Anonymous

σύμφυτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0993.png Seite 993]] mitgewachsen, angeboren; ἀρετά, Pind. I. 3, 14; [[αἰών]], Aesch. Ag. 107; verwandt, 148; Eur. Andr. 955; von Natur eigen, [[ἐπιθυμία]], Plat. Polit. 272 e; ἡδονὴν αὐτοῖς ξύμφυτον ἀπονέμοντες, Critia. 116 b, u. öfter; ξύμφυτος αὐτοῖς [[δειλία]], Lys. 10, 28; – zusammengewachsen, zugewachsen, zugetheilt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0993.png Seite 993]] mitgewachsen, angeboren; ἀρετά, Pind. I. 3, 14; [[αἰών]], Aesch. Ag. 107; verwandt, 148; Eur. Andr. 955; von Natur eigen, [[ἐπιθυμία]], Plat. Polit. 272 e; ἡδονὴν αὐτοῖς ξύμφυτον ἀπονέμοντες, Critia. 116 b, u. öfter; ξύμφυτος αὐτοῖς [[δειλία]], Lys. 10, 28; – zusammengewachsen, zugewachsen, zugetheilt.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> né avec ; inné, naturel à, gén. <i>ou</i> dat.;<br /><b>2</b> de même nature, de même sorte.<br />'''Étymologie:''' [[συμφύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σύμφῠτος''': -ον, ([[συμφύω]]) ὁ φυεὶς μετά τινος, [[φυσικός]], [[ἔμφυτος]], ἀρετὰ Πινδ. Ι. 3. 33· κακόν, [[πονηρία]], ἐπιθυμία Πλάτ. Πολ. 609Α, Πολιτ. 272Ε, κτλ.· σ. αἰών, ἡ φυσικὴ ἡμῶν [[ἡλικία]], δηλ. ἡ γεροντικὴ (κατὰ τὸν Σχολ.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 107· (ἀλλ’ ἴδε τοὺς ἑρμηνευτάς)· νεικέων σ. [[τέκτων]], ὁ φυσικὸς [[πρωταίτιος]] τῆς ἔριδος, δηλ. [[αἰτία]] ἔριδος φυσικὴ εἰς τὸ ἀνθρώπινον γένος, [[αὐτόθι]] 152 (καὶ [[ἐνταῦθα]] οἱ ἑρμηνευταὶ διαφωνοῦσιν)· ἐς τὸ σ., κατὰ τὴν φύσιν τινός, Εὐρ. Ἀνδρ. 954· σ. [[ὕδωρ]] ἐν γάλακτι, ἀντίθ. τῷ ἐπακτόν, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 5, 6· τὸ μιμεῖσθαι σ. τοῖς ἀνθρώποις ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 4. 2· ― τὰ σύμφυτα, φυσικαὶ ἰδιότητες ἢ ποιότητες, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 15, Φυσ. 8. 2, 8· πρβλ. π. Πνεύμ. 2. 9, κἑξ. 2) μετὰ δοτ., [[ἔμφυτος]] εἴς τινα, σ. [[δειλία]] τινὶ Λυσί. 118. 31· ἀϋδρίᾳ σ. τόποις τισὶ Πλάτ. Νόμ. 844Α, τὰ ὑγρὰ σ. τοῖς ζῴοις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ὑστερογενῆ ([[οἷον]] τὸ [[γάλα]]), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 2· σ. ἐμποιεῖν τινί τι Πλάτ. Φαίδων 81C. 3) μετὰ γεν., ἡδοναὶ ξ. τῶν φθόγγων ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 51D· [[ἀρετὴ]] λογισμοῦ ξ. ὁ αὐτ. ἐν Ὅροις 413C· πρβλ. [[συγγενής]], [[σύγγονος]]. 4) [[ὅμοιος]] ἐκ φύσεως, [[ἔμφυτος]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 246Α, πρβλ. Φίληβ. 16C. ΙΙ. ὁ [[ὁμοῦ]] ηὐξημένος, [[διάστασις]] τῶν σ. μερῶν Ἀριστ. Τοπ. 6. 6, 20, κἑξ.· σ. τῷ χιτῶνι ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 4. ― Πρβλ. [[συμφυής]].
|lstext='''σύμφῠτος''': -ον, ([[συμφύω]]) ὁ φυεὶς μετά τινος, [[φυσικός]], [[ἔμφυτος]], ἀρετὰ Πινδ. Ι. 3. 33· κακόν, [[πονηρία]], ἐπιθυμία Πλάτ. Πολ. 609Α, Πολιτ. 272Ε, κτλ.· σ. αἰών, ἡ φυσικὴ ἡμῶν [[ἡλικία]], δηλ. ἡ γεροντικὴ (κατὰ τὸν Σχολ.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 107· (ἀλλ’ ἴδε τοὺς ἑρμηνευτάς)· νεικέων σ. [[τέκτων]], ὁ φυσικὸς [[πρωταίτιος]] τῆς ἔριδος, δηλ. [[αἰτία]] ἔριδος φυσικὴ εἰς τὸ ἀνθρώπινον γένος, [[αὐτόθι]] 152 (καὶ [[ἐνταῦθα]] οἱ ἑρμηνευταὶ διαφωνοῦσιν)· ἐς τὸ σ., κατὰ τὴν φύσιν τινός, Εὐρ. Ἀνδρ. 954· σ. [[ὕδωρ]] ἐν γάλακτι, ἀντίθ. τῷ ἐπακτόν, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 5, 6· τὸ μιμεῖσθαι σ. τοῖς ἀνθρώποις ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 4. 2· ― τὰ σύμφυτα, φυσικαὶ ἰδιότητες ἢ ποιότητες, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 15, Φυσ. 8. 2, 8· πρβλ. π. Πνεύμ. 2. 9, κἑξ. 2) μετὰ δοτ., [[ἔμφυτος]] εἴς τινα, σ. [[δειλία]] τινὶ Λυσί. 118. 31· ἀϋδρίᾳ σ. τόποις τισὶ Πλάτ. Νόμ. 844Α, τὰ ὑγρὰ σ. τοῖς ζῴοις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ὑστερογενῆ ([[οἷον]] τὸ [[γάλα]]), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 2· σ. ἐμποιεῖν τινί τι Πλάτ. Φαίδων 81C. 3) μετὰ γεν., ἡδοναὶ ξ. τῶν φθόγγων ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 51D· [[ἀρετὴ]] λογισμοῦ ξ. ὁ αὐτ. ἐν Ὅροις 413C· πρβλ. [[συγγενής]], [[σύγγονος]]. 4) [[ὅμοιος]] ἐκ φύσεως, [[ἔμφυτος]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 246Α, πρβλ. Φίληβ. 16C. ΙΙ. ὁ [[ὁμοῦ]] ηὐξημένος, [[διάστασις]] τῶν σ. μερῶν Ἀριστ. Τοπ. 6. 6, 20, κἑξ.· σ. τῷ χιτῶνι ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 4. ― Πρβλ. [[συμφυής]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> né avec ; inné, naturel à, gén. <i>ou</i> dat.;<br /><b>2</b> de même nature, de même sorte.<br />'''Étymologie:''' [[συμφύω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater