Anonymous

σύννοια: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " ιονιξ " to " ''Ionic'' ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1028.png Seite 1028]] ἡ, ion. συννοίη, Nachdenken, Überlegung; Her. 1, 88; [[ἐμοί]] τοι ἡ ξύννοια βουλεύει [[πάλαι]], Soph. Ant. 279; συννοίῃ ἐχόμενος, Her. 1, 88; εἰς σύννοιαν αὐτὸς αὑτῷ ἀφικόμενος, Plat. Rep. IX, 571 d, vgl. Legg. VII, 790 a. Bes. Bedenklichkeit, Sorge, συννοίᾳ δὲ δάπ τομαι [[κέαρ]], Aesch. Prom. 435; σύννοιαν ὄμμασιν φέρων, Eur. Heracl. 382; Plat. def. 415 a wird erkl. [[σύννοια]] μετὰ λύπης [[διάνοια]] [[ἄνευ]] λόγου, die sich nicht ausspricht; ἐπὶ συννοίᾳ βαδίζειν, in Gedanken gehen, Luc. Pisc. 13; ὁ ἐπὶ συννοίας, in Gedanken, Scyth. 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1028.png Seite 1028]] ἡ, ion. συννοίη, Nachdenken, Überlegung; Her. 1, 88; [[ἐμοί]] τοι ἡ ξύννοια βουλεύει [[πάλαι]], Soph. Ant. 279; συννοίῃ ἐχόμενος, Her. 1, 88; εἰς σύννοιαν αὐτὸς αὑτῷ ἀφικόμενος, Plat. Rep. IX, 571 d, vgl. Legg. VII, 790 a. Bes. Bedenklichkeit, Sorge, συννοίᾳ δὲ δάπ τομαι [[κέαρ]], Aesch. Prom. 435; σύννοιαν ὄμμασιν φέρων, Eur. Heracl. 382; Plat. def. 415 a wird erkl. [[σύννοια]] μετὰ λύπης [[διάνοια]] [[ἄνευ]] λόγου, die sich nicht ausspricht; ἐπὶ συννοίᾳ βαδίζειν, in Gedanken gehen, Luc. Pisc. 13; ὁ ἐπὶ συννοίας, in Gedanken, Scyth. 6.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> réflexion, méditation;<br /><b>2</b> préoccupation, inquiétude, souci;<br /><b>3</b> remords.<br />'''Étymologie:''' [[συννοέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σύννοια''': Ἰων. -η, ἡ, ([[σύννοος]]) [[μελέτη]], [[θεωρία]], βαθεῖα [[σκέψις]], συννοίῃ ἐχόμενος, βεβυθισμένος εἰς βαθείας σκέψεις, Ἡρόδ. 1. 88 ἐμοί τοι, μή τι καὶ θεήλατον [[τοὖργον]] τόδ’, ἡ ξύννοια βουλεύει [[πάλαι]], ἡ [[σκέψις]] μου ἀπὸ πολλοῦ μοὶ λέγει, [[μήπως]] …, Σοφ. Ἀντ. 279· εἰς σύννοιαν αὐτὸς αὑτῷ ἀφικόμενος Πλάτ. Πολ. 571D, πρβλ. Νόμ. 790Α· ἐπὶ συννοίᾳ ἢ -ας βαδίζειν Λουκ. Ἁλιεὺς 13, Κρονοσ. 11· ἐπὶ συννοίας γενέσθαι Ἀλκίφρων 3. 67· μετὰ συννοίας ποιεῖν τι Ἀριστ. Προβλ. 18. 4. 2) [[σκέψις]] [[ἀνήσυχος]], ἀνησυχία, [[στενοχωρία]], συννοίᾳ δάπτομαι [[κέαρ]] Αἰσχύλ. Πρ. 437· ἐπὶ συννοίᾳ [[πόδα]] κυκλεῖν Εὐρ. Ὀρ. 632· σύννοιαν ὄμμασιν φέρων ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 381. ΙΙ. συννοίᾳ… [[οἷον]] δέδρακε, ἐκ ταῆς τύψεως ταῆς συνειδήσεως διὰ τὴν πρᾶξιν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 805 ἑρμηνεύεται ἐν τοῖς Ὅροις τοῦ Πλάτ. 415Α, διὰ τοῦ: [[διάνοια]] μετὰ λύπης.
|lstext='''σύννοια''': Ἰων. -η, ἡ, ([[σύννοος]]) [[μελέτη]], [[θεωρία]], βαθεῖα [[σκέψις]], συννοίῃ ἐχόμενος, βεβυθισμένος εἰς βαθείας σκέψεις, Ἡρόδ. 1. 88 ἐμοί τοι, μή τι καὶ θεήλατον [[τοὖργον]] τόδ’, ἡ ξύννοια βουλεύει [[πάλαι]], ἡ [[σκέψις]] μου ἀπὸ πολλοῦ μοὶ λέγει, [[μήπως]] …, Σοφ. Ἀντ. 279· εἰς σύννοιαν αὐτὸς αὑτῷ ἀφικόμενος Πλάτ. Πολ. 571D, πρβλ. Νόμ. 790Α· ἐπὶ συννοίᾳ ἢ -ας βαδίζειν Λουκ. Ἁλιεὺς 13, Κρονοσ. 11· ἐπὶ συννοίας γενέσθαι Ἀλκίφρων 3. 67· μετὰ συννοίας ποιεῖν τι Ἀριστ. Προβλ. 18. 4. 2) [[σκέψις]] [[ἀνήσυχος]], ἀνησυχία, [[στενοχωρία]], συννοίᾳ δάπτομαι [[κέαρ]] Αἰσχύλ. Πρ. 437· ἐπὶ συννοίᾳ [[πόδα]] κυκλεῖν Εὐρ. Ὀρ. 632· σύννοιαν ὄμμασιν φέρων ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 381. ΙΙ. συννοίᾳ… [[οἷον]] δέδρακε, ἐκ ταῆς τύψεως ταῆς συνειδήσεως διὰ τὴν πρᾶξιν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 805 ἑρμηνεύεται ἐν τοῖς Ὅροις τοῦ Πλάτ. 415Α, διὰ τοῦ: [[διάνοια]] μετὰ λύπης.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> réflexion, méditation;<br /><b>2</b> préoccupation, inquiétude, souci;<br /><b>3</b> remords.<br />'''Étymologie:''' [[συννοέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml