. Theat. 175 e; Xen. Cyr. 3, 1, 43; συνεσκευασμένος, reisefertig, 3, 2, 3; ὅπλα καὶ σκεύη, Hell. 2, 4, 4; τὴν πορείαν, sich zur Reise rüsten, Cyr. 8, 5, 1; auch Lebensmittel und andere Reisebedürfnisse zusammenbringen, Thuc. 7, 74; vgl. Xen. Cyr. 5, 5, 35, wo es dem voranstehenden τὰ ἐπιτήδεια λαμβάνειν entspricht; ὄψα συσκ., 6, 1, 31; τὰ ἐν τῇ οἰκίᾳ, ausräumen und wegschaffen, Dem. 9, 35. – Überh. für sich zusammenbringen, gewinnen, annehmen, mit List auf seine Seite bringen, Dem. 19, 303; εἰς ἑαυτὸν τὴν πόλιν, Plut. Phoc. 32 Caes. 21; auch von der Liebe, συσκ. τὸν ἄνθρωπον, Xen. Cyr. 5, 1, 15. – Auch wie das act., listig anstiften, στεφάνου καὶ ἐπαίνου κατηγορίαν συνεσκευασμένος, Dem. 18, 279, vgl. 25, 9; φαρμακείαν, Plut. Artax. 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1042.png Seite 1042]] zusammenpacken, bes. zur Abreise zurechtlegen, rüsten, Xen. Cyr. 1, 4, 25; überh. zusammenbringen, zurecht machen, zu- od. vorbereiten, τὸ [[δεῖπνον]], Ar. Vesp. 1251; bes. auch Listen u. Ränke ersinnen, πράγματα συσκευάσαι, Händel anstiften, Dem. 24, 206; τινὶ τὴν βασιλείαν, D. Hal. 3, 35, Einem die Herrschaft verschaffen. – Med. sein Geräth zusammenpacken und sich so zur Abreise fertig machen, ein- od. aufpacken, vasa colligere, οἷον [[στρωματόδεσμον]] μὴ ἐπιστάμενος συσκευάσασθαι, Plat. Theat. 175 e; Xen. Cyr. 3, 1, 43; συνεσκευασμένος, reisefertig, 3, 2, 3; ὅπλα καὶ σκεύη, Hell. 2, 4, 4; τὴν πορείαν, sich zur Reise rüsten, Cyr. 8, 5, 1; auch Lebensmittel und andere Reisebedürfnisse zusammenbringen, Thuc. 7, 74; vgl. Xen. Cyr. 5, 5, 35, wo es dem voranstehenden τὰ ἐπιτήδεια λαμβάνειν entspricht; ὄψα συσκ., 6, 1, 31; τὰ ἐν τῇ οἰκίᾳ, ausräumen und wegschaffen, Dem. 9, 35. – Überh. für sich zusammenbringen, gewinnen, annehmen, mit List auf seine Seite bringen, Dem. 19, 303; εἰς ἑαυτὸν τὴν πόλιν, Plut. Phoc. 32 Caes. 21; auch von der Liebe, συσκ. τὸν ἄνθρωπον, Xen. Cyr. 5, 1, 15. – Auch wie das act., listig anstiften, στεφάνου καὶ ἐπαίνου κατηγορίαν συνεσκευασμένος, Dem. 18, 279, vgl. 25, 9; φαρμακείαν, Plut. Artax. 18.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> faire des approvisionnements pour qqn;<br /><b>2</b> équiper, munir ; <i>fig.</i> concerter, machiner, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> συσκευάζομαι;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> préparer ses bagages, faire ses paquets, se préparer à partir : [[εἰς]] στρατείαν XÉN faire ses préparatifs pour une expédition ; <i>abs.</i> au <i>part. ao.</i> συσκευασάμενος <i>ou pf.</i> συνεσκευασμένος tout prêt;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> préparer pour soi : πορείαν XÉN se préparer à partir ; <i>fig.</i> σ. τὸν βίον [[εἰς]] ἡδονήν PLUT disposer sa vie pour le plaisir;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> préparer dans son intérêt, disposer en sa faveur ; s'emparer de, acc.;<br /><b>3</b> <i>en mauv. part</i> concerter, machiner.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[σκευάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συσκευάζω''': μέλλ. -άσω, βάλλω [[ὁμοῦ]] καὶ [[ἑτοιμάζω]] τὰ πράγματα, δένω τὰς ἀποσκευὰς καὶ τὰς [[ἑτοιμάζω]] δι’ ἄλλον τινά, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 25. 2) ἀπὸ κοινοῦ [[ἑτοιμάζω]], τὸ δεῖπνόν τινι Ἀριστοφ. Σφ. 1251. ― Παθητ., συνεσκευασμένα παρασκευάσματα Ξεν. Οἰκ. 11. 19. β) ἐπὶ κακῆς σημασίας, μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, [[σχεδιάζω]], Δημ. 764. 7, πρβλ. 275. 24., 365. 5· ἅπαντα εἰς ἓν [[ψήφισμα]] ὁ αὐτ. 358. 14· σ. λοιδορίας Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 7· σ. τινὶ τὴν βασιλείαν Διον. Ἁλ. 3. 35. ΙΙ. Μέσ., μετὰ παθ. πρκμ. συνεσκεύασμαι, [[ἑτοιμάζω]] τὰ πράγματά μου, τὰς ἀποσκευάς μου πρὸς ἀναχώρησιν, Λατ. convasate, vasa colligere, Θουκ. 7. 74, Ξεν., κλπ.· σ. ὡς εἰς στρατείαν Ξεν. Ἑλλ. 3, 4, 11· εἰς τὸ ἀπιέναι [[αὐτόθι]] 5. 2, 28· πρὸς τὴν φυγὴν Λουκ. Τίμ. 4· [[μάλιστα]] κατὰ μετοχ. μέσ. ἀορ. α΄ ἢ παθ. πρκμ., ἐν τάξει πορείας, ἕτοιμος πρὸς ἀναχώρησιν, παρεῖναι συνεσκευασμένος Ξεν. Κύρ. 3. 2, 3· πορεύεσθαι συσκευασάμενοι [[αὐτόθι]] 6. 2, 3, κτλ. 2) μετ’ αἰτ., [[οἷον]] στρωμματόδεσμον συσκευάσασθαι Πλάτ. Θεαίτ. 175Ε· συνεσκευασμένος τὰ [[ἑαυτοῦ]] [[ἐνθάδε]], ἔχων πάντα τὰ πράγματά του παρεσκευασμένα ἢ δεδεμένα [[ὁμοῦ]] καὶ κεκομισμένα [[ἐνταῦθα]], Λυσί. 187. 28. πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 32, Ξεν. ἐν Κύρ. 5. 3, 16, κλπ.· ― [[ἑτοιμάζω]], [[παρασκευάζω]], τὴν πορείαν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 5, 1· σῖτον, ἐπιτήδεια ὁ αὐτ. β) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς τὸ ἐνεργ. (Ι. β), μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, [[παρασκευάζω]], τόλμαν καὶ κραυγὴν καὶ ψευδεῖς αἰτίας καὶ συκοφαντίαν καὶ ἀναισχυντίαν. συνεσκευασμένον Δημ. 772. 11· τι κατά τινος Πλουτ. Ἀρτοξ. 18· ἐπί τινα Λουκ. Ἁλιεὺς 25. 3) [[φέρω]] [[ὁμοῦ]] εἰς τὸ αὐτό, οἰκονομῶ καὶ [[συλλέγω]] πρὸς ἰδίαν μου ὠφέλειαν ἢ πρὸς ἴδιόν μου συμφέρον, σ. χρήματα Λυκοῦργ. 149. 44, πρβλ. Δείναρχ. 100. 25· [[ὡσαύτως]], σ. τὸν βίον εἰς ἡδονήν Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 11. 4) διευθετῶ πρὸς τὸ ἴδιόν μου συμφέρον, [[παρασκευάζω]], προδιαθέτω, τὴν Ἑλλάδα Δημ. 438. 14· συσκευάζεται πάντας ἀνθρώπους πρὸς ἡμᾶς ὁ αὐτ. 91. 9· καὶ ἐπὶ ἔρωτος, [[ἴσως]] γὰρ θᾶττον ἀπῆλθες ἢ ἐν ὅσῳ χρόνῳ ὁ [[ἔρως]] πέφυκε συσκευάζεσθαι ἄνθρωπον Ξεν. Κύρ. 5. 1, 16.
|lstext='''συσκευάζω''': μέλλ. -άσω, βάλλω [[ὁμοῦ]] καὶ [[ἑτοιμάζω]] τὰ πράγματα, δένω τὰς ἀποσκευὰς καὶ τὰς [[ἑτοιμάζω]] δι’ ἄλλον τινά, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 25. 2) ἀπὸ κοινοῦ [[ἑτοιμάζω]], τὸ δεῖπνόν τινι Ἀριστοφ. Σφ. 1251. ― Παθητ., συνεσκευασμένα παρασκευάσματα Ξεν. Οἰκ. 11. 19. β) ἐπὶ κακῆς σημασίας, μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, [[σχεδιάζω]], Δημ. 764. 7, πρβλ. 275. 24., 365. 5· ἅπαντα εἰς ἓν [[ψήφισμα]] ὁ αὐτ. 358. 14· σ. λοιδορίας Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 7· σ. τινὶ τὴν βασιλείαν Διον. Ἁλ. 3. 35. ΙΙ. Μέσ., μετὰ παθ. πρκμ. συνεσκεύασμαι, [[ἑτοιμάζω]] τὰ πράγματά μου, τὰς ἀποσκευάς μου πρὸς ἀναχώρησιν, Λατ. convasate, vasa colligere, Θουκ. 7. 74, Ξεν., κλπ.· σ. ὡς εἰς στρατείαν Ξεν. Ἑλλ. 3, 4, 11· εἰς τὸ ἀπιέναι [[αὐτόθι]] 5. 2, 28· πρὸς τὴν φυγὴν Λουκ. Τίμ. 4· [[μάλιστα]] κατὰ μετοχ. μέσ. ἀορ. α΄ ἢ παθ. πρκμ., ἐν τάξει πορείας, ἕτοιμος πρὸς ἀναχώρησιν, παρεῖναι συνεσκευασμένος Ξεν. Κύρ. 3. 2, 3· πορεύεσθαι συσκευασάμενοι [[αὐτόθι]] 6. 2, 3, κτλ. 2) μετ’ αἰτ., [[οἷον]] στρωμματόδεσμον συσκευάσασθαι Πλάτ. Θεαίτ. 175Ε· συνεσκευασμένος τὰ [[ἑαυτοῦ]] [[ἐνθάδε]], ἔχων πάντα τὰ πράγματά του παρεσκευασμένα ἢ δεδεμένα [[ὁμοῦ]] καὶ κεκομισμένα [[ἐνταῦθα]], Λυσί. 187. 28. πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 32, Ξεν. ἐν Κύρ. 5. 3, 16, κλπ.· ― [[ἑτοιμάζω]], [[παρασκευάζω]], τὴν πορείαν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 5, 1· σῖτον, ἐπιτήδεια ὁ αὐτ. β) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς τὸ ἐνεργ. (Ι. β), μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, [[παρασκευάζω]], τόλμαν καὶ κραυγὴν καὶ ψευδεῖς αἰτίας καὶ συκοφαντίαν καὶ ἀναισχυντίαν. συνεσκευασμένον Δημ. 772. 11· τι κατά τινος Πλουτ. Ἀρτοξ. 18· ἐπί τινα Λουκ. Ἁλιεὺς 25. 3) [[φέρω]] [[ὁμοῦ]] εἰς τὸ αὐτό, οἰκονομῶ καὶ [[συλλέγω]] πρὸς ἰδίαν μου ὠφέλειαν ἢ πρὸς ἴδιόν μου συμφέρον, σ. χρήματα Λυκοῦργ. 149. 44, πρβλ. Δείναρχ. 100. 25· [[ὡσαύτως]], σ. τὸν βίον εἰς ἡδονήν Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 11. 4) διευθετῶ πρὸς τὸ ἴδιόν μου συμφέρον, [[παρασκευάζω]], προδιαθέτω, τὴν Ἑλλάδα Δημ. 438. 14· συσκευάζεται πάντας ἀνθρώπους πρὸς ἡμᾶς ὁ αὐτ. 91. 9· καὶ ἐπὶ ἔρωτος, [[ἴσως]] γὰρ θᾶττον ἀπῆλθες ἢ ἐν ὅσῳ χρόνῳ ὁ [[ἔρως]] πέφυκε συσκευάζεσθαι ἄνθρωπον Ξεν. Κύρ. 5. 1, 16.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> faire des approvisionnements pour qqn;<br /><b>2</b> équiper, munir ; <i>fig.</i> concerter, machiner, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> συσκευάζομαι;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> préparer ses bagages, faire ses paquets, se préparer à partir : [[εἰς]] στρατείαν XÉN faire ses préparatifs pour une expédition ; <i>abs.</i> au <i>part. ao.</i> συσκευασάμενος <i>ou pf.</i> συνεσκευασμένος tout prêt;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> préparer pour soi : πορείαν XÉN se préparer à partir ; <i>fig.</i> σ. τὸν βίον [[εἰς]] ἡδονήν PLUT disposer sa vie pour le plaisir;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> préparer dans son intérêt, disposer en sa faveur ; s'emparer de, acc.;<br /><b>3</b> <i>en mauv. part</i> concerter, machiner.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[σκευάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml