Anonymous

ταρακτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1069.png Seite 1069]] beunruhigend, verwirrend; τῆς ψυχῆς, Plut. Crass. 23; [[μέλος]] τ. ἵππων, S. Emp. adv. mus. 20; τῆς γαστρός, den Durchfall bewirkend, Medic.; καὶ ὑπακτικὸς κοιλίας, Ath. III, 92 c; vgl. Plut. Symp. 3, 2, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1069.png Seite 1069]] beunruhigend, verwirrend; τῆς ψυχῆς, Plut. Crass. 23; [[μέλος]] τ. ἵππων, S. Emp. adv. mus. 20; τῆς γαστρός, den Durchfall bewirkend, Medic.; καὶ ὑπακτικὸς κοιλίας, Ath. III, 92 c; vgl. Plut. Symp. 3, 2, 1.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à troubler, à agiter, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ταράσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ταρακτικός''': -ή, -όν, ὁ, διαταράσσων, τῆς ψυχῆς Πλουτ. Κράσσ. 23, τῆς ἡγεμονίας οἱ τ., ἐπὶ πολιτικῶν στασιαστῶν, Διον. Ἁλ. 5. 75· ― ἐπὶ τροφῆς προξενούσης διατάραξιν τοῦ στομάχου, Πλούτ. 2. 734Ε· τ. [[οἶνος]] [[αὐτόθι]] 648Β, κλπ.· τ. τῆς κοιλίας Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 92Β, Διον. Ἁλ. 5. 75.
|lstext='''ταρακτικός''': -ή, -όν, ὁ, διαταράσσων, τῆς ψυχῆς Πλουτ. Κράσσ. 23, τῆς ἡγεμονίας οἱ τ., ἐπὶ πολιτικῶν στασιαστῶν, Διον. Ἁλ. 5. 75· ― ἐπὶ τροφῆς προξενούσης διατάραξιν τοῦ στομάχου, Πλούτ. 2. 734Ε· τ. [[οἶνος]] [[αὐτόθι]] 648Β, κλπ.· τ. τῆς κοιλίας Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 92Β, Διον. Ἁλ. 5. 75.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à troubler, à agiter, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ταράσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml