Anonymous

ταμιεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1066.png Seite 1066]] u. als dep. med. ταμιεύομαι, ich bin ein [[ταμίας]], eine [[ταμία]], Haushalter, Wirthschafter, Verwalter; Ar. Equ. 943, dem folgenden ἐπιτροπεύειν entsprechend; oft auch med., Th. 419 Eccl. 609; Plat. Rep. V, 405 c; ταμιεύσας τῆς παράλου, Dem. 2 l, 173; übh. verwalten, Δωριεῖ χώραν λαῷ ταμιευομέναν ἐξ Αἰακοῦ, Pind. Ol. 8, 30; ταμιεύσας ἐν ἀκροπόλει τὰ [[ἀριστεῖα]] τῆς πόλεως, Dem. 24, 129; übertr. sagt Soph. Ant. 940 von der Danae καὶ Ζηνὸς ταμιεύεσκε γονὰς χρυσορύτους, in sich aufnehmen, verwahren; haushälterisch, sparsam sein, ἐφ' ὧν ποταμῶν ἔξεστιν ἡμῖν ταμιεύεσθαι ὁπόσοις ἂν ὑμῶν βουλώμεθα μάχεσθαι, Xen. An. 2, 5, 18; vgl. Thuc. 6, 18, οὐκ ἐστιν ἡμῖν ταμιεύεσθαι ἐς ὅσον βουλόμεθα ἄρχειν, gleichsam haushälterisch bestimmen, nach eignem Gutdünken; vgl. Xen. Cyr. 3, 3, 47. 4, 1, 18; ταμιεύου [[τἀργύριον]] καὶ φύλαττε, Luc. adv. ind. 25. – Übertr., mäßigen, mit Mäßigung behandeln, genießen. – Von der Zeit, nur im med., ἐς τὸ αὐριον ταμιεύεσθαι τὸ [[μῖσος]], verschieben, aufsparen, Luc. Prom. 8; Plut.; dah. ταμιεύεσθαι τὴν τύχην, τὸν καιρόν, das Glück, die günstige Zeit benutzen, D. Hal. – Bei den Römern = quaestor sein, Plut. Num. 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1066.png Seite 1066]] u. als dep. med. ταμιεύομαι, ich bin ein [[ταμίας]], eine [[ταμία]], Haushalter, Wirthschafter, Verwalter; Ar. Equ. 943, dem folgenden ἐπιτροπεύειν entsprechend; oft auch med., Th. 419 Eccl. 609; Plat. Rep. V, 405 c; ταμιεύσας τῆς παράλου, Dem. 2 l, 173; übh. verwalten, Δωριεῖ χώραν λαῷ ταμιευομέναν ἐξ Αἰακοῦ, Pind. Ol. 8, 30; ταμιεύσας ἐν ἀκροπόλει τὰ [[ἀριστεῖα]] τῆς πόλεως, Dem. 24, 129; übertr. sagt Soph. Ant. 940 von der Danae καὶ Ζηνὸς ταμιεύεσκε γονὰς χρυσορύτους, in sich aufnehmen, verwahren; haushälterisch, sparsam sein, ἐφ' ὧν ποταμῶν ἔξεστιν ἡμῖν ταμιεύεσθαι ὁπόσοις ἂν ὑμῶν βουλώμεθα μάχεσθαι, Xen. An. 2, 5, 18; vgl. Thuc. 6, 18, οὐκ ἐστιν ἡμῖν ταμιεύεσθαι ἐς ὅσον βουλόμεθα ἄρχειν, gleichsam haushälterisch bestimmen, nach eignem Gutdünken; vgl. Xen. Cyr. 3, 3, 47. 4, 1, 18; ταμιεύου [[τἀργύριον]] καὶ φύλαττε, Luc. adv. ind. 25. – Übertr., mäßigen, mit Mäßigung behandeln, genießen. – Von der Zeit, nur im med., ἐς τὸ αὐριον ταμιεύεσθαι τὸ [[μῖσος]], verschieben, aufsparen, Luc. Prom. 8; Plut.; dah. ταμιεύεσθαι τὴν τύχην, τὸν καιρόν, das Glück, die günstige Zeit benutzen, D. Hal. – Bei den Römern = quaestor sein, Plut. Num. 9.