Anonymous

ταρχύω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1072.png Seite 1072]] (kürzere Form für [[ταριχεύω]]), feierlich bestatten, begraben; νέκυν, Il. 7, 85; ἓ ταρχύσουσι τύμβῳ τε στήλῃ τε, 16, 456. 674; sp. D., wie Antiphil. (VII, 176), Ap. Rh. 2, 838, χθονὶ θηλυτέρας 3, 208, auch med., 4, 1500.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1072.png Seite 1072]] (kürzere Form für [[ταριχεύω]]), feierlich bestatten, begraben; νέκυν, Il. 7, 85; ἓ ταρχύσουσι τύμβῳ τε στήλῃ τε, 16, 456. 674; sp. D., wie Antiphil. (VII, 176), Ap. Rh. 2, 838, χθονὶ θηλυτέρας 3, 208, auch med., 4, 1500.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ταρχύσω, <i>ao.</i> ἐτάρχυσα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐταρχύθην, <i>pf.</i> τετάρχυμαι;<br />rendre les derniers devoirs : τινα à qqn ; τύμβῳ IL en lui élevant un tombeau.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt au lycien.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ταρχύω''': μέλλ. -ύσω Ἰλ.: Ἐπικ. ἀόρ. τάρχῡσα Κόϊντ. Σμ. 1. 801, κλπ. - Μέσ., ἀόρ. ἐταρχῡσάμην Νόνν. Δ. 37. 96, Ἐπικ. ταρχ· Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 83. - Παθητ., Ἐπικ. ἀόρ. ταρχύθην [ῡ] Ἀνθ. Π. 7. 176, Λυκόφρ.· πρκμ. τετάρχῡμαι Welcker Syll. σ. 69. Θάπτω ἢ [[κηδεύω]] σεμνοπρεπῶς, [[ὄφρα]] ἓ ταρχύσωσι Ἰλ. Η. 85· ἓ ταρχύσουσι τύμβῳ τε στήλῃ τε Π. 456, 674· - μεταφορ., τ. [[οὔνομα]] Ἀνθ. Π. 7. 537. (Ἐντεῦθεν [[ἀτάρχυτος]] ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ τάρχη = [[τάραξις]]· ταρχάνιον = ἐντάφιον· τάρχανον = [[πένθος]], [[κῆδος]]· ἀλλὰ τὸ [[ταρχύω]] φαίνεται [[τύπος]] συντομώτερος τοῦ [[ταριχεύω]], ὡς ταρχηρὸς ἀντὶ [[ταριχηρός]]). [ῡ ἐν ἅπασι τοῖς χρόνοις, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 838, Γ. 208].
|lstext='''ταρχύω''': μέλλ. -ύσω Ἰλ.: Ἐπικ. ἀόρ. τάρχῡσα Κόϊντ. Σμ. 1. 801, κλπ. - Μέσ., ἀόρ. ἐταρχῡσάμην Νόνν. Δ. 37. 96, Ἐπικ. ταρχ· Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 83. - Παθητ., Ἐπικ. ἀόρ. ταρχύθην [ῡ] Ἀνθ. Π. 7. 176, Λυκόφρ.· πρκμ. τετάρχῡμαι Welcker Syll. σ. 69. Θάπτω ἢ [[κηδεύω]] σεμνοπρεπῶς, [[ὄφρα]] ἓ ταρχύσωσι Ἰλ. Η. 85· ἓ ταρχύσουσι τύμβῳ τε στήλῃ τε Π. 456, 674· - μεταφορ., τ. [[οὔνομα]] Ἀνθ. Π. 7. 537. (Ἐντεῦθεν [[ἀτάρχυτος]] ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ τάρχη = [[τάραξις]]· ταρχάνιον = ἐντάφιον· τάρχανον = [[πένθος]], [[κῆδος]]· ἀλλὰ τὸ [[ταρχύω]] φαίνεται [[τύπος]] συντομώτερος τοῦ [[ταριχεύω]], ὡς ταρχηρὸς ἀντὶ [[ταριχηρός]]). [ῡ ἐν ἅπασι τοῖς χρόνοις, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 838, Γ. 208].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ταρχύσω, <i>ao.</i> ἐτάρχυσα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐταρχύθην, <i>pf.</i> τετάρχυμαι;<br />rendre les derniers devoirs : τινα à qqn ; τύμβῳ IL en lui élevant un tombeau.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt au lycien.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth