ταρακτικός
English (LSJ)
ταρακτική, ταρακτικόν, disturbing, τῆς ψυχῆς Plu.Crass.23 (Sup.); ταρακτικοὶ καὶ νεωτερισταί, of political agitators, D.H. 5.75; of food that does not agree with the stomach, τ. τῶν καθ' ὕπνον ὄψεων Plu.2.734f; οἶνος ταρακτικός ib.648b, cf. Sor.1.86 (prob.), Mnesith. ap.Gal.6.645; ταρακτικός τῆς κοιλίας Id. ap. Ath.3.92b.
German (Pape)
[Seite 1069] beunruhigend, verwirrend; τῆς ψυχῆς, Plut. Crass. 23; μέλος τ. ἵππων, S. Emp. adv. mus. 20; τῆς γαστρός, den Durchfall bewirkend, Medic.; καὶ ὑπακτικὸς κοιλίας, Ath. III, 92 c; vgl. Plut. Symp. 3, 2, 1.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à troubler, propre à agiter, gén..
Étymologie: ταράσσω.
Russian (Dvoretsky)
τᾰρακτικός:
1 приводящий в замешательство, вызывающий смятение (τῆς ψυχῆς Plut.);
2 вносящий расстройство, сильно возбуждающий (ἡδοναί Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ταρακτικός: -ή, -όν, ὁ, διαταράσσων, τῆς ψυχῆς Πλουτ. Κράσσ. 23, τῆς ἡγεμονίας οἱ τ., ἐπὶ πολιτικῶν στασιαστῶν, Διον. Ἁλ. 5. 75· ― ἐπὶ τροφῆς προξενούσης διατάραξιν τοῦ στομάχου, Πλούτ. 2. 734Ε· τ. οἶνος αὐτόθι 648Β, κλπ.· τ. τῆς κοιλίας Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 92Β, Διον. Ἁλ. 5. 75.
Greek Monolingual
ή, -ό / ταρακτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ταραχτικός, -ή, -ό, Ν ταράκτης
αυτός που προκαλεί ταραχή, ψυχική αναστάτωση, συνταρακτικός (α. «ταρακτικές ειδήσεις» β. «τῶν αἰσθητηρίων ἀκοὴ ταρακτικώτατόν ἐστι τῆς ψυχῆς», Πλούτ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ ταρακτικός
(για πρόσ.) στασιαστής («τοὺς ταρακτικοὺς καὶ νεωτεριστάς», Διον. Αλ.)
2. (για τροφές) αυτός που προκαλεί στομαχικές διαταραχές.
Greek Monotonic
τᾰρακτικός: -ή, -όν (ταράσσω), αυτός που διαταράζει, προκαλεί αναταραχή, αναστάτωση, με γεν., τῆς ψυχῆς, σε Πλούτ.
Middle Liddell
τᾰρακτικός, ή, όν ταράσσω
disturbing, c. gen., τῆς ψυχῆς Plut.