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐταμίευσα, <i>pf.</i> τεταμίευκα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐταμιεύθην, <i>pf.</i> τεταμίευμαι;<br /><b>1</b> être intendant, économe, trésorier;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> être questeur;<br /><b>3</b> administrer comme un intendant, <i>càd</i> faire la part, déposer, mettre en réserve, acc.;<br /><b>4</b> être ménager, économe ; administrer avec économie, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ταμιεύομαι (<i>ao.</i> ἐταμιευσάμην);<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> être intendant;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> mettre en réserve, déposer : <i>fig.</i> [[ἐς]] τὸ [[αὔριον]] τὸ [[μῖσος]] LUC réserver sa haine pour le lendemain, la concentrer jusqu’au lendemain;<br /><b>2</b> faire la part, limiter : [[ὅσον]] βουλόμεθα ἄρχειν THC jusqu’où nous voulons étendre notre empire.<br />'''Étymologie:''' [[ταμιεύς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰμιεύω''': μέλλ. -εύσω Ἀριστοφ. Ἱππ. 948, Ἰσαῖ. κλπ. - Μέσ., μέλλ. -εύσομαι Διον. Ἁλ. 1. 82· ἀόρ. ἐταμιευσάμην Διόδ. 4. 12, Λουκ. - Παθ., ἀόρ. ἐταμιεύθην Γρηγ. Ναζ.· πρκμ. τεταμίευμαι Λυσί. 182. 17, Πλούτ. 2. 157Α· ([[ταμίας]]). Εἶμαι [[ταμίας]], εἶμαι [[θησαυροφύλαξ]], ἔχω τὴν ἐπιστασίαν τοῦ ταμείου, [[οὐκέτι]] ἐμοὶ ταμιεύσεις Ἀριστοφ. Ἱππ. 948, Δημ. 1189. 2· σὺ γὰρ ταμιεύουσ’ ἔτυχες Ἀριστοφ. Σφ. 964· τ. καὶ τὰς μεγίστας ἀρχὰς ἄρχειν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 16· - μετὰ γεν. τῆς Παράλου ταμιεύσας Δημ. 570. 15· τ. τῶν στρατιωτικῶν Πλούτ. 2. 842F· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, αὐταῖς ταμιεύσθαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 419, πρβλ. Ἐκκλ. 600. 2) ἐν Ρώμῃ, εἶμαι [[ταμίας]], quaestor, Πλουτ. Νουμ. 9, κ. ἀλλ. ΙΙ. μεταβ., διαχειρίζομαι, [[διευθύνω]], διοικῶ, Πλάτ. Πολ. 465C· τὰ τῆς πόλεως Λυσί. 162. 43, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 15. - Μέσ., τὰ τίμια ταμιεύεσθαι ἐκ τῆς ψυχῆς Ξεν. Συμπ. 4. 41· ταμιεύεται μικρὰς τὰς ψωμίδας, περὶ τῆς τροφῆς τοῦ πτηνοῦ πορφυρίωνος, Ἀθήν. 388D. - Παθ., τὴν δύναμιν ἐκ τούτου ταμιευομένην Πλάτ. Πολ. 508Β· τοὺς νόμους τεταμιεύμεθα, ἔχομεν παραλάβει τοὺς νόμους, Λυσίας 183. 17· ([[ὕδωρ]]) ἐξ ἀγγείου ταμιευόμενον Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 5, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4. 4, 5. 2) ἐπὶ διευθύνσεως οἴκου, [[διευθύνω]], [[κανονίζω]], κυβερνῶ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1542, Λυσ. 493 κἑξ., Ξεν.· ― καὶ ἐν τῷ παθ., [[χώρα]] ταμιευομένα τινί, κυβερνωμένη ἢ κατεχομένη ὑπό τινος, Πινδ. Ο. 8. 40. 3) [[ἀποταμιεύω]], [[ἐναποτίθημι]], ταμιεύσας ἐν Ἀκροπόλει τἀριστεῖα τῆς πόλεως Δημ. 741. 4· Ζηνὸς ταμιεύεσκε γονὰς χρυσορύτους, περὶ τῆς Δανάης, Σοφ. Ἀντ. 950 ― Μέσ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 1. 4) μεταφ., κυβερνῶ, [[καλῶς]] [[διευθύνω]], διαχειρίζομαι, ἰσχὺν Ἱππ π. Ἄρθρ. 844 ― Μέσ., οὐκ ἔστιν ἡμῖν ταμιεύεσθαι εἰς ὅσον βουλόμεθα ἄρχειν, δὲν δυνάμεθα νὰ ὁρίσωμεν κατὰ τὸ δοκοῦν τὰ ὅρια [[μέχρι]] τῶν ὁποίων θέλομεν νὰ ἐπεκτείνωμεν τὴν ἐπιχείρησιν ἡμῶν, Θουκ. 6. 18· [[οὕτως]], ἔξεστιν ἡμῖν ταμιεύεσθαι ὁπόσοις ἂν βουλοίμεθα μάχεσθαι Ξεν. Ἀν. 2. 5, 18, πρβλ. Κύρ. 3. 3, 47., 4. 1, 18 ταμιεύομαι τὴν τύχην, τὸν καιρόν, [[κάμνω]] ἀρίστην χρῆσιν τῆς τύχης, τῆς εὐκαιρίας, Διον Ἁλ. 1. 65, κτλ.· ἐς τὸ [[αὔριον]] ταμιεύεσθαι τὸ [[μῖσος]], φυλάττειν..., Λουκ. Προμ. 8· πρβλ. Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 131D. β) μετὰ γεν., ἐξασκῶ κυριαρχίαν ἐπί..., τοῦ πνεύματος Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 27. γ) ἀπολ., [[αὐτόθι]], πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 21.
|lstext='''τᾰμιεύω''': μέλλ. -εύσω Ἀριστοφ. Ἱππ. 948, Ἰσαῖ. κλπ. - Μέσ., μέλλ. -εύσομαι Διον. Ἁλ. 1. 82· ἀόρ. ἐταμιευσάμην Διόδ. 4. 12, Λουκ. - Παθ., ἀόρ. ἐταμιεύθην Γρηγ. Ναζ.· πρκμ. τεταμίευμαι Λυσί. 182. 17, Πλούτ. 2. 157Α· ([[ταμίας]]). Εἶμαι [[ταμίας]], εἶμαι [[θησαυροφύλαξ]], ἔχω τὴν ἐπιστασίαν τοῦ ταμείου, [[οὐκέτι]] ἐμοὶ ταμιεύσεις Ἀριστοφ. Ἱππ. 948, Δημ. 1189. 2· σὺ γὰρ ταμιεύουσ’ ἔτυχες Ἀριστοφ. Σφ. 964· τ. καὶ τὰς μεγίστας ἀρχὰς ἄρχειν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 16· - μετὰ γεν. τῆς Παράλου ταμιεύσας Δημ. 570. 15· τ. τῶν στρατιωτικῶν Πλούτ. 2. 842F· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, αὐταῖς ταμιεύσθαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 419, πρβλ. Ἐκκλ. 600. 2) ἐν Ρώμῃ, εἶμαι [[ταμίας]], quaestor, Πλουτ. Νουμ. 9, κ. ἀλλ. ΙΙ. μεταβ., διαχειρίζομαι, [[διευθύνω]], διοικῶ, Πλάτ. Πολ. 465C· τὰ τῆς πόλεως Λυσί. 162. 43, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 15. - Μέσ., τὰ τίμια ταμιεύεσθαι ἐκ τῆς ψυχῆς Ξεν. Συμπ. 4. 41· ταμιεύεται μικρὰς τὰς ψωμίδας, περὶ τῆς τροφῆς τοῦ πτηνοῦ πορφυρίωνος, Ἀθήν. 388D. - Παθ., τὴν δύναμιν ἐκ τούτου ταμιευομένην Πλάτ. Πολ. 508Β· τοὺς νόμους τεταμιεύμεθα, ἔχομεν παραλάβει τοὺς νόμους, Λυσίας 183. 17· ([[ὕδωρ]]) ἐξ ἀγγείου ταμιευόμενον Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 5, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4. 4, 5. 2) ἐπὶ διευθύνσεως οἴκου, [[διευθύνω]], [[κανονίζω]], κυβερνῶ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1542, Λυσ. 493 κἑξ., Ξεν.· ― καὶ ἐν τῷ παθ., [[χώρα]] ταμιευομένα τινί, κυβερνωμένη ἢ κατεχομένη ὑπό τινος, Πινδ. Ο. 8. 40. 3) [[ἀποταμιεύω]], [[ἐναποτίθημι]], ταμιεύσας ἐν Ἀκροπόλει τἀριστεῖα τῆς πόλεως Δημ. 741. 4· Ζηνὸς ταμιεύεσκε γονὰς χρυσορύτους, περὶ τῆς Δανάης, Σοφ. Ἀντ. 950 ― Μέσ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 1. 4) μεταφ., κυβερνῶ, [[καλῶς]] [[διευθύνω]], διαχειρίζομαι, ἰσχὺν Ἱππ π. Ἄρθρ. 844 ― Μέσ., οὐκ ἔστιν ἡμῖν ταμιεύεσθαι εἰς ὅσον βουλόμεθα ἄρχειν, δὲν δυνάμεθα νὰ ὁρίσωμεν κατὰ τὸ δοκοῦν τὰ ὅρια [[μέχρι]] τῶν ὁποίων θέλομεν νὰ ἐπεκτείνωμεν τὴν ἐπιχείρησιν ἡμῶν, Θουκ. 6. 18· [[οὕτως]], ἔξεστιν ἡμῖν ταμιεύεσθαι ὁπόσοις ἂν βουλοίμεθα μάχεσθαι Ξεν. Ἀν. 2. 5, 18, πρβλ. Κύρ. 3. 3, 47., 4. 1, 18 ταμιεύομαι τὴν τύχην, τὸν καιρόν, [[κάμνω]] ἀρίστην χρῆσιν τῆς τύχης, τῆς εὐκαιρίας, Διον Ἁλ. 1. 65, κτλ.· ἐς τὸ [[αὔριον]] ταμιεύεσθαι τὸ [[μῖσος]], φυλάττειν..., Λουκ. Προμ. 8· πρβλ. Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 131D. β) μετὰ γεν., ἐξασκῶ κυριαρχίαν ἐπί..., τοῦ πνεύματος Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 27. γ) ἀπολ., [[αὐτόθι]], πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 21.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐταμίευσα, <i>pf.</i> τεταμίευκα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐταμιεύθην, <i>pf.</i> τεταμίευμαι;<br /><b>1</b> être intendant, économe, trésorier;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> être questeur;<br /><b>3</b> administrer comme un intendant, <i>càd</i> faire la part, déposer, mettre en réserve, acc.;<br /><b>4</b> être ménager, économe ; administrer avec économie, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ταμιεύομαι (<i>ao.</i> ἐταμιευσάμην);<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> être intendant;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> mettre en réserve, déposer : <i>fig.</i> [[ἐς]] τὸ [[αὔριον]] τὸ [[μῖσος]] LUC réserver sa haine pour le lendemain, la concentrer jusqu’au lendemain;<br /><b>2</b> faire la part, limiter : [[ὅσον]] βουλόμεθα ἄρχειν THC jusqu’où nous voulons étendre notre empire.<br />'''Étymologie:''' [[ταμιεύς]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater