Anonymous

τελείωσις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1085.png Seite 1085]] ἡ, das Vollenden; Arist. an. pr. 1, 6; das Vollbringen, auch das Reisen, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1085.png Seite 1085]] ἡ, das Vollenden; Arist. an. pr. 1, 6; das Vollbringen, auch das Reisen, Sp.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />accomplissement, achèvement.<br />'''Étymologie:''' [[τελειόω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τελείωσις''': ἢ τελέωσις, εως, ἡ, τελειοποίησις, [[συμπλήρωσις]], ἐπὶ φυσικῆς ἀναπτύξεως, τελείωσιν λαμβάνει τὰ ᾠὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10, 1, πρβλ. 6. 3, 1· τὴν τ. τῶν μορίων ἀπολαμβάνειν [[αὐτόθι]] 7. 3, 10, κλπ.· ἡ τῶν καρπῶν τ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 4, 3· - ἐπὶ τῶν ἔργων ἀνθρώπου, Ἀριστ. Φυσ. 7. 3, 6· - ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ἡ [[ἀρετὴ]] τ. τις [[αὐτόθι]] 5, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 16, 3· εἰς τ. ἄγεσθαι τῆς φύσεως ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 7. 12, 3. 2) ἐν τῇ Λογικῇ, ἡ τ. τῶν συλλογισμῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 25, 8, πρβλ. [[τελειόω]] Ι. 2. ΙΙ. τελειοποίησις τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, δηλ. ὁ [[γάμος]], Ἑβδ (Ἱερεμ. Β΄, 2), πρβλ. [[τέλειος]] ΙΙ. 1. 2) τὸ [[βάπτισμα]], Ἐκκλ. 3) τὸ [[μαρτύριον]], καὶ [[καθόλου]] [[θάνατος]], [[αὐτόθι]]. ΙΙΙ. ἐπὶ γεγονότων, ἐκτέλεσις, [[ἐκπλήρωσις]], Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 45, ι΄, 9.
|lstext='''τελείωσις''': ἢ τελέωσις, εως, ἡ, τελειοποίησις, [[συμπλήρωσις]], ἐπὶ φυσικῆς ἀναπτύξεως, τελείωσιν λαμβάνει τὰ ᾠὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10, 1, πρβλ. 6. 3, 1· τὴν τ. τῶν μορίων ἀπολαμβάνειν [[αὐτόθι]] 7. 3, 10, κλπ.· ἡ τῶν καρπῶν τ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 4, 3· - ἐπὶ τῶν ἔργων ἀνθρώπου, Ἀριστ. Φυσ. 7. 3, 6· - ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ἡ [[ἀρετὴ]] τ. τις [[αὐτόθι]] 5, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 16, 3· εἰς τ. ἄγεσθαι τῆς φύσεως ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 7. 12, 3. 2) ἐν τῇ Λογικῇ, ἡ τ. τῶν συλλογισμῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 25, 8, πρβλ. [[τελειόω]] Ι. 2. ΙΙ. τελειοποίησις τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, δηλ. ὁ [[γάμος]], Ἑβδ (Ἱερεμ. Β΄, 2), πρβλ. [[τέλειος]] ΙΙ. 1. 2) τὸ [[βάπτισμα]], Ἐκκλ. 3) τὸ [[μαρτύριον]], καὶ [[καθόλου]] [[θάνατος]], [[αὐτόθι]]. ΙΙΙ. ἐπὶ γεγονότων, ἐκτέλεσις, [[ἐκπλήρωσις]], Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 45, ι΄, 9.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />accomplissement, achèvement.<br />'''Étymologie:''' [[τελειόω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR