Anonymous

σύμφυτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> né avec ; inné, naturel à, gén. <i>ou</i> dat.;<br /><b>2</b> de même nature, de même sorte.<br />'''Étymologie:''' [[συμφύω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> né avec ; inné, naturel à, gén. <i>ou</i> dat.;<br /><b>2</b> de même nature, de même sorte.<br />'''Étymologie:''' [[συμφύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σύμφῠτος''': -ον, ([[συμφύω]]) ὁ φυεὶς μετά τινος, [[φυσικός]], [[ἔμφυτος]], ἀρετὰ Πινδ. Ι. 3. 33· κακόν, [[πονηρία]], ἐπιθυμία Πλάτ. Πολ. 609Α, Πολιτ. 272Ε, κτλ.· σ. αἰών, ἡ φυσικὴ ἡμῶν [[ἡλικία]], δηλ. ἡ γεροντικὴ (κατὰ τὸν Σχολ.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 107· (ἀλλ’ ἴδε τοὺς ἑρμηνευτάς)· νεικέων σ. [[τέκτων]], ὁ φυσικὸς [[πρωταίτιος]] τῆς ἔριδος, δηλ. [[αἰτία]] ἔριδος φυσικὴ εἰς τὸ ἀνθρώπινον γένος, [[αὐτόθι]] 152 (καὶ [[ἐνταῦθα]] οἱ ἑρμηνευταὶ διαφωνοῦσιν)· ἐς τὸ σ., κατὰ τὴν φύσιν τινός, Εὐρ. Ἀνδρ. 954· σ. [[ὕδωρ]] ἐν γάλακτι, ἀντίθ. τῷ ἐπακτόν, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 5, 6· τὸ μιμεῖσθαι σ. τοῖς ἀνθρώποις ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 4. 2· ― τὰ σύμφυτα, φυσικαὶ ἰδιότητες ἢ ποιότητες, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 15, Φυσ. 8. 2, 8· πρβλ. π. Πνεύμ. 2. 9, κἑξ. 2) μετὰ δοτ., [[ἔμφυτος]] εἴς τινα, σ. [[δειλία]] τινὶ Λυσί. 118. 31· ἀϋδρίᾳ σ. τόποις τισὶ Πλάτ. Νόμ. 844Α, τὰ ὑγρὰ σ. τοῖς ζῴοις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ὑστερογενῆ ([[οἷον]] τὸ [[γάλα]]), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 2· σ. ἐμποιεῖν τινί τι Πλάτ. Φαίδων 81C. 3) μετὰ γεν., ἡδοναὶ ξ. τῶν φθόγγων ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 51D· [[ἀρετὴ]] λογισμοῦ ξ. ὁ αὐτ. ἐν Ὅροις 413C· πρβλ. [[συγγενής]], [[σύγγονος]]. 4) [[ὅμοιος]] ἐκ φύσεως, [[ἔμφυτος]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 246Α, πρβλ. Φίληβ. 16C. ΙΙ. ὁ [[ὁμοῦ]] ηὐξημένος, [[διάστασις]] τῶν σ. μερῶν Ἀριστ. Τοπ. 6. 6, 20, κἑξ.· σ. τῷ χιτῶνι ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 4. ― Πρβλ. [[συμφυής]].
|elnltext=σύμφυτος -ον, Att. ook ξύμφυτος [συμφύω] aan elkaar gegroeid, verbonden;. σύμφυτος αἰών onze met ons vergroeide leeftijd (tekst en betekenis onzeker) Aeschl. Ag. 107 ( lyr. ). aangeboren, natuurlijk:; σύμφυτον κακόν een aangeboren kwaad Plat. Resp. 609a; ἐς τὸ σύμφυτον in overeenstemming met je natuur Eur. Andr. 954; met dat.. τὸ μιμεῖσθαι σύμφυτον τοῖς ἀνθρώποις nadoen is de mensen van nature ingegeven Aristot. Poët. 1448b5; οὕτω σύμφυτος αὐτοῖς ἡ δειλία zo vast zit lafheid verankerd in hun natuur Lys. 10.28. verwant aan, met dezelfde natuur als, met gen.
}}
{{elru
|elrutext='''σύμφῠτος:'''<br /><b class="num">1)</b> природный, свойственный по природе врожденный, ([[πονηρία]] Plat.; [[δειλία]] Lys.): σ. τινι и τινος Plat. свойственный кому(чему)-л.; [[ἀϋδρία]] τόποις τισί ξ. Plat. присущая некоторым местностям безводность;<br /><b class="num">2)</b> [[сросшийся]] (τὰ μέρη Arst.): σ. τινι Arst. сросшийся с чем-л.; [[πέρας]] καὶ ἀπειρίαν ἐν [[αὑτῷ]] ξύμφυτον ἔχειν Plat. соединять в себе конечное с бесконечным;<br /><b class="num">3)</b> [[однородный]] ([[δύναμις]] Plat.): σύμφυτοι τῷ ὁμοιώματί τινος NT сходные по природе в чем-л.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''σύμφῠτος:''' -ον (συμφύομαι)·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει γεννηθεί μαζί με κάποιον, εκ γενετής, [[σύμφυτος]], [[εγγενής]], [[έμφυτος]], [[φυσικός]], [[συμφυής]], αυτός που ενυπάρχει, σε Πίνδ., Πλάτ.· [[σύμφυτος]] [[αἰών]], η βιολογική μας [[ηλικία]], δηλ. η γεροντική, σε Αισχύλ.· νεικέων [[σύμφυτος]] [[τέκτων]], [[φυσικός]] [[πρωταίτιος]] της έριδας, δηλ. η [[αιτία]] για [[φιλονεικία]] που ενυπάρχει στο ανθρώπινο [[γένος]], στο ίδ.· ἐς τὸ [[σύμφυτον]], σύμφωνα με τη [[φύση]] κάποιου, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., [[έμφυτος]], σε κάποιον, σε Λυσ.
|lsmtext='''σύμφῠτος:''' -ον (συμφύομαι)·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει γεννηθεί μαζί με κάποιον, εκ γενετής, [[σύμφυτος]], [[εγγενής]], [[έμφυτος]], [[φυσικός]], [[συμφυής]], αυτός που ενυπάρχει, σε Πίνδ., Πλάτ.· [[σύμφυτος]] [[αἰών]], η βιολογική μας [[ηλικία]], δηλ. η γεροντική, σε Αισχύλ.· νεικέων [[σύμφυτος]] [[τέκτων]], [[φυσικός]] [[πρωταίτιος]] της έριδας, δηλ. η [[αιτία]] για [[φιλονεικία]] που ενυπάρχει στο ανθρώπινο [[γένος]], στο ίδ.· ἐς τὸ [[σύμφυτον]], σύμφωνα με τη [[φύση]] κάποιου, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., [[έμφυτος]], σε κάποιον, σε Λυσ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σύμφῠτος:'''<br /><b class="num">1)</b> природный, свойственный по природе врожденный, ([[πονηρία]] Plat.; [[δειλία]] Lys.): σ. τινι и τινος Plat. свойственный кому(чему).; [[ἀϋδρία]] τόποις τισί ξ. Plat. присущая некоторым местностям безводность;<br /><b class="num">2)</b> [[сросшийся]] (τὰ μέρη Arst.): σ. τινι Arst. сросшийся с чем-л.; [[πέρας]] καὶ ἀπειρίαν ἐν [[αὑτῷ]] ξύμφυτον ἔχειν Plat. соединять в себе конечное с бесконечным;<br /><b class="num">3)</b> [[однородный]] ([[δύναμις]] Plat.): σύμφυτοι τῷ ὁμοιώματί τινος NT сходные по природе в чем-л.
|lstext='''σύμφῠτος''': -ον, ([[συμφύω]]) ὁ φυεὶς μετά τινος, [[φυσικός]], [[ἔμφυτος]], ἀρετὰ Πινδ. Ι. 3. 33· κακόν, [[πονηρία]], ἐπιθυμία Πλάτ. Πολ. 609Α, Πολιτ. 272Ε, κτλ.· σ. αἰών, ἡ φυσικὴ ἡμῶν [[ἡλικία]], δηλ. ἡ γεροντικὴ (κατὰ τὸν Σχολ.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 107· (ἀλλ’ ἴδε τοὺς ἑρμηνευτάς)· νεικέων σ. [[τέκτων]], ὁ φυσικὸς [[πρωταίτιος]] τῆς ἔριδος, δηλ. [[αἰτία]] ἔριδος φυσικὴ εἰς τὸ ἀνθρώπινον γένος, [[αὐτόθι]] 152 (καὶ [[ἐνταῦθα]] οἱ ἑρμηνευταὶ διαφωνοῦσιν)· ἐς τὸ σ., κατὰ τὴν φύσιν τινός, Εὐρ. Ἀνδρ. 954· σ. [[ὕδωρ]] ἐν γάλακτι, ἀντίθ. τῷ ἐπακτόν, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 5, 6· τὸ μιμεῖσθαι σ. τοῖς ἀνθρώποις ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 4. 2· ― τὰ σύμφυτα, φυσικαὶ ἰδιότητες ἢ ποιότητες, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 15, Φυσ. 8. 2, 8· πρβλ. π. Πνεύμ. 2. 9, κἑξ. 2) μετὰ δοτ., [[ἔμφυτος]] εἴς τινα, σ. [[δειλία]] τινὶ Λυσί. 118. 31· ἀϋδρίᾳ σ. τόποις τισὶ Πλάτ. Νόμ. 844Α, τὰ ὑγρὰ σ. τοῖς ζῴοις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ὑστερογενῆ ([[οἷον]] τὸ [[γάλα]]), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 2· σ. ἐμποιεῖν τινί τι Πλάτ. Φαίδων 81C. 3) μετὰ γεν., ἡδοναὶ ξ. τῶν φθόγγων ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 51D· [[ἀρετὴ]] λογισμοῦ ξ. ὁ αὐτ. ἐν Ὅροις 413C· πρβλ. [[συγγενής]], [[σύγγονος]]. 4) [[ὅμοιος]] ἐκ φύσεως, [[ἔμφυτος]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 246Α, πρβλ. Φίληβ. 16C. ΙΙ. ὁ [[ὁμοῦ]] ηὐξημένος, [[διάστασις]] τῶν σ. μερῶν Ἀριστ. Τοπ. 6. 6, 20, κἑξ.· σ. τῷ χιτῶνι ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 4. ― Πρβλ. [[συμφυής]].
}}
{{elnl
|elnltext=σύμφυτος -ον, Att. ook ξύμφυτος [συμφύω] aan elkaar gegroeid, verbonden;. σύμφυτος αἰών onze met ons vergroeide leeftijd (tekst en betekenis onzeker) Aeschl. Ag. 107 ( lyr. ). aangeboren, natuurlijk:; σύμφυτον κακόν een aangeboren kwaad Plat. Resp. 609a; ἐς τὸ σύμφυτον in overeenstemming met je natuur Eur. Andr. 954; met dat.. τὸ μιμεῖσθαι σύμφυτον τοῖς ἀνθρώποις nadoen is de mensen van nature ingegeven Aristot. Poët. 1448b5; οὕτω σύμφυτος αὐτοῖς ἡ δειλία zo vast zit lafheid verankerd in hun natuur Lys. 10.28. verwant aan, met dezelfde natuur als, met gen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj