Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τλήμων: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1123.png Seite 1123]] ονος, duldend, a) duldsam, geduldig, [[standhaft]], zum Aushalten von Mühsalen geeignet, Beiwort des Odysseus, Il. 10, 231. 498; ihm wird [[τλήμων]] [[θυμός]] beigelegt, 5, 670, Scholl. [[ὑπομενητικός]]; Il. 21, 430 ist vrbdn θαρσαλέοι καὶ τλήμονες, kühn. verwegen; τλάμονι ψυχᾷ, Pind. P. 1, 48; Aesch. βροτῶν τλήμονι καὶ πανούργῳ χειρί, Ch. 378. 588. 921; auch im tadelnden Sinne, verwegen, frech, Soph. El. 267; εἰ μὴ τλημονεστάτη γυνὴ πασῶν ἔβλαστε 431. – b) duldend, δμωΐδες τλήμονες εὐνὰν αἰχμάλωτον, Aesch. Spt. 346. – c) unglücklich, der viel auszustehen hat; Aesch. Prom. 617 Ag. 1294 u. sonst; τλήμονες φυγαί, Eur. Hipp. 1177, u. öfter; τλήμονες παίδων τύχαι, Herc. fur. 921; τλημονέστατον λόγον, Hec. 562; Soph. Phil. 161 u. öfter; θανάτου [[τλήμων]] vrbdt Ar. Th. 1072; sp. D.; selten in Prosa, Xen. An. 3, 1, 29 Mem. 1, 3, 11. 4, 2, 1 u. Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1123.png Seite 1123]] ονος, duldend, a) duldsam, geduldig, [[standhaft]], zum Aushalten von Mühsalen geeignet, Beiwort des Odysseus, Il. 10, 231. 498; ihm wird [[τλήμων]] [[θυμός]] beigelegt, 5, 670, Scholl. [[ὑπομενητικός]]; Il. 21, 430 ist vrbdn θαρσαλέοι καὶ τλήμονες, kühn. verwegen; τλάμονι ψυχᾷ, Pind. P. 1, 48; Aesch. βροτῶν τλήμονι καὶ πανούργῳ χειρί, Ch. 378. 588. 921; auch im tadelnden Sinne, verwegen, frech, Soph. El. 267; εἰ μὴ τλημονεστάτη γυνὴ πασῶν ἔβλαστε 431. – b) duldend, δμωΐδες τλήμονες εὐνὰν αἰχμάλωτον, Aesch. Spt. 346. – c) unglücklich, der viel auszustehen hat; Aesch. Prom. 617 Ag. 1294 u. sonst; τλήμονες φυγαί, Eur. Hipp. 1177, u. öfter; τλήμονες παίδων τύχαι, Herc. fur. 921; τλημονέστατον λόγον, Hec. 562; Soph. Phil. 161 u. öfter; θανάτου [[τλήμων]] vrbdt Ar. Th. 1072; sp. D.; selten in Prosa, Xen. An. 3, 1, 29 Mem. 1, 3, 11. 4, 2, 1 u. Plut.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>I.</b> qui supporte patiemment <i>ou</i> avec courage, endurci : [[τι]], τινος qch ; <i>abs.</i> :<br /><b>1</b> patient, courageux;<br /><b>2</b> infortuné, malheureux, misérable;<br /><b>II.</b> qui prend sur soi, qui se charge de ; entreprenant, hardi, courageux ; <i>en mauv. part</i> insolent, arrogant, impudent;<br /><i>Cp.</i> τλημονέστερος, <i>Sp.</i> τλημονέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[τλάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τλήμων''': Δωρικ. [[τλάμων]], ονος, ὁ, ἡ· κλητ. τλῆμον, ἀλλὰ ἰὼ [[τλήμων]] Σοφοκλ. Αἴ. 893· [[τλήμων]] ἄνερ Εὐρ. Ἀνδρ. 348· (*[[τλάω]]). Ποιητ. ἐπίθ., ἐν χρήσει παρὰ Ξεν. (πρβλ. [[τλῆμι]]), ὁ πάσχων, ὑποφέρων, ὑπομένων, [[ὅθεν]], Ι. ὑπομονητικός, [[καρτερικός]], [[καρτερόψυχος]], [[μεγάθυμος]], ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Ἰλ. Κ. 231, 498 (εἰς ὃν ἀποδίδοται [[τλήμων]] [[θυμός]], Ε. 670)· ψυχὴν καὶ θυμὸν τλήμονα [[παρθέμενος]] Τυρταῖ. 9. 18· τλάμονι ψυχᾷ Πινδ. Π. 1. 93, πρβλ. Elmsl. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 570· [[τλήμων]] οὖσ’ ἀπ’ εὐτόλμου φρενὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1302· - ἐπὶ ἀρρώστων, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4· τοῖοι ἐς παιδείην πονεῦσι, καὶ ἐς τήνδε τλήμοσι ὁ αὐτ. Χρον. Παθῶν Σημειωτ. 2. 6. 2) [[τολμηρός]], θαρσαλέοι καὶ τλ. Ἰλ. Φ. 430· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[θρασύς]], [[ἀπερίσκεπτος]], Λατ. audax, Θέογν. 196· τλάμονι καὶ πανούργῳ χειρὶ Αἰσχύλ. Χο. 383, πρβλ. 596· τλημονεστάτη γυνὴ Σοφ. Ἠλ. 439, πρβλ. 275· ἐν τλάμονι θυμῷ (ἕτεροι εὐτλάμονι) Εὐρ. Μήδ. 865. ΙΙ. [[πλήρης]] ταλαιπωριῶν, [[ἄθλιος]], [[δυστυχής]], [[ἐλεεινός]], ἐπὶ προσώπων, Αἰσχύλ. Πρ. 614, Σοφ. Φιλ. 161, κλπ.· [[οὕτως]] ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 723, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 29, Ἀπομν. 2. 1, 30· μετὰ γεν., ὦ [[τλάμων]] ὑμεναίων Εὐρ. Ἱππ. 554· θανάτου [[τλήμων]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 1072. 2) ἐπὶ καταστάσεων, ἔργων, λόγων, κλπ., τλήμονες φυγαί, τύχαι Εὐρ. Ἱππ. 1177, Ἡρ. Μαιν. 921· τλημονέστατος [[λόγος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 562· ὁδὸς τλημονεστάτη, -έρα ὁ αὐτ. ἐν Μήδ. 1067, 8· - [[ἐνίοτε]] καὶ ἐπὶ σημασίας περιφρονητικῆς, [[ἄθλιος]], [[ἐλεεινός]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 296, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 64. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. [[τλημόνως]], μεθ’ ὑπομονῆς, Αἰσχύλ. Χο. 748, Εὐρ. Ἱκ. 946, Τρ. 40, κλπ. 2) ἀθλίως, ἐλεεινῶς, Ἡσύχ.
|lstext='''τλήμων''': Δωρικ. [[τλάμων]], ονος, ὁ, ἡ· κλητ. τλῆμον, ἀλλὰ ἰὼ [[τλήμων]] Σοφοκλ. Αἴ. 893· [[τλήμων]] ἄνερ Εὐρ. Ἀνδρ. 348· (*[[τλάω]]). Ποιητ. ἐπίθ., ἐν χρήσει παρὰ Ξεν. (πρβλ. [[τλῆμι]]), ὁ πάσχων, ὑποφέρων, ὑπομένων, [[ὅθεν]], Ι. ὑπομονητικός, [[καρτερικός]], [[καρτερόψυχος]], [[μεγάθυμος]], ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Ἰλ. Κ. 231, 498 (εἰς ὃν ἀποδίδοται [[τλήμων]] [[θυμός]], Ε. 670)· ψυχὴν καὶ θυμὸν τλήμονα [[παρθέμενος]] Τυρταῖ. 9. 18· τλάμονι ψυχᾷ Πινδ. Π. 1. 93, πρβλ. Elmsl. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 570· [[τλήμων]] οὖσ’ ἀπ’ εὐτόλμου φρενὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1302· - ἐπὶ ἀρρώστων, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4· τοῖοι ἐς παιδείην πονεῦσι, καὶ ἐς τήνδε τλήμοσι ὁ αὐτ. Χρον. Παθῶν Σημειωτ. 2. 6. 2) [[τολμηρός]], θαρσαλέοι καὶ τλ. Ἰλ. Φ. 430· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[θρασύς]], [[ἀπερίσκεπτος]], Λατ. audax, Θέογν. 196· τλάμονι καὶ πανούργῳ χειρὶ Αἰσχύλ. Χο. 383, πρβλ. 596· τλημονεστάτη γυνὴ Σοφ. Ἠλ. 439, πρβλ. 275· ἐν τλάμονι θυμῷ (ἕτεροι εὐτλάμονι) Εὐρ. Μήδ. 865. ΙΙ. [[πλήρης]] ταλαιπωριῶν, [[ἄθλιος]], [[δυστυχής]], [[ἐλεεινός]], ἐπὶ προσώπων, Αἰσχύλ. Πρ. 614, Σοφ. Φιλ. 161, κλπ.· [[οὕτως]] ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 723, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 29, Ἀπομν. 2. 1, 30· μετὰ γεν., ὦ [[τλάμων]] ὑμεναίων Εὐρ. Ἱππ. 554· θανάτου [[τλήμων]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 1072. 2) ἐπὶ καταστάσεων, ἔργων, λόγων, κλπ., τλήμονες φυγαί, τύχαι Εὐρ. Ἱππ. 1177, Ἡρ. Μαιν. 921· τλημονέστατος [[λόγος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 562· ὁδὸς τλημονεστάτη, -έρα ὁ αὐτ. ἐν Μήδ. 1067, 8· - [[ἐνίοτε]] καὶ ἐπὶ σημασίας περιφρονητικῆς, [[ἄθλιος]], [[ἐλεεινός]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 296, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 64. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. [[τλημόνως]], μεθ’ ὑπομονῆς, Αἰσχύλ. Χο. 748, Εὐρ. Ἱκ. 946, Τρ. 40, κλπ. 2) ἀθλίως, ἐλεεινῶς, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>I.</b> qui supporte patiemment <i>ou</i> avec courage, endurci : [[τι]], τινος qch ; <i>abs.</i> :<br /><b>1</b> patient, courageux;<br /><b>2</b> infortuné, malheureux, misérable;<br /><b>II.</b> qui prend sur soi, qui se charge de ; entreprenant, hardi, courageux ; <i>en mauv. part</i> insolent, arrogant, impudent;<br /><i>Cp.</i> τλημονέστερος, <i>Sp.</i> τλημονέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[τλάω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